Ακόμα ένας χρόνος, Άγιε Αμβρόσιε…

Είμαστε πρόσφυγες. Ποιος μας γύρισε έτσι, να ’χουμε πάντα, να το μπορούμε πάντα να κρατούμε μέσα μας και έξω, στων άλλων την αδιαφορία και την φωνάζουμε παράταιρη δική μας και πεισματική, την στάση της παντοτινής επιστροφής;

Αυτοί που όντας εδώ και άθελα με τη ζωή κινώντας προς τα εμπρός, μετέωροι να μοιάζουμε αναχωρητές, το πίσω ανακαλώντας που τον χρόνο μας έχει σταματήσει. Εκείνους μοιάζοντας που πριν η τελευταία στροφή για πάντα από τα μάτια κρύψει την κοιλάδα του χωριού, σε στέρηση παντοτινή στέκονται, και την κοιτούν στο βλέμμα που διαρκεί. Ζώντας από τότε τη ζωή μας, πάντα παίρνοντας άδεια από αυτή για να γυρνούμε στο ίδιο πάντα βλέμμα τούτο που διαρκεί.

Είμαστε πρόσφυγες. Μακρινοί έτσι θεατές της ίδιας της ζωής μας όντας, το βλέμμα εκείνο ολοένα στήνοντας στο ανέστιο του χαμένου τόπου κάθε φορά εικονοστάσι, με κάθε του καιρού φθορά όπως-όπως τα κενά γεμίζοντας, τα ξέφτια μνήμης κουρασμένης πλέκοντας και πάλι και με αίσθημα φτιάχνοντας βουβά ξανά και πάλι εικόνα που όλο ξεμακραίνει, ζωής μας σύντροφο παλιό που να χαθεί ζητεί μα δεν μπορεί, για πάντα.

Κι εμείς την φτιάχνουμε, με τις μικρές κεντώντας την στιγμές μας απτά, άχρονου καλοκαιριού τα παιδικάτα, και εκείνη θέλει να ελευθερωθεί, να φύγει και την ξαναστήνουμε και πέφτει, πείσμα στο πείσμα του καιρού μένοντας εμείς να την στήνουμε τη μνήμη αυτήν την ακριβή μέχρι να πέσουμε οριστικά μαζί της, στων καιρών το αντίπερα ελπίζοντας παντοτινή συνάντηση.

Κι είμαστε πάντα εδώ. Σ’ αυτά τα κείμενα, ετούτες τις φωτογραφίες, τις μυρωδιές, τους ήχους και τις ομιλίες εκείνο που θέλει για πάντα να χαθεί να ξαναζούμε. Και ποιος μπορεί να το κρατήσει εκείνο που αγαπά, παρά μονάχα τώρα εδώ, και πάλι όχι εδώ, κρατώντας και πάλι χάνοντάς το, στων παιδικών χεριών καθώς χοροπηδά το τόπι.

Να το αφήσουμε να φύγει, θα είναι αυτό μιας ελευθερίας οριστικής η χάρη και η αγάπη; Όχι. Εμείς ακόμα εδώ, μαζί του. Κρατώντας την εικόνα του, βασανιστική, για μας και για εκείνον, τόπου το νόημα δίνοντάς του με τη λειψή χωρίς αυτόν ζωή μας. Γη, βουνά, πεδιάδα, τα νερά, τα δέντρα, και το ακρογιάλι, χώρα που μονάχα με τη ζωή μας και μέσα στη ζωή μας «τόπος» γίνεται, νεκρή χωρίς εμάς, της άρνησης γεωγραφία κάτω από το άγνωρό του πόδι.

Να το κρατούμε μας είναι τόσο εύκολο• και τόσο δύσκολο. Δύναμη ζητώντας και όχι μάθησή του. Ο τόπος μας. Σ’ αυτόν γλιστρώντας ολοένα πίσω στο άθελα διαρκώς κινούμε, μάλλον σ’ αυτόν και στ’ ονείρου μαζί του ζώντας σε θάνατο χωρίς τον ξυπνημό. Ο τόπος μας. Κι η απουσία. Η ουτοπία. Ο γυρισμός.

Και τούτη τη φωνή γιατί, ώ ποιητή, την φώναξες πατρίδα; Μάνα, γάλα, το πρώτο σου περπάτημα. Το μέτρημα μαζί του. Δυο βήματα. Κι ύστερα είκοσι. Και οι οργιές με το απλωμένο χέρι της επιθυμίας. Ο τόπος μας μετρώντας τη ζωή μας.

Κι ύστερα, το μέτρημα ανάποδα. Βήμα στο βήμα, βιαστικό και φοβισμένο, το πόδι γυμνό στον δρόμο της φυγής, ανάστροφα μετρώντας την πατρίδα, βήματα δέκα, είκοσι και χίλια, λιγότερη αφήνοντας με κάθε πατησιά πατρίδα. Βήματα, βήματα. Το βήμα που προσθέτει μνήμη, κι αφαιρεί ζωή. Η φυγή. Κι η προσφυγιά.

Βήμα στο βήμα. Και ώρα με την ώρα. Σε άλλους ήμερους συνηθισμένους χρόνους, να νομίζουμε πως τούτα είναι για λίγο μόνο και προσωρινά. Και τώρα να ζούμε μονάχα στον χρόνο και είναι αυτός ο χρόνος τόσο αλίμονο μακρύς. Χρόνος της μνήμης. Ζωή στην μνήμη, τώρα που την άρπαξε ο χρόνος, του άλλοτε και του αλλού.

Κι έρχονται και φεύγουνε οι μέρες και τα χρόνια, με χρόνια μετρώντας της εξορίας τα μίλια, χρόνο με χρόνο μετρώντας τους χαμένους τόπους σαν της μακριάς αρρώστιας να μετρούνε την αναμονή.

Και σύντομη πόσο πια η ζωή μας πάντα προσωρινή, μετέωρη κι ανέτοιμη για το παντοτινό, τόσο μικρή συγκρίνοντας με τις ώρες της ατέλειωτες, από χρόνο πια φτιαγμένες μόνο, όταν καθόσουν σιωπηλός στα σκιερά δωμάτια, τζιτζίκια ακούγοντας μέχρις η ώρα φέρει η απογευματινή ξανά το παίξιμο στον κήπο και στους δρόμους. Ω, δύσκολη ώρα της θύμησης. Πέρα από τη δύναμή μας. Και πάλι και πάλι σε αναλαμβάνουμε και σε τελεύουμε, ώρα της θύμησης και πάλι, ζωή που ανεστάλη. Σαν λουλούδια κλείνοντάς μας βραδινά, σε κείνη την επιστροφή, σε ό,τι ήμαστε, και ό,τι μας έπρεπε, και κείνη την χαμένη αλήθεια, στον τόπο κείνο τον πρωτύτερο, πριν από τον χρόνο που μας έκοψε στα δυο.

Είμαστε πρόσφυγες. Στη θύμηση πεθαίνοντας καθημερνά, ζωή αλλού κάθε φορά ανακαλώντας... Τα παλιά ζεστά μας σπίτια, τα παιδικά κρεβάτια και τα όνειρα που σχήμα δεν πήρανε ποτέ, γωνιές κρυφές κάθε αθώας αταξίας, χρώματα και σχήματα της πρώτης απορίας. Ζωή σταματημένη - και πάλι όχι, την άρνησή μας πλέον ζώντας, φοβισμένοι, και πάλι όχι, σε ξένους τόπους έχοντας εκείνο φέρει το παιδί, πίσω του μακριά έχοντας αφήσει εκείνο που θρηνεί, και να μας φτάσει δεν μπορεί. Εδώ, στους ξένους τόπους, συνήθειες αλλωνών μαθαίνοντας, και θλιβερά συγκρίνοντας, πόρτες χωρίς το πρόσχαρο χαμόγελο διαβαίνοντας, παιδιά αλλόκοτα κοιτώντας, να παίζουν δίχως ήλιο.

Και σύντομη θα λέμε την ύπαρξή μας την αθέλητη εδώ, προσωρινή κι ανεσταλμένη, όπως στα μάτια για λίγο μένουμε των ζώων, που αδιάφορα για λίγο μας κρατούν κι ύστερα χωρίς να μας μετρούνε μας αφήνουν. Εδώ και πάλι όχι εδώ, στον ξένο τόπο. Εδώ, με ξένες λέξεις να ζητούμε από τους ανθοπώλες τ’ άνθη, στην ευωδιά τους ξαναζώντας τις ονομασίες εκείνες που πια η μυρωδιά την μνήμη έχει στοιχειώσει. Η πασχαλιά, το γιασεμί και το γεράνι, η γλάστρα του βασιλικού στο παραθύρι αξέχαστη, αλλά, τι χρώμα να ’χε ξέχασες η γλάστρα. Και θα αγοράσουμε τα φρούτα και εδώ, φρούτα που θα ’χουν στο βελούδο τους το χρώμα και τη γεύση, τον τόπο μας και τον ζεστό ουρανό του, και τους χορούς μας γύρω τους, χρυσή μας μνήμη, χρυσόμηλα, τόσα σε σας να ξαναζούμε. Πώς την βαστάτε, αθώα εσείς την τόση για να ζούμε ευθύνη.

Α! Με γεύση και με μυρωδιά, πατρίδα μου θα σε θυμούμαι. Λίγη λίγη μέσα μου και πάλι παίρνοντας, μπουκιά και ανάσα, κομμάτια από σένανε πατρίδα και τόπε μου ακριβέ, με σας και τα κομμάτια μου να συγκολλώνται, θρήνε στο γέλιο που θυμάσαι, και πάντα επιστρέφοντας δάκρυ χρωστούμενο για να ξαναζητήσεις. Με σένανε, αν κάτι από το παιδί έχει μέσα μου απομείνει, ξαναγυρνά, γεννιέται κι έρχεται, ω πιο αθώα συ από το παιδί που είσαι μνήμη, έναν άγγελο από σένα κάμνοντας που με ακολουθεί, κι από τη λησμονιά με σώζει, σαν τους αγγέλους στην θέα που θρηνούνε, απρόσιτη και λατρεμένη του Θεού. Έχει τόσο πολύ κρατήσει ετούτος ο πόνος που πια συνείδησή μας έχει γίνει. Σε αυτόνα γύρω μεγαλώνει η ζωή, σαν κόμπος από κλάμα που απλώθηκε ζητώντας όλο μας το είναι.

Είμαστε πρόσφυγες. Πικρό σου χώμα το κορμί μας έχει γίνει, και ζουν σε μας οι ρίζες σου. Είναι αυτός ο τρόπος για μια νέα ύπαρξη;

Πατρίδα μου, Άγιε Αμβρόσιέ μου. Τόπος μου που χρόνος έχεις και ζωή μας γίνει. Κάποτε πόσο είμαστε ένα. Ένα με σένα, κι εμείς ολόκληροι!

* Αφιερωμένο στον φίλο, αδελφό, συντονιστή του Lobby for Cyprus, τον τόσο άωρα εκλιπόντα Κυριάκο Χριστοδούλου