Κυπριακό: Eλληνική στρατηγική απάντηση στην τουρκική θέαση

Η πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, στην κατεχόμενη περιοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, λαμβάνει χώραν εν μέσω εκδήλως προβαλλόμενων τουρκικών διεκδικήσεων και απειλών έναντι του Ελληνισμού.

Ο Τούρκος Υπουργός, στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω επίσκεψής του, δηλώνει κατά το σύνηθες προσφυώς διακηρυττόμενο πως οποιαδήποτε στο μέλλον προβλεπόμενη συνάντηση των δυο μερών για διεξαγωγή συνομιλιών επίλυσης του Κυπριακού, προϋποθέτει την κατοχύρωση των δύο πλευρών ως ισοτίμων κρατικών οντοτήτων, όπερ και παραπέμπει σε αναγνώριση της τουρκικής κατοχής ως νομίμως συντελεσθείσης τοιούτης.

Διερωτάται κανείς εν προκειμένω σε μια τέτοια περίπτωση αναγνώρισης της κατοχής, δεδομένου του «ού τόπος», ποιο θα ήταν το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης.

Η Τουρκία σήμερα θέτει τα ανωτέρω ακραίας διεκδικητικής προσέγγισης ζητήματα, τόσο για εσωτερική εν τινι βαθμό «κατανάλωση», όσο και για να προβάλει διεθνώς την παράσταση ότι η λύση του Κυπριακού συνοδεύεται από την αποδοχή της ύπαρξης και παρουσίας στον χώρο δυο κρατικών οντοτήτων, «ενός βόρειου τουρκικού και ενός νότιου ελληνικού κρατιδίου».

Πρόκειται για μια θέαση, η οποία εδράζεται στην πάγια τουρκική γεωστρατηγική αντίληψη μιας εν είδει conditio sine qua non αναγκαιότητας, ο βορράς ως συνέχεια της τουρκικής ενδοχώρας, τουρκικός ων, να ελέγχει γεωστρατηγικά έναν κατά ταύτα μετέωρο και εν πολλοίς φινλανδοποιημένο νότο. Ως γνωστόν, το σενάριο αυτό θα συνιστούσε αφεύκτως μια περίπτωση διαδρομής του χώρου προς καθεστώς «Ιμβριοποίησης».

Η επίσκεψη Τσαβούσογλου στα κατεχόμενα και στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θα μπορούσε να ιδωθεί και ως σπασμωδικός αντιπερισπασμός της Άγκυρας στην ενεργό διεθνή παρουσία των Αθηνών, χρησιμοποιώντας τον παλαιόθεν θεωρούμενο από την Τουρκία και ως αδύναμο κρίκο του Ελληνισμού, την Kυπριακή Δημοκρατία.

Συμπληρώνεται και υπογραμμίζεται, συναφώς, πως οι τουρκικές δηλώσεις που αποσκοπούν στην εδραίωση και νομιμοποίηση των κατεχομένων υποχρεώνουν την ελληνική πλευρά, Αθήνα και Λευκωσία, να αντικρίσει τις «πραγματικότητες» της κατοχής ως μια βαρβαρότητα διεθνούς παρανομίας, η οποία ανεξάρτητα από το αισθητό πέρασμα του χρόνου, επιβάλλει την υποχρέωση της διεκδίκησης αποκατάστασης παντί τρόπο και διά παντός μέσου της διεθνούς νομιμότητας καθ’ άπασα την κυπριακή επικράτεια, πράγμα που συνιστά, όχι μόνο αναγκαιότητα ελευθερίας που το διεθνές δίκαιο επιβάλλει, αλλά και όρο επιβίωσης του κυπριακού κράτους και του κυπριακού Ελληνισμού εν γένει.

Ουδείς δικαιούται να αμφιβάλλει για τις τουρκικές βλέψεις και τους εν προκειμένω σχεδιασμούς περί της στρατηγικής τουρκοποίησης ολόκληρης της Κύπρου και μετατροπής της σε προτεκτοράτο της Άγκυρας. Η μεταφορά εποίκων από την Ανατολία στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, η εγκατάστασή τους και η χρησιμοποίησή τους στη διαπραγμάτευση ως «τουρκοκυπριακό» δεδομένο, προσδιορίζουν εδώ και πολλές δεκαετίες το στίγμα της στρατηγικής της Τουρκίας για τη μεγαλόνησο.

Σε συνέχεια των προαναφερθέντων, οφείλει κανείς να υπογραμμίσει πως η πάγια στρατηγική του Ελληνισμού πρέπει να παραπέμπει στη μεγιστοποίηση του κόστους για την Άγκυρα από την κατοχή της Κύπρου, εμπεδώνοντας διεθνώς το στίγμα μιας ατέρμονης παρανομίας, πλήττουσας δικαιώματα, ελευθερίες και κράτος δικαίου.

Αθήνα και Λευκωσία είναι υποχρεωμένες σε παρόντα χρόνο, αξιοποιώντας ευκαιρίες, όπως η σημερινή, που παραπέμπει στην καταρρέουσα τουρκική οικονομία και την εν γένει αποδυνάμωση του τουρκικού κράτους, να αποτρέπουν την οποιαδήποτε στήριξη των κατεχομένων διά των διαλαμβανομένων επισκέψεων, να αναπτύσσουν κοινές πολιτικές άμυνας, ασφάλειας και στρατηγικής και να αντικρίζουν τα κατεχόμενα ως επερχόμενη ελεύθερη ελληνική γη.

Τα ανωτέρω δεν μπορούν να επέλθουν με ευχολόγια και χάραξη των ούτω καλουμένων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης με την κατοχική δύναμη, αλλά προϋποθέτουν για τα δύο κράτη του ελληνισμού, αποφασιστική ηγεσία και σχεδιασμό κοινών πολιτικών σταθερότητας και συνέπειας στον στόχο, που οφείλει να είναι η έλευση στην Κυπριακή Δημοκρατία του status quo ante.