Ευρωπαϊκής ουτοπίας, νεο-οθωμανικές αντιστίξεις
Η σύγχρονη ιδέα μιας πολιτικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά ενιαίας και ενωμένης Ευρώπης, που θα λειτουργούσε ως εξισορροπητικός των διεθνών αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων πόλος, έλκει την καταγωγή της, ως γνωστόν, στη μεταπολεμική ηγεσία Γαλλίας και Γερμανίας των Ντε Γκώλ και Αντενάουερ αντίστοιχα.
Οι ηγέτες του πάλαι ποτέ πολεμικά συγκρουόμενου ευρωπαϊκού γίγνεσθαι αποφάσισαν την εν πορεία αληθούς ειρήνης πολυεπίπεδη συστράτευση των δυο ηγεμονικών κρατών τους για την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής συμπολιτείας, κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Οι σημερινές διεθνείς εξελίξεις «αγγίζουσες» κατά ταύτα την Ευρώπη, με ιδιαίτερη έμφαση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την τακτικής υφής μαζική προβολή των τουρκικών διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδος, εν συναρτήσει δε προς τις κατά τα άλλα αναμενόμενες συστάσεις των Ευρωπαίων προς την Άγκυρα, όπως προσαρμοσθεί προς τα διεθνώς καταγεγραμμένα πολιτικοστρατηγικά θέσμια, στάση που επ’ ουδενί δεν μπορεί να λειτουργήσει ανασχετικά προς την τουρκική επιθετικότητα, υπογραμμίζουν την αντιφατικότητα μεταξύ οράματος των ιδρυτών της Ένωσης και μιας σημερινής πραγματικότητας, που περιορίζεται σε διακηρυκτικές κινήσεις, οι οποίες δεν προδίδουν τη θέληση επιβολής κόστους στην αδικοπραγούσα εν προκειμένω Άγκυρα.
Τούτο οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε μια στενώς νοούμενη προσέγγιση κρατικού συμφέροντος έναντι της προσδοκώμενης και ιστορικά επιβαλλόμενης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, καθώς και στην εν πολλοίς εξάρτηση του ευρωπαϊκού παράγοντα από την αμερικανική υψηλή στρατηγική, η οποία και αδυνατεί να κατανοήσει το γεγονός του αναξιόπιστου, ανεξέλεγκτου, κυρίως δε του πολιτικά ήδη αυτονομηθέντος τουρκικού συμπλέγματος.
Είναι σαφές και «ου γαρ χρείαν έχομεν μαρτύρων», πως οι ευρωπαϊκές παραινέσεις προς την Άγκυρα για συμμόρφωση, όχι μόνο θα αγνοηθούν, αλλά θα εντείνουν την επιθετικότητα της Τουρκίας, στην οποία εμπεδώνεται η αντίληψη πως η Ευρώπη δεν προτίθεται ή δεν είναι και σε θέση να της προκαλέσει αληθές κόστος.
Η κατά τα ανωτέρω εικόνα μιας Ευρώπης τελούσης εν πολιτική απραξία σε ό,τι αφορά προπάντων στα ελληνοτουρκικά, αλλά και την κατεχόμενη και οιονεί απειλούμενη Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται επισπεύδουσα, λαμβάνοντας συγκεκριμένα μέτρα σε ό,τι αφορά τη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, εκπέμπει διεθνώς αναξιοπιστία και έλλειμμα εσωτερικής συνοχής και συνέπειας ως προς μια στρατηγική συστράτευση υποστήριξης των μελών, που την συναποτελούν, καθώς και των κοινών στόχων, που θα όφειλε να υποστηρίζει σε στρατηγικό επίπεδο.
Τα ανωτέρω αποτελούν εμφανή σημάδια, καταμαρτυρούντα εγγενείς αδυναμίες της Ένωσης να προχωρήσει στον παλαιόθεν τιθέντα στόχο της περί οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής συμπολιτείας, που θα εμπέδωνε εν τοις πράγμασι ένα σύστημα κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, το οποίο θα συνιστούσε το υπόβαθρο δρομολόγησης μιας πορείας υπεράσπισης και προώθησης ενός κοινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Συναφώς και σε συνάρτηση με την τελευταία αμιγώς διακηρυκτική προβολή των ευρωπαϊκών θέσεων έναντι του τουρκικού παραβιάζοντος διεθνές δίκαιο και διεθνείς συνθήκες παράγοντος, υπενθυμίζουν σε Ελλάδα και Κύπρο πως αληθείς ευρωπαϊκές κυρώσεις έναντι της Άγκυρας παραπέμπουν σε όνειρο θερινής νυκτός, που λαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις, εάν γίνεται πιστευτό, πολλώ δε μάλλον εάν εντάσσεται στην καθ’ ημάς διαμορφούμενη εθνική στρατηγική.
Η Αθήνα σήμερα, αναβαθμισμένη ούσα γεωστρατηγικά με έμφαση στην ενδυνάμωση τής αμυντικής της διάρθρωσης, οφείλει να διαδηλώσει τη θέση της σε επίπεδο προβολής ισχύος, πράγμα που θα σήμαινε μια εν τοις πράγμασι επερχόμενη μεγιστοποίηση του κόστους προς την τουρκική αναθεωρητική δύναμη. Τούτο δε εκπέμπεται και ως στρατηγική κίνηση αξιόπιστης δύναμης, που είναι σε θέση να υπερασπίζεται τα συμφέροντα, την ύπαρξή της και τη διαδρομή της στην ιστορική της πορεία.
Ως προς τον ζωτικής σημασίας κρίκο του Ελληνισμού στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, που παραπέμπει κατά ταύτα στην κατεχόμενη Κύπρο, η Αθήνα υποχρεούται, ούσα εν σύμπνοια με την κυπριακή ηγεσία και τις εν ευρεία εννοία υφιστάμενες δυνάμεις του Ελληνισμού, να εκπονήσει σχεδιασμούς κοινής άμυνας και εμπέδωσης της αξιόπιστης παρουσίας του ελληνικού έθνους στο πλαίσιο μιας διεθνούς δικαιοταξικής νομιμότητας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο.