Η επιστολική διπλωματία και τα ολέθρια ΜΟΕ ως βολικό άλλοθι στην ανυπαρξία πολιτικής

Το 2004, διά του δημοψηφίσματος, ο κυπριακός Ελληνισμός απέρριψε το τερατούργημα Ανάν και όλες τις παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς. Ο Ν. Αναστασιάδης ουδέποτε χώνεψε την ήττα του στο σχέδιο Ανάν, όπως και ο Δ. Χριστόφιας. Οι συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ και οι παραχωρήσεις Αναστασιάδη (με τη συμφωνία του Φεβρουαρίου 2014 με τον κατοχικό Έρογλου) κατήντησαν το Κυπριακό ως… ΜΟΕ

Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τον Χένρι Κίσινγκερ. Μπορεί να τον αναθεματίζει ή να τον καταριέται. Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες του προσάπτουμε πολλές κατηγορίες για όσα, διά της πολιτικής του, προκάλεσε στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Όμως, όσοι μελέτησαν το βιβλίο του: «Διπλωματία» (εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνης, 1995), παραδέχονται ότι είναι ένα από τα σοβαρότερα ιστορικά πονήματα που γράφτηκαν για την άσκηση αξιόπιστης και υπεύθυνης διπλωματίας. Σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του, o Κίσινγκερ επισήμανε τα εξής σημαντικά:

«Οι διανοούμενοι αναλύουν τη λειτουργία των διεθνών συστημάτων, οι πολιτικοί τα οικοδομούν. Και υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στην οπτική γωνία ενός αναλυτή και ενός πολιτικού. Ο αναλυτής μπορεί να διαλέξει το πρόβλημα που θέλει να μελετήσει, ενώ ένας πολιτικός δεν μπορεί να επιλέξει τα προβλήματα με τα οποία θα ασχοληθεί, αυτά απλώς του επιβάλλονται. Ο αναλυτής μπορεί να διαθέσει τον χρόνο που χρειάζεται για να φτάσει σε ένα σαφές συμπέρασμα. Η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν πολιτικό είναι η πίεση του χρόνου. Ο αναλυτής δεν διατρέχει κινδύνους.

»Σε περίπτωση που αποδειχτεί ότι έχει βγάλει λάθος συμπεράσματα, μπορεί να γράψει μιαν άλλη διατριβή. Ο πολιτικός μπορεί μόνο μια φορά να μαντέψει. Τα λάθη του είναι αμετάκλητα. Ο αναλυτής έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία. Θα τον κρίνουν για τις διανοητικές του ικανότητες. Ο πολιτικός πρέπει να ενεργήσει βάσει εκτιμήσεων που δεν μπορούν ν’ αποδειχτούν τη στιγμή που τις κάνει. Η ιστορία θα τον κρίνει με βάση το πόσο σοφά χειρίστηκε την αναπότρεπτη αλλαγή και, πάνω απ’ όλα, πόσο καλά διατηρεί την ειρήνη».

Με απλά λόγια: Μια πολιτική ή διπλωματική απόφαση κρίνεται, στο τέλος, και αξιολογείται εκ του αποτελέσματος. Θυμηθήκαμε τον «μάγο» της διπλωματίας με αφορμή νέα σύσκεψη του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου (20/6/2022) και δηλώσεις του Κυβερνητικού Εκπροσώπου.

«Συζητήθηκαν, μεταξύ άλλων», είπε, «οι νέες τουρκικές προκλήσεις, αλλά και ο συντονισμός μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ενημέρωσε για την πρόθεσή του, αφού ολοκληρωθεί η μελέτη των όσων περιλαμβάνονται στο νέο παράνομο πρωτόκολλο οικονομικής συνεργασίας, που έχουν υπογράψει κατοχικό καθεστώς και Τουρκία, να προβεί σε μια νεότερη ενημέρωση, μέσω επιστολών, τόσο προς τον ΓΓ των ΗΕ όσο και προς τους Θεσμούς της ΕΕ, τους Ευρωπαίους ομολόγους του, τις ΗΠΑ και τις εγγυήτριες δυνάμεις».

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κύπριος Πρόεδρος επιδίδεται στη βολική επιστολική διπλωματία. Κάθε φορά που η Τουρκία και το κατοχικό καθεστώς προβαίνουν σε ενέργειες εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικά στην περίκλειστη πόλη της κατεχόμενης Αμμοχώστου, ο Ν. Αναστασιάδης καταφεύγει σε αυτήν την εύκολη πλην αναποτελεσματική μέθοδο. Ποια είναι τα απτά, πρακτικά αποτελέσματα της επιστολικής διπλωματίας της Λευκωσίας; Η μόνη συνήθης αντίδραση των αποδεκτών των επιστολών Αναστασιάδη είναι η βολική και γι’ αυτούς παρότρυνση όπως οι δύο πλευρές «τα βρουν» μεταξύ τους. Δηλαδή, εξισώνουν τον θύτη και το θύμα και τους καλούν να συνεννοηθούν και να μη ενοχλούν τρίτους.

Γιατί, όμως, αυτή η στάση των ξένων έναντι του Κυπριακού; Πρώτον, αντιλαμβάνονται το πρόβλημα ως μια δικοινοτική διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της νήσου. Δεύτερον, οι εκάστοτε κυπριακές Κυβερνήσεις και Πρόεδροι, ως διαπραγματευτές, οδήγησαν το Κυπριακό, διά των συνεχών υποχωρήσεων και παραχωρήσεών τους προς τους Τούρκους σε αυτό το θλιβερό κατάντημα, της δικοινοτικής διαφοράς.

Τρίτον, ποιος ξένος γνωρίζει ότι το Κυπριακό είναι διεθνές ζήτημα τουρκικής εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης, παραβίασης και καταπάτησης όλων των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, όταν ο Ν. Αναστασιάδης διερωτάται ποιος θυμάται ακόμα την κατοχή; Τέταρτον, η Κυπριακή Δημοκρατία όφειλε να διεκδικεί τα αυτονόητα. Πότε τα διεκδίκησε με συνέπεια, αταλάντευτα και μαχητικά;Οι ευθύνες της Λευκωσίας για τις καταστροφικές υποχωρήσεις και παραχωρήσεις στους Τούρκους είναι βαρύτατες και ασήκωτες. Η υιοθέτηση της αγγλοτουρκοδιζωνικής τερατουργίας είναι βρόχος θανάτου για τον κυπριακό Ελληνισμό.

Από τον ανένδοτο μακροχρόνιο του Μακαρίου φτάσαμε στα αμερικανο-αγγλικής επινόησης και επιβολής Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Και δεν βρέθηκε ένας Πρόεδρος να αντιτάξει ότι το Κυπριακό δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης αλλά τουρκικής εισβολής και κατοχής και εξ αυτής υποφέρουν όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι της νήσου. Το 2004, διά του δημοψηφίσματος, ο κυπριακός Ελληνισμός απέρριψε το τερατούργημα Ανάν και όλες τις παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς. Ο Ν. Αναστασιάδης ουδέποτε χώνεψε την ήττα του στο σχέδιο Ανάν, όπως και ο Δ. Χριστόφιας. Οι συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ και οι παραχωρήσεις Αναστασιάδη (με τη συμφωνία του Φεβρουαρίου 2014 με τον κατοχικό Έρογλου) κατήντησαν το Κυπριακό ως…ΜΟΕ.

Την περ. Τετάρτη, στο πλαίσιο προεκλογικής δημαγωγικής ψηφοθηρίας, ο στυλοβάτης του Ν. Αναστασιάδη, Αβ. Νεοφύτου, μετέβη στην περίκλειστη πόλη της κατεχόμενης Αμμοχώστου. Και οδυρόμενος φαρισαϊκά, κλαυθμηρίζων αναφώνησε ξανά το γνωστό ρεφρέν του: «Αν χαθεί η Αμμόχωστος, χάθηκε η Κύπρος». Ποιους νομίζει ότι περιπαίζει ο υποψήφιος του ΔΗΣΥ για την Προεδρία; Όχι τους Αμμοχωστιανούς, που γνωρίζουν ότι ο Ν. Αναστασιάδης και ο Αβ. Νεοφύτου, με τη συνεπικουρία του Ν. Χριστοδουλίδη, απεμπόλησαν τα δύο ψηφίσματα περί Αμμοχώστου και κατήντησαν το πρόβλημά της ως ένα ακόμα ΜΟΕ.

Οι κυρώσεις κατά της Τουρκίας είναι στο τραπέζι, δήλωσε ο Κύπριος Κυβ. Εκπρόσωπος, όπως και τα ΜΟΕ. Οι κυρώσεις δεν απαιτήθηκαν όταν έπρεπε και ακούσαμε το εξωφρενικό από τον ΥπΕξ Κασουλίδη ότι οι εταίροι μας ασχολούνται με το Ουκρανικό και δεν έχουν χρόνο για το Κυπριακό. Έτσι, εμφανίστηκαν ξαναζεσταμένα τα ΜΟΕ, τα οποία αποτελούν βολικό άλλοθι για τους ξένους και απόδειξη ανυπαρξίας πολιτικής από την Λευκωσία. Οι Τούρκοι τα απέρριψαν, εμμένουν σε λύση δύο κρατών και το αδιέξοδο θα παραταθεί μέχρι τις τουρκικές εκλογές του 2023.