Αναλύσεις

Ένα «προφητικό» σημείωμα στις παραμονές της «Γ΄Βιέννης»

Το σημείωμα του Θεόφιλου Θεοφίλου της 25ης Ιουλίου 1975 προς τον Υπουργό Εξωτερικών της ΚΔ αποτελεί τεκμήριο που συμβάλλει στην κατανόηση των συζητήσεων, των διλημμάτων και των αδιεξόδων που αντιμετώπιζε η πολιτική ηγεσία της Κύπρου, στον άμεσο απόηχο της καταστροφής του 1974

Τους μήνες που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή, η πολιτεία και η κοινωνία βρίσκονταν αποδιοργανωμένες, καταβάλλοντας προσπάθειες περίθαλψης και ανοικοδόμησης. Από τα τέλη του 1974, με την επιστροφή του Μακαρίου στο νησί, άρχισαν ενέργειες για πολιτική αναδιοργάνωση, παράλληλα με τη διπλωματική κινητοποίηση που είχε ως στόχο τη διαφώτιση της διεθνούς κοινότητας και την εξασφάλιση βοήθειας, σε πολιτικό και υλικό επίπεδο. Τον Απρίλιο του επόμενου έτους, η πολιτική ηγεσία των Ελλήνων του νησιού άρχισε τις προετοιμασίες για τις συνομιλίες που θα διεξάγονταν στη Βιέννη, με στόχο την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

Οι συνομιλίες της Βιέννης – Αποδοχή ανταλλαγής πληθυσμών

Σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Γλαύκος Κληρίδης, που ασκούσε χρέη διαπραγματευτή («Η κατάθεσή μου», τόμ. 4, σ. 274), ο Μακάριος ενημέρωσε τότε το Υπουργικό και το Εθνικό Συμβούλιο ότι η ελληνική πλευρά θα συζητούσε λύση βάσει του ομοσπονδιακού συντάγματος (πολυπεριφερειακή). Ωστόσο υπήρχαν βασικά σημεία διαφωνίας με τον χαρακτήρα της Ομοσπονδίας, όπως προωθείτο από την τουρκική πλευρά (έκταση, επιστροφή προσφύγων, εξουσίες ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και απόσυρση ξένων στρατευμάτων από το νησί).

Οι συνομιλίες της Βιέννης διεξήχθησαν σε πέντε κύκλους, μεταξύ 1975-1976 (ενώ ακολούθησε ακόμα ένας γύρος συνομιλιών το 1977, με διαπραγματευτή τον Τάσσο Παπαδόπουλο). Η διαδικασία εγκαινιάστηκε τις πρωινές ώρες της 28ης Απριλίου 1975 υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ και συμμετείχαν ως αντιπρόσωποι Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου οι Γλαύκος Κληρίδης και Ραούφ Ντενκτάς αντιστοίχως.

Μια από τις βασικότερες πτυχές των συνομιλιών που διεξήχθησαν στη Βιέννη θεωρείται η αποδοχή από την κυπριακή Κυβέρνηση της μετακίνησης τουρκικού και ελληνικού πληθυσμού από τα ελεύθερα στα κατεχόμενα εδάφη και αντιστρόφως. Πρόκειται για το γεγονός που έμεινε γνωστό ως «Συμφωνία της Γ΄ Βιέννης», καθώς σημειώθηκε στο πλαίσιο του τρίτου κύκλου συνομιλιών (31 Ιουλίου-2 Αυγούστου 1975).

Προηγουμένως, στα τέλη Ιουνίου - αρχές Ιουλίου 1975, είχε σημειωθεί περιστατικό κακομεταχείρισης Τουρκοκυπρίων της Πάφου από μέλη των κρατικών Δυνάμεων Ασφαλείας, όταν οι πρώτοι επιχείρησαν να περάσουν στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχές. Η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε επικοινωνιακά το εν λόγω περιστατικό (το οποίο είχε καταδικάσει η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας), προβάλλοντας την εικόνα καταπίεσης του τουρκικού πληθυσμού που παρέμεινε στις ελεύθερες περιοχές μετά την εισβολή.

Στο κλίμα αυτό, και υπό τον φόβο ότι νέο επεισόδιο επίθεσης κατά των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές μπορούσε να αξιοποιηθεί προσχηματικά από πλευράς Τουρκίας για νέα στρατιωτική δράση, ο Πρόεδρος Μακάριος (σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Γλ. Κληρίδης, ό.π., σσ. 342-343) έδωσε εντολή στον διαπραγματευτή του όπως, στη διάρκεια του τρίτου γύρου συνομιλιών στη Βιέννη, συμφωνήσει στην ελεύθερη -εθελοντική- μετακίνηση στον κατεχόμενο Βορρά των Τουρκοκυπρίων που βρίσκονταν στα ελεγχόμενα από το κράτος εδάφη. Επί τούτου βασίστηκε η «Συμφωνία της Γ΄ Βιέννης» (όπως καθιερώθηκε να αναφέρεται το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά τις διαπραγματεύσεις), βάσει της οποίας επετράπη η εθελοντική μετακίνηση τουρκικού πληθυσμού από τον Νότο στον Βορρά. Σε αντάλλαγμα, θα διασφαλιζόταν ότι οι Ελληνοκύπριοι που παρέμειναν στις κατεχόμενες περιοχές μετά την εισβολή θα ήταν ελεύθεροι να ζήσουν εκεί και ότι θα τους παρεχόταν κάθε βοήθεια και διευκόλυνση σε εκπαιδευτικά και ιατρικά ζητήματα, καθώς και σε θέματα ιατρικής περίθαλψης. Βάσει της ίδιας συμφωνίας, θα επιτρεπόταν η μετακίνηση στις ελεύθερες περιοχές όσων Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων στον Βορρά το επιθυμούσαν. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, και ως αντάλλαγμα της αποδοχής ελεύθερης μετακίνησης τουρκικού πληθυσμού στις κατεχόμενες περιοχές, ο Γλ. Κληρίδης είχε αξιώσει όπως επιτραπεί ως πρώτο βήμα η επιστροφή των κατοίκων του ελληνικού τομέα στις οικίες τους.

Μια περίπου εβδομάδα πριν από τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στη Βιέννη, ο Θ. Θεοφίλου διορατικά προειδοποιούσε την πολιτική ηγεσία για τις συνέπειες της αποδοχής της τουρκικής αξίωσης περί μετακίνησης πληθυσμών. Αναλύοντας τις τουρκικές κινήσεις, κατέγραφε την άποψή του για τους επιδιωκόμενους στόχους της Τουρκίας σε επικοινωνιακό και πρακτικό επίπεδο

Το σημείωμα Θ. Θεοφίλου

Στο κλίμα που καλλιεργήθηκε στις παραμονές του τρίτου γύρου συνομιλιών στη Βιέννη, ο Θεόφιλος Θεοφίλου (διπλωμάτης, ακόλουθος τότε στο Υπουργείο Εξωτερικών, που εργαζόταν στο Γραφείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) έσπευσε να υποβάλει σχετικό σημείωμα προς τον Υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Χριστοφίδη. Το σημείωμα φέρει ημερομηνία 25 Ιουλίου 1975 και σε αυτό περιέχεται εισήγηση για κοινοποίησή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο της Βουλής και στον εκπρόσωπο της ελληνοκυπριακής πλευράς στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό.

Πρόκειται για έγγραφο με ιστορική αξία, διότι φαίνεται πως, μια περίπου εβδομάδα πριν από τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στη Βιέννη, ο Θ. Θεοφίλου διορατικά προειδοποιούσε την πολιτική ηγεσία για τις συνέπειες της αποδοχής της τουρκικής αξίωσης περί μετακίνησης πληθυσμών. Αναλύοντας τις τουρκικές κινήσεις, κατέγραφε την άποψή του για τους επιδιωκόμενους στόχους της Τουρκίας σε επικοινωνιακό και πρακτικό επίπεδο. Υπεδείκνυε, συγκεκριμένα, ότι η εξέλιξη αυτή θα δημιουργούσε μια νέα κατάσταση πραγμάτων που θα αποδυνάμωνε τη διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς, θα εδραίωνε το καθεστώς που προέκυψε από την εισβολή και εν τέλει θα οδηγούσε σε υλοποίηση των τουρκικών στόχων. Περαιτέρω, εξηγούσε ότι η παραμονή Ελληνοκυπρίων στον Βορρά και Τουρκοκυπρίων στο Νότο ήταν στοιχείο με ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια ανοικοδόμησης του κράτους.

Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις τουρκικές απαιτήσεις και μεθοδεύσεις, ο Θ. Θεοφίλου εξηγούσε ότι το εν λόγω αίτημα αποσκοπούσε στην παρουσίαση του ζητήματος ως ανθρωπιστικού, σχετικού με την κατοχύρωση και άσκηση των δικαιωμάτων της ελευθερίας διακίνησης και εγκατάστασης. Κατά συνέπειαν, στόχος ήταν η παρουσίαση της κυπριακής Κυβέρνησης ως καταπατούσας τα συγκεκριμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Επιπλέον σημείωνε ότι, με τον τρόπο αυτό, οι τουρκικές Αρχές επιχειρούσαν να δικαιολογήσουν τα καταπιεστικά μέτρα που εφάρμοζαν κατά των Ελληνοκυπρίων που παρέμειναν στην περιοχή της Καρπασίας μετά την εισβολή. Θεωρούσε, δε, ότι η συγκεκριμένη κίνηση αποτελούσε τουρκικό ελιγμό για τη δημιουργία τετελεσμένων που θα οδηγούσαν στην εκ των πραγμάτων αποδοχή της αξίωσης για διζωνική ομοσπονδία.

Στη βάση των πιο πάνω ερμηνειών του, κοινοποιούσε στους κρατικούς αξιωματούχους τις ανησυχίες του και τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι το τουρκικό αίτημα για μετακίνηση πληθυσμού δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτό:

Το πρώτο σημείο που έθιγε ήταν ότι μια τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε έμμεση αποδοχή της αρχής της διζωνικής ομοσπονδίας και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για επίτευξη της επιδιωκόμενης από την Τουρκία (σύμφωνα με την άποψή του) χαλαρής συνομοσπονδίας. «Και όταν η ιδία η Κυπριακή Κυβέρνησις πράττει και ενεργεί κατά τρόπον προάγοντα την λύσιν της διζωνικής ομοσπονδίας ή της χαλαράς συνομοσπονδίας, πώς θα δυνηθή μετά εις την τράπεζαν των διαπραγματεύσεων να απορρίψη την τοιαύτην λύσιν, να προτείνη και να υποστηρίξη λύσιν πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας;..».

Επιπλέον, υπογράμμιζε ότι η συγκατάθεση της κυπριακής Κυβέρνησης στο αίτημα της Τουρκίας θα σήμαινε ότι αναγνωρίζονται ως βάσιμοι οι ισχυρισμοί περί καταπίεσης και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του τουρκικού πληθυσμού που παρέμεινε στις ελεύθερες περιοχές. Αντιθέτως, η παρουσία Τουρκοκυπρίων πολιτών στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, θα ενίσχυε την ελληνική θέση για επιδίωξη πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας, ενώ οι ίδιοι θα αποτελούσαν απόδειξη της δυνατότητας ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων στο νησί.

Προειδοποιούσε, επίσης, ότι αν επιτυγχανόταν η μεταφορά των Τουρκοκυπρίων στο κατεχόμενο βόρειο μέρος του νησιού, οι Ελληνοκύπριοι στην Καρπασία θα βρίσκονταν στο έλεος «της τουρκικής θηριωδίας και βαρβαρότητος. Η παρουσία ισαρίθμων περίπου Τ/κ εις τον Νότον θα είναι έν είδος εγγυήσεως διά την ζωήν και ασφάλειαν των Ε/κ της Καρπασίας».

Σημαντική κρίνεται η παρατήρησή του ότι η μεταφορά των Τουρκοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές θα συνέβαλλε στη δημιουργία μια κατάστασης αντίθετης με τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Η εξέλιξη αυτή, εκτιμούσε, θα καθιστούσε δυσχερέστερη την εφαρμογή των αποφάσεων του διεθνούς Οργανισμού. Επιπλέον, θα αποτελούσε συνέργεια της νόμιμης Κυβέρνησης του κράτους στην αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού, γεγονός που οι ίδιες οι Αρχές καταδίκαζαν ως επιχειρούμενη ενέργεια εκ μέρους της Τουρκίας.

Πρότεινε, συνεπώς, να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να καταρριφθεί η τουρκική προπαγάνδα περί ανθρωπιστικού ζητήματος και να καταδειχθεί ότι, αντιθέτως, η εν λόγω αξίωση αποτελεί «απάνθρωπον πράξιν εκριζωμού 9.000 ατόμων εκ των πατρογονικών εστιών και των καθημερινών ασχολιών των και μετατροπής τούτων εις πρόσφυγας εις περιοχήν της νήσου παρανόμως κατεχομένην υπό ξένης δυνάμεως». Συν τοις άλλοις, τόνιζε, η μετακίνηση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού στον Βορρά θα αποτελούσε παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελληνοκύπριων προσφύγων, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις οικίες τους (αφού στο μεταξύ θα τις είχαν καταλάβει οι μετακινηθέντες Τουρκοκύπριοι). Σκωπτικά σημείωνε σχετικά: «Συμφώνως προς την πρωτότυπον θεωρίαν Ντενκτάς έχουν δικαίωμα οι 9.000 Τ/κ να μεταβούν εις τας ελληνικάς πόλεις και τα ελληνικά χωρία και να εγκατασταθούν εις ελληνικάς οικίας και περιουσίας αλλά δεν έχουν δικαίωμα 200.000 Ε/κ πρόσφυγες να επιστρέψουν εις τας πόλεις και τα χωρία των, να επανέλθουν εις τας οικίας και ασχολίας των και να αναλάβουν την διαχείρισιν και εκμετάλλευσιν των περιουσιών των».

Τέλος, κρίνεται σημαντική η παρατήρησή του περί του ρόλου που μπορούσαν να διαδραματίσουν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι που μετά την εισβολή παρέμειναν σε Βορρά και Νότο αντιστοίχως. Επρόκειτο για «τα δύο τόξα της γεφύρας, η οποία θα συνενώση εκ νέου τας δύο κοινότητας και θα τας οδηγήση εις μίαν νέαν περίοδον ειρηνικής συμβιώσεως και ειλικρινούς συνεργασίας εντός των πλαισίων ενός ενιαίου, κυριάρχου και ανεξαρτήτου κράτους. […] Δι’ αυτό και ημείς πρέπει να ενεργήσωμεν εγκαίρως και αποτελεσματικώς διά να διατηρήσωμεν τας δύο αυτάς νησίδας συμβιώσεως και συνεργασίας Ε/κ και Τ/κ εις τον ωκεανόν του ελληνοτουρκικού διαχωρισμού και του φυλετικού μίσους. Άλλως ο διαχωρισμός των δύο κοινοτήτων θα είναι ολοκληρωτικός, μόνιμος και οριστικός και πάσα ελπίς διά λύσιν πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας θα εκλείψη».