Τουρκικός επεκτατισμός: δομές παραγωγής στρατηγικού γίγνεσθαι

Σε συνέχεια ενός έκδηλου, παλαιόθεν υφιστάμενου και οιονεί επαναλαμβανόμενου τουρκικού αναθεωρητικού αφηγήματος, ο ηγέτης της τουρκικής αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, επικεφαλής της ούτω καλούμενης σοσιαλδημοκρατικής πτέρυγας του κομματικού συστήματος της Τουρκίας, σε μια έκρηξη προσδοκιών «ειρήνης και ασφάλειας», κατήγγειλε εσχάτως τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ως διστάζοντα να προχωρήσει στα «οφειλόμενα κατάκτησης» ελληνικών νήσων και βραχονησίδων.

Αυτή η δήλωση δεν συνιστά μια στιγμιαία αντίδραση της τουρκικής αντιπολίτευσης στο πλαίσιο εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων, αλλά γνωστής ούσης της ιστορίας και της πολιτικής κουλτούρας του τουρκικού κράτους, το ανωτέρω αποκρυσταλλώνει την εδραία θέση και βαθιά συνείδηση ως πεποίθηση της τουρκικής πολιτικής περί «δικαιωματικής» κυρίαρχης παρουσίας μιας αναγεννώμενης ηγεμονίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, με Ελλάδα και Κύπρο να τίθενται υπό τουρκική επικυριαρχία.

Η ανωτέρω αντίληψη εμφιλοχωρεί ως εδραία πεποίθηση στο τουρκικό πολιτικό σύστημα από του κινήματος των Νεοτούρκων και εντεύθεν, εκδηλώνεται δε ως στρατηγικός αναθεωρητισμός έναντι των γειτονικών κρατών, ιδιαιτέρως μάλιστα Ελλάδος και Κύπρου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με ιστορική φάση ενεργοποίησης και εκδήλωσής της την περίοδο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα. Ως γνωστόν, η Άγκυρα τότε καθοδηγούμενη από το Λονδίνο, ενεπλάκη στον κυπριακό αντιαποικιακό αγώνα, ως μη όφειλε, ενώ ταυτόχρονα αντικρίζοντας τον κυπριακό και ελλαδικό χώρο ως ενιαίο, έθεσε σε αρχικό στάδιο ζητήματα, που άπτονται της ελληνικής κρατικής διάρθρωσης, όπως τούτη διαμορφώθηκε μετά τη νικηφόρα παρουσία της Ελλάδος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σημερινές τουρκικές διεκδικήσεις συνιστούν μια πραγματική συνέχεια τού κατά τα ανωτέρω ιστορικού πλαισίου.

Ο πιο πάνω ενδογενής, δομικά εμφιλοχωρών τουρκικός επεκτατισμός έρχεται σε κάθετη αντίθεση προς το επίπεδο του πολιτικού συστήματος της Ελλάδος, το οποίο λειτουργεί εν πνεύματι κράτους δικαίου, που σημαίνει πως οι ελληνικές κινήσεις παραπέμπουν στο δημοκρατικό γίγνεσθαι ως προς το εσωτερικό και την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών ως προς τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Συναφώς, η ανωτέρω αντιθετική διάρθρωση των δυο πολιτικών συστημάτων, δημιουργεί εν τινι βαθμό ανυπέρβλητες δυσκολίες και δυσκαμψίες σε οποιοδήποτε εγχείρημα προσέγγισης των δυο χωρών στην κατεύθυνση αναζήτησης λύσεων επί ζητημάτων ειρήνης και ασφάλειας. Πρόκειται για μια κρίσιμη διάσταση του αληθούς πλαισίου των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την οποία τρίτες χώρες ενίοτε δυσκολεύονται να κατανοήσουν.

Σε ένα άλλο επίπεδο, οι κοινωνίες Ελλάδας και Τουρκίας βρίσκονται επίσης σε έναν αντίποδα, διαμετρικά παρατιθέμενο ως προς το περιεχόμενο της πολιτικής τους κουλτούρας, καθώς και ως προς τη φιλοσοφική τους διάρθρωση. Η τουρκική κοινωνία, αφενός, είναι υπάκουη και δεδομένη ως παράγοντας προσανατολισμένος στην εκάστοτε πολιτική εξουσία, της οποίας τις θέσεις κατά κανόνα δεν αμφισβητεί, ενώ οσάκις αποπειράθηκε να τις αμφισβητήσει, η χώρα οδηγήθηκε σε πραξικόπημα. Η ελληνική κοινωνία, αφετέρου, είναι μια ζωντανή κοινωνία πολιτών, που συζητά, επιχειρηματολογεί, αντιτίθεται και συναινεί, ούσα κομμάτι και πρωταγωνιστικός παράγοντας του δυτικού πολιτικού πολιτισμού, δηλαδή του δημοκρατικού γίγνεσθαι ενός κράτους δικαίου, όπερ παραπέμπει πρωτίστως στον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες.

Ως προς τη θέαση του διεθνούς παράγοντα αναφορικά προς το τουρκικό πολιτικό σύστημα, σημειώνεται πως η Τουρκία προσδιορίζεται ως ένα sui generis κρατικό μόρφωμα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, το οποίο ταυτόχρονα λόγω της γεωστρατηγικής του θέσης λαμβάνει κατά κανόνα τα αποτελέσματα μιας διακριτικής και ευμενούς κατά ταύτα μεταχείρισης.

Σε παρόντα χρόνο και παρά την ανεπαίσθητη, πλην εμφανή διαφοροποίηση από προγενέστερες θέσεις μιας ουδετερότητας, στην οποία αναγκάστηκε να προχωρήσει ο γερμανικός παράγοντας, δεδομένης της διαδηλωτικής και ενεργού παρανομίας της Τουρκίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα καλείται εκ των πραγμάτων σε μια ενεργό σύμπλευση κοινωνίας και πολιτικού προσωπικού, να μεγιστοποιήσει την αποτρεπτική της ισχύ, στέλνοντας, ως οφείλει, μηνύματα προς πολλαπλούς αποδέκτες, πως ο αναθεωρητισμός της Άγκυρας επί της ελληνικής επικράτειας, σε περίπτωση απόπειρας πραγμάτωσής του, θα επιφέρει στους εν προκειμένω δρώντες, πολύ μεγαλύτερο κόστος απ’ ό,τι όφελος.