Αναλύσεις

Η νομισματική πολιτική αλλάζει κατεύθυνση

H ΕΚΤ προβλέπει ένα δύσκολο φθινόπωρο, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που δημιουργείται, με τις σχέσεις Ρωσίας - Ευρώπης να χειροτερεύουν

Οι δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές μπορούν να δώσουν κατεύθυνση σε μια οικονομία, να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία ώθησης την ανάπτυξης, διόρθωσης των στρεβλώσεων και προβλημάτων, αλλά και να δημιουργήσουν προβλήματα, αν οι αποφάσεις δεν είναι οι ενδεδειγμένες. Οι αποφάσεις των κυβερνήσεων επηρεάζουν αυτές των κεντρικών τραπεζών και το αντίθετο, ενώ η σωστή συνεννόηση και ο κοινός στόχος αποδίδουν καλύτερα μεσομακροπρόθεσμα.

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που πολλές φορές γίνεται κριτική ότι η επιπλέον ρευστότητα που χορηγήθηκε στις αγορές μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, από το 2008, ήταν υπερβολική και οδήγησε σε αυξήσεις τιμών, χωρίς να υπάρχει η οικονομική βάση, ενώ δεν τροχοδρομήθηκε μέσα από σωστές δημοσιονομικές πολιτικές στον επανασχεδιασμό των οικονομιών, μέσα από θεσμικές αλλαγές, τεχνική αναβάθμιση και δημιουργία υποδομών (κάτι που είναι ο στόχος του Ταμείου Ανασυγκρότησης και εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια).

Η απόφαση της ΕΚΤ

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει ρητορική τονίζοντας ότι τα ψηλά ποσοστά πληθωρισμού θα παραμείνουν το επόμενο διάστημα (ενώ με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, λόγω του ιού, τονιζόταν ότι το φαινόμενο είναι παροδικό), ήταν αναμενόμενη. H μόνη απορία ήταν το ποσοστό και η επιλογή της ΕΚΤ, η οποία ήταν πιο «επιθετική» με αύξηση 0,50%. Παρόλο που αναφέρεται ότι η απόφαση ευθυγραμμίζει όλες σχεδόν τις κεντρικές τράπεζες, η FED, η οποία ξεκίνησε πρώτη τον γύρο των αυξήσεων, αναμένεται να προχωρήσει σε μεγαλύτερες αυξήσεις.

Το ζητούμενο είναι κατά πόσο οι αυξήσεις επιτοκίων αναμένεται να επιδράσουν δραστικά στην πορεία του πληθωρισμού. Αν κάποιος λάβει υπόψη τους λόγους που ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, και αφορούν κυρίως τη μείωση της προσφοράς των προϊόντων, λόγω τεχνητών παρεμβάσεων στις αγορές, όπως οι κυρώσεις, τότε οι κινήσεις των Κεντρικών Τραπεζών δεν αποτελούν τη λύση. Εξάλλου, πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι ίδιες οι Κεντρικές Τράπεζες είναι μέρος του προβλήματος, εφόσον οδήγησαν με τις ποσοτικές χαλαρώσεις σε φούσκωμα των τιμών, τις οποίες τώρα τρέχουν να συμμαζέψουν.

Η αύξηση των επιτοκίων σταδιακά θα μεταφερθεί στα δανειστικά επιτόκια, σε πρώτη φάση, και σε μεταγενέστερο χρόνο στα καταθετικά επιτόκια. Οπότε, τα τραπεζικά ιδρύματα θα επαναξιολογήσουν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια, από τη μια, και, από την άλλη, τους δείκτες ρευστότητας, εφόσον σταδιακά δεν θα υπάρχει αρνητικό επιτόκιο στη φύλαξη της επιπλέον ρευστότητας και οι καταθέτες θα επανέλθουν.

Ουσιαστικά, η αύξηση των επιτοκίων έχει στόχο την ενίσχυση των καταθέσεων και τον περιορισμό της ρευστότητας και κατ’ επέκταση της ζήτησης στην αγορά, κάτι που θα πιέσει τις τιμές προς τα κάτω. Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα αποταμιεύουν περισσότερο και θα ξοδεύουν λιγότερο. Φυσικά, όπως είναι αντιληπτό, αυτό επηρεάζει αρνητικά την πορεία των οικονομιών.

H ΕΚΤ προβλέπει ένα δύσκολο φθινόπωρο, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που δημιουργείται, με τις σχέσεις Ρωσίας - Ευρώπης να χειροτερεύουν. Οι πιθανές αποκοπές στην παροχή φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την έλλειψη πρώτων υλών, όπως το σιτάρι, θα ενισχύσουν αναπόφευκτα τις προκλήσεις και τις πιέσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Υιοθέτηση αποτροπής του κατακερματισμού

Η απόφαση της ΕΚΤ, πέραν από την αύξηση των επιτοκίων, συμπεριλάμβανε την υιοθέτηση αποτροπής του κατακερματισμού, δηλαδή της δυνατότητας παρέμβασης της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων εκεί και όπου χρειάζεται, με τα φώτα να είναι στραμμένα σε χώρες όπως η Ιταλία (η οποία διανύει μια περίοδο πολιτικής αστάθειας), η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ουσιαστικά, η ΕΚΤ, μετά από εξέταση συγκεκριμένων κριτηρίων και αξιολόγηση της αγοράς κρατικών ομολόγων, ανά περίπτωση, θα επεμβαίνει ως ο ρυθμιστής των αγορών, περιορίζοντας το κόστος δανεισμού για κάποιες χώρες.

Οι όροι που θέτει η ΕΚΤ για ενεργοποίηση του συγκεκριμένου μηχανισμού, συμπεριλαμβάνουν, σε γενικές γραμμές, η οικονομία στην οποία παρέχεται στήριξη να μην βρίσκεται υπό καθεστώς υπερβολικού ελλείμματος, το δημόσιο χρέος να αξιολογείται ως βιώσιμο, να παρουσιάζονται ισχυρές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές και οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μην εμφανίζουν δημοσιονομικές ανισορροπίες. Ουσιαστικά η στήριξη της ΕΚΤ στις αγορές ομολόγων συνδέεται με την απόδοση και τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, κάτι που θυμίζει λίγο πολύ εποχές μνημονίου.

Κάθε νοικοκυριό όπως και κάθε επιχείρηση συγκροτούν τον οικογενειακό ή επιχειρηματικό προϋπολογισμό, ώστε να διασφαλίζεται για το κάθε άτομο, μέσα από το πέρασμα των χρόνων, ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένειά του, ενώ για τις επιχειρήσεις η βιωσιμότητα και η ανάπτυξή τους. Ο συγκεκριμένος προϋπολογισμός προσαρμόζεται στα δεδομένα που επικρατούν στην αγορά, αλλά και στο γενικότερο οικονομικό και πολιτικό κλίμα. Σε περιόδους αστάθειας, μεταβλητότητας και ύφεσης συνήθως οι καταναλωτές είναι πιο επιφυλακτικοί, ενώ σε περιόδους ευφορίας οι δαπάνες αυξάνονται.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σταδιακά οι νοοτροπίες των οικογενειών έχουν αλλάξει, αντιλαμβάνονται την αξία του σωστού σχεδιασμού, το «παθητικό εισόδημα», είτε αυτό είναι στη μορφή ενοικίων είτε μερισμάτων, και εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά κίνητρα σχεδιάζουν το μέλλον μέσω συνεισφορών σε ταμεία προνοίας ή με τη σύναψη ασφαλειών ζωής ανταποδοτικού χαρακτήρα.

Κάθε νοικοκυριό και κάθε άτομο ξεχωριστά προσπαθεί να κάνει τον δικό του προϋπολογισμό, υπολογίζοντας τις τωρινές και ενδεχόμενες ανάγκες της οικογένειάς του, τη διασφάλιση του μέλλοντος για τον ίδιο (π.χ. σύνταξη) και τα παιδιά του (π.χ. σπουδές) και επενδύοντας ή αποταμιεύοντας τα πλεονάσματα.

Το αυξημένο κόστος δανεισμού θα οδηγήσει σε επιβράδυνση των επενδύσεων και της κατανάλωσης, επιβαρύνοντας την προσπάθεια για οικονομική ανάπτυξη και δημιουργώντας παράλληλα ζητήματα στην αγορά εργασίας.

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι αυξήσεις στα καταθετικά επιτόκια θα εμφανιστούν μεταχρονολογημένα, με τις αυξήσεις στις αποταμιεύσεις να περιορίζουν τη ζήτηση στην αγορά και τις πληθωριστικές τάσεις. Σταδιακά, τα τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να απορροφήσουν την επιπλέον ρευστότητα, ενώ θα αποσύρονται σε βάθος χρόνου χρεώσεις που αφορούν την επιβολή αρνητικών επιτοκίων.

Η παρατεταμένη περίοδος πληθωριστικών πιέσεων, η οποία ενισχύεται και από τις γεωπολιτικές εντάσεις, προκαλεί αβεβαιότητα, με επενδυτές αλλά και νοικοκυριά να κάνουν δεύτερες σκέψεις σε σχέση με επενδύσεις ή κεφαλαιακές δαπάνες, αναβάλλοντάς τις για το μέλλον. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και τον περιορισμό της κατανάλωσης, δρουν αρνητικά όσον αφορά την ανάκαμψη των οικονομιών.

Το διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον είναι γεμάτο προκλήσεις και μεταβολές. Οι οικονομίες καλούνται πλέον να ξεχάσουν σταδιακά το περιβάλλον μηδενικών και χαμηλών επιτοκίων και να επαναπροσδιορίσουν τον στόχο και τον βηματισμό τους.