Το Ολοκαύτωμα στα Κούρδαλι

Η θυσία των ηρώων Αλέκου Κωνσταντίνου, Κώστα Αναξαγόρα, Αντρέα Πατσαλίδη και Παναγιώτη Γεωργιάδη

Συμπληρώθηκαν χθες 64 ολόκληρα χρόνια από τη μαύρη μέρα που έγινε η φοβερή έκρηξη στα Κούρδαλι, η οποία στοίχισε τη ζωή τεσσάρων παλληκαριών της ΕΟΚΑ, του Αντρέα Πατσαλίδη, του Αλέκου Κωνσταντίνου, του Κώστα Αναξαγόρα και του Παναγιώτη Γεωργιάδη. Οι τέσσερεις ήρωες περιεργάζονταν μια μεγάλης ισχύος βόμβα επιτόπιας κατασκευής, που προοριζόταν για την ανατίναξη στρατιωτικών αυτοκινήτων σ’ ενέδρα που σχεδίαζε η ΕΟΚΑ. Τι ακριβώς είχε συμβεί κανένας δεν ξέρει, γιατί και οι τέσσερεις ήρωες είχαν κατακομματιαστεί και καρβουνιαστεί. Ο κατασκευαστής, όμως, της βόμβας, Αχιλλέας Μάρκου, από τον Ασκά, αφηγείται: «Ήταν προγραμματισμένο να πάω εγώ σ’ εκείνη την αποστολή, πλην όμως ζήτησε να πάει ο Αλέκος στη θέση μου. Έτσι και έγινε. Δουλειά μου στον Αγώνα ήταν η κατασκευή βομβών. Τη βόμβα εκείνη, που εξερράγη στα Κούρδαλι, εγώ την είχα κάνει. Την είχα γεμίσει δυο μέρες πριν. Είχε μέσα 60 δυναμίτες. Ήταν ένα τενεκούδι λαδιού. Το γέμισα με δυναμίτες που είχαμε στη διάθεσή μας. Τους τόνισα ότι η βόμβα δεν έπρεπε να ήταν εκεί γιατί το υλικό της ήταν πολύ. Τον πυροκροτητή θα τον έδινα στον υπεύθυνο, που θα έκανε την ανατίναξη, και αυτός θα τον εφάρμοζε στη βόμβα όταν θα του δινόταν η διαταγή για την ανατίναξη…». Τι συνέβη κανείς δεν ξέρει, γιατί και οι τέσσερεις σκοτώθηκαν.

Η χήρα του ήρωα Πατσαλίδη, Ειρήνη, αφηγήθηκε στην Παναγιώτα Ψιλλίτα - Ιωάννου: «Κατεβαίνοντας στη σκάλα κάτω με το μωρό στο χέρι, είδα στο τρίτο σκαλοπάτι σάρκα. Θυμάμαι σαν να είναι τώρα.. ήταν συκώτι. Κατέβηκα κάτω. Μπροστά μου ήταν ένας ξαπλωμένος στην αυλή. Βρέθηκε κάποιος στην αυλή και έπιασε το μωρό μου από τα χέρια μου. Δεν θυμάμαι, ούτε κατάλαβα. Αργότερα μού είπε μια συγγένισσά μου, η Ελένη Δημήτρη Ναζίρη, ότι περνούσε να πάει στον ποτό (πότισμα περβολιού), με είδε που γύριζα στην αυλή και φώναζα, πήρε το μωρό από τα χέρια μου κι έφυγε μακριά. Τον άνθρωπο που ήταν πεσμένος κάτω στην αυλή πήγα και τον σήκωσα. Ήταν φαγωμένα τα σαγόνια του προς τα πάνω και ήταν το πρόσωπό του φαγωμένο. Το ένα του χέρι ήταν κομμένο. Νόμισα ότι ήταν ο άντρας μου, αλλά ήταν ο μακαρίτης ο Κωστής (Κώστας Αναξαγόρα). Όπως τον σήκωσα τον έβαλα κάτω πάλι…».

xampis1.JPG

xampis2.JPG

xampis3.JPG

xampis4.JPG

Το μαύρο μήνυμα

Ήμουν τότε στην τέταρτη τάξη του Γυμνασίου Σολέας. Αν δεν κάνω λάθος, δίναμε το τελευταίο μάθημα γραπτών εξετάσεων Δευτέρου Εξαμήνου, όταν έφθασε σε μας το φοβερό μήνυμα. Σταμάτησε ο νους μας. Αντί να προσηλωθούμε στις εξετάσεις, βρισκόμασταν με του λογισμού τα μάτια στο φτωχόσπιτο των Κουρδάλων. Δεν άργησα να τελειώσω όπως-όπως το γραπτό μου και ξεκίνησα περπατητός για την Κακοπετριά. Διερχόμενο αυτοκίνητο με πήρε στο χωριό μου μέσα σε 15-20 λεπτά. Πήγα κατ’ ευθείαν στο γραφείο του νονού μου, Αντρέα Παπαδόπουλου, που ήταν ο τοπικός υπεύθυνος της ΕΟΚΑ. Τον ρώτησα αν ήξερε πώς έγινε το κακό και πόσα ήταν τα θύματα. Εκεί ήρθαν και άλλοι αγωνιστές με τον Παπα-Νεόφυτο, ανταλλάξαμε πληροφορίες για το φοβερό χτύπημα που δέχθηκε η ΕΟΚΑ και αποφασίσαμε όλοι να ετοιμάσουμε τιμητική υποδοχή στους ήρωες, όταν θα περνούσαν τα αυτοκίνητα με τις σορούς τους στα Σπήλια.

Υπεύθυνος της επιτροπής υποδοχής υποδείχθηκε ομόφωνα ο Παπα-Νεόφυτος. Εγώ ανέλαβα να ετοιμάσω ομιλία υποδοχής των ηρώων και να συντονίσω τους νέους και τις νέες της ΑΝΕ για την οργάνωση της υποδοχής. Ο νέοι θα ετοίμαζαν τη στρώση με κλαδιά δάφνης και μυρσίνης του δρόμου απ’ όπου θα περνούσαν τ’ αυτοκίνητα με τις σορούς και οι κοπέλες θα έπλεκαν τέσσερα δαφνοστέφανα, ένα για τον κάθε ήρωα. Επίσης, θα ετοίμαζαν στεφάνια με λουλούδια και κάνιστρα με πέταλα λουλουδιών για να ράνουν τις σορούς των ηρώων.

Ενώ άρχισαν οι ετοιμασίες μάς ήρθε η πληροφορία από τη Λευκωσία ότι την άλλη μέρα θα παρέδιδαν οι Βρετανοί τις σορούς των ηρώων στους δικούς τους για κηδεία και ταφή. Έτσι οι προετοιμασίες διακόπηκαν το βράδυ για να συνεχιστούν την άλλη μέρα, που ήταν Σάββατο. Επίσης οι πληροφορίες μας από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας έλεγαν ότι οι σοροί των ηρώων θα παραδίνονταν στους δικούς τους το απόγευμα.

Πρωί-πρωί την άλλη μέρα και πάλι η Κακοπετριά βρέθηκε στο πόδι, χωρίς ακόμη να γνωρίζει κανένας ότι ανάμεσα στους τιμημένους ήρωες που θα υποδέχονταν ήταν και ο χωριανός μας, Αλέκος Κωνσταντίνου, γιος αγωνιστή της ΕΟΚΑ. Οι ετοιμασίες συμπληρώθηκαν νωρίς το απόγευμα και σύσσωμη η Κακοπετριά ανέμενε εναγωνίως να υποδεχθεί με τιμές τους τέσσερεις ήρωες στην πλατεία του χωριού. Η καμπάνα κτυπούσε πένθιμα, οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες και οι κοπέλες της ΑΝΕ κρατούσαν στεφάνια, ανθοδέσμες και κάνιστρα με πέταλα λουλουδιών, στις δυο πλευρές του δρόμου. Η εναγώνια αναμονή κράτησε δυο περίπου ώρες. Οι Βρετανοί καθυστερούσαν ξεπίτηδες την πομπή, διότι πίστευαν ότι θα διαλύονταν οι συγκεντρώσεις στα χωριά απ’ όπου θα περνούσε η πομπή. Αργά το απόγευμα έφθασε επιτέλους η ιερή στιγμή. Το πλήθος κατέκλυσε τον δρόμο και οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να σταματήσουν τα αυτοκίνητα με τις σορούς.

Οι κοπέλες άρχισαν να καταθέτουν στεφάνια στα φέρετρα με τις σορούς και να σκορπούν ροδοπέταλα ραίνοντας τα αυτοκίνητα με το ιερό φορτία. Μετά πήρα τον λόγο, κατασυγκινημένος από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Έτρεμα σύγκορμος και η φωνή μου πνιγόταν. Άρχισα την προσφώνησή μου με τους στίχους:

«Κι άλλοι λεβέντες πέθαναν κι άλλοι λεβέντες σβήσαν

Το δέντρο της ελευθεριάς με το αίμα τους ποτίσαν».

Έστρεψα τα μάτια γύρω και είδα όλων τα μάτια να δακρύζουν. Δεν άντεξα και ξέσπασα κι εγώ σε αναφιλητά. Έπρεπε, όμως, να συνεχίσω. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια και συνέχισα κλαίοντας. Και δακρύβρεχτος τέλειωσα την προσφώνησή μου, που κατέληγε με ιερό όρκο, τον οποίο επαναλάμβανε το πλήθος, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Βρετανών στρατιωτών, που παρακολουθούσαν την εθνική εκείνη μυσταγωγία, με μοχθηρή χαιρεκακία. Και ο όρκος ήταν μια διαβεβαίωση στους ήρωες ότι θα συνεχίζαμε τον αγώνα που άφησαν μισοτελειωμένο μέχρι την τελική νίκη, που δεν ήταν άλλη από την Ένωση με τη μάνα Ελλάδα. Η ιερή συγκίνηση που τους κυρίεψε όλους ήταν τόση και τέτοια, που τους άφησε αμίλητους κλαίοντας. Και μετά, εντελώς αυθόρμητα, αρχίσαμε να ψάλλουμε τον Εθνικό Ύμνο με δυνατή φωνή, δείγμα της αποφασιστικότητας για συνέχιση του Αγώνα. Και οι Βρετανοί στρατιώτες, που προηγούντο της νεκρικής πομπής, παρακολουθούσαν αμήχανοι με το στόμα ανοιχτό.

Στη συνέχεια η πομπή ξεκίνησε για τα Σπήλια και με τα αυτοκίνητα που την ακολουθούσαν ενώθηκαν και δύο λεωφορεία με Κακοπετρίτες. Είχε σχεδόν νυχτώσει, όταν η πομπή έφθασε στα Σπήλια. Τα αυτοκίνητα με τις σορούς των ηρώων προχώρησαν, ενώ τα άλλα που ακολουθούσαν σχημάτισαν μια σειρά που από την πλατεία του χωριού έφτανε μέχρι την «Ανεφανή» των Σπηλιών, δηλαδή το ύψωμα απ’ όπου φαίνεται κάτω δεξιά το χωριό. Στην είσοδο των Σπηλιών, γονατιστοί οι κάτοικοι της κοινότητας Σπηλιών-Κουρδάλων και πολλοί από τα γύρω χωριά, περίμεναν την άφιξη των αυτοκινήτων με τις σορούς των τεσσάρων ηρώων, από τους οποίους οι δύο ήταν ακόμη άγνωστοι μέχρι τη στιγμή εκείνη. Μόλις τα αυτοκίνητα σταμάτησαν, το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές με την ιαχή, «ζήτω οι ήρωές μας», «αθάνατοι». Νέες σκορπούσαν φύλλα δάφνης στα φέρετρα με τις σορούς, ενώ νέοι τα σκέπασαν με ελληνικές σημαίες. Η πομπή κατέληξε στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Τόσος πολύς κόσμος για πρώτη φορά συγκεντρωνόταν στο χωριό.

Η νεκρώσιμη ακολουθία άρχισε, αλλά ο παπάς δεν ήξερε τα ονόματα όλων των νεκρών για να τους μνημονεύσει. Δεν είχαν αναγνωρισθεί ακόμη όλων οι ταυτότητες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν αναγνωρισθεί ο Αντρέας Πατσαλίδης κι ο Κώστας Αναξαγόρα. Ενώ συνεχιζόταν η ακολουθία είχαν καταφθάσει από τα Λειβάδια οι δικοί του τρίτου ήρωα, Παναγιώτη Γεωργιάδη, για να παραλάβουν τον αγαπημένο τους. Ο τέταρτος, όμως, ποιος ήταν κανένας δεν ήξερε και ο παπάς μνημόνευε δυο ονόματα, Αλέξανδρος και Αχιλλέας. Αλέξανδρος ήταν ο Κωνσταντίνου και Αχιλλέας ο κατασκευαστής της μοιραίας βόμβας. Τον Παναγιώτη, μετά την ακολουθία, τον μετέφεραν για ταφή στη γενέτειρά του, τα Λειβάδια Πιτσιλιάς. Τον Κώστα και τον Αντρέα τούς έθαψαν σε κοινό τάφο και τον «άγνωστο» Αλέκο, δίπλα τους. Έμελλε το βλαστάρι της Κακοπετριάς να ταλαιπωρηθεί ακόμη και νεκρό.

*Την ερχόμενη Κυριακή: Η αναγνώριση, η εκταφή, η διακομιδή και η ταφή του Αλέκου Κωνσταντίνου στην Αμμόχωστο.