Αναντιστοιχία δικαίου και όρων διαπραγμάτευσης

Με συνεχή την προβαλλόμενη επικυρίαρχη διεκδίκηση, διαχρονικά από τις ηγεσίες της Άγκυρας, επί της κυπριακής κρατικής οντότητας εν τω συνόλω της, μισό σχεδόν αιώνα μετά την εισβολή και τη μέχρι σήμερα κατοχή από τον τουρκικό στρατό ενός σημαντικού τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, τούτες τις μέρες ανακαλεί στη μνήμη του σύμπας ο απανταχού ελληνισμός το έγκλημα της Κύπρου κατά το καλοκαίρι του 1974 και τα αποτελέσματα του επεκτατισμού ενός σύγχρονου «Αττίλα».

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Ιουλίου 1974 επιχείρησαν δυνάμεις του τουρκικού στρατού την απόβαση στις ακτές της Κερύνειας, της κείμενης πόλης στη βόρεια περιοχή της Κύπρου. Με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της στρατιωτικής ενέργειας, η οποία άρχισε την προέλασή της μεταξύ Κερύνειας και Πενταδακτύλου, κατελήφθη ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα, που αποτέλεσε και προγεφύρωμα των μετέπειτα τουρκικών στρατιωτικών κινήσεων.

Η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής έλαβε χώρα μεταξύ 14ης και 16ης Αυγούστου και ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της βόρειας περιοχής της νήσου, σε ποσοστό 36 τοις εκατό και πλέον της κυπριακής επικράτειας. Σημαντικές συνέπειες εξ αυτού είναι η προσφυγοποίηση, δηλαδή η εξαναγκαστική και βίαιη μετακίνηση, εντός της κυπριακής επικράτειας από τον βορρά στον νότο του ελληνικού πληθυσμού περί τις 180.000.

Κατά τη διάρκεια των ανωτέρω στρατιωτικών επιχειρήσεων του Αττίλα συνετελέσθηκαν εξοφθάλμως εγκλήματα πολέμου, μεταξύ των οποίων εκτελέσεις αμάχων, βιασμοί, προδήλως γυναικών, παντοειδείς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καταπάτηση ατομικών ελευθεριών, ενώ στη συνέχεια έλαβε χώρα κατά τρόπο μεθοδικό και στρατηγικά σχεδιασμένο το διεθνώς αναγνωρισμένο ως έγκλημα πολέμου, τούτο του εποικισμού, το οποίο σαφώς και έχει αλλοιώσει εκ βάθρων τη δημογραφική σύνθεση και τον εν γένει χαρακτήρα των κατεχομένων από την Τουρκία εδαφών.

Τα ανωτέρω σκιαγραφηθέντα απεικονίζουν απλώς μιαν αδρώς καταγεγραμμένη πραγματικότητα, που εκπέμπει σε κάποιο βαθμό την τραγική παράσταση που έλαβε και λαμβάνει χώρα, με απροσμέτρητες συνέπειες για τον ελληνισμό.

Εκείνο, το οποίο πρέπει κανείς να υπενθυμίσει και να υπογραμμίσει αναφέρεται στο γεγονός της αναγκαιότητας παλαιόθεν, δηλαδή από ιδρύσεως κυπριακού κράτους και εντεύθεν, διευθέτησης ενός ούτως ή άλλως δυσλειτουργικού πολιτεύματος, όπως αυτό που προήλθε από τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959. Η δυσλειτουργικότητά του ουσιαστικά επέβαλε την υιοθέτηση ρυθμίσεων επί το δημοκρατικότερο και κυρίως επί το λειτουργικότερο όσον αφορά στους θεσμούς και στις δομές του πολιτεύματος, που αποσκοπούσαν στην ικανότητα της κρατικής οντότητας να αποφασίζει και να προχωρά σε βηματισμούς προς τα εμπρός. Αυτό υπήρξε ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα, το οποίο ετίθετο προς συζήτηση όταν οριοθετείτο το «Κυπριακό» προ του 1974.

Τούτων δοθέντων, η πραγματοποιηθείσα το 1974 εισβολή ήρθε να ανατρέψει την ίδια τη δομή του μέχρι τότε υφιστάμενου προβλήματος.

Κατόπιν τούτων, το πρόβλημα εξ αντικειμένου οριοθετείται ως εισβολής, κατοχής και εποικισμού, τεχνητής, απολύτως παράνομης κατασκευής χώρου, «χώρας» και πληθυσμού με βάση κριτήρια ρατσιστικής έμπνευσης, δημιουργίας ως εκ τούτου δύο ζωνών, δηλαδή ενός από την Τουρκία ελεγχόμενου βορρά και ενός οιονεί απειλούμενου νότιου τμήματος, στο οποίο ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο η νομίμως εκπροσωπούσα το αναγνωρισμένο υποκείμενο διεθνούς δικαίου, Κυπριακή Δημοκρατία.

Στην πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις η χρήση των όρων και των λέξεων προσδιορισμού των εξελίξεων και των κατ΄ αυτών αντικειμένων οφείλει να διακρίνεται από ακρίβεια και πολιτικό ορθολογισμό, καθ’ ότι οι λέξεις και οι όροι εμπεριέχουν πολλάκις ζητήματα, που άπτονται της ουσίας του προβλήματος και προσδιορίζουν ενίοτε λανθασμένες ως προς την απόδοση δικαίου εξελίξεις.

Βάσει μιας τέτοιας λογικής, η πάροδος του χρόνου δεν επιτρέπει στους εις ους αφορά, δηλαδή στον απανταχού ελληνισμό, να προσεγγίζει ένα διεθνές πρόβλημα, που συνιστά και τραυματική πληγή του ελληνισμού, ωσάν να πρόκειται για δύο εδαφικές ζώνες, που οφείλουν να οδηγηθούν σε «επανένωση». Το ζήτημα δεν παραπέμπει σε μία απλή διαδικαστικής υφής πορεία «επανενωτικής συγκόλλησης», αλλά στην αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας και την εμπέδωση συνθηκών ελευθερίας και κράτους δικαίου στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου, συναφώς δε και καθ’ άπασα την επικράτεια.