Η συνταγματική τροποποίηση για τον τρίτο βαθμό δικαστικής δικαιοδοσίας

Είναι γεγονός ότι το Σύνταγμα καθιέρωσε δύο βαθμούς ως δικαστική δικαιοδοσία, μάλιστα με δύο Ανώτατα Δικαστήρια (το ένα Συνταγματικό). Το Δίκαιο της Ανάγκης που εφαρμόστηκε το 1964 μετά την εκδήλωση της Τουρκανταρσίας κατά του νόμιμου Κράτους οδήγησε, για να διασωθεί η λειτουργία και ύπαρξη των κρατικών δομών και θεσμών, στην πρώτη βαθιά τομή στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης με την συγκέντρωση των εξουσιών των δύο Ανώτατων Δικαστηρίων του Συντάγματος, στο γνωστό έκτοτε ως Ανώτατο Δικαστήριο. Η δεύτερη βαθιά νομοθετική τομή ήταν η ίδρυση και λειτουργία το 2015 του Διοικητικού Πρωτόδικου Δικαστηρίου, που πρόβλεψε τη μεταφορά όλων των προσφυγών στο νέο Δικαστήριο. Ας μη διαφύγει της προσοχής πως για ό,τι αφορά τη διοικητική δικαιοσύνη υπήρχε κατά το Σύνταγμα ένας και μόνο βαθμός. Η τελευταία, τώρα, νέα, δέκατη έβδομη (κατά το δίκαιο της ανάγκης), τροποποίηση του Συντάγματος, αφορά τα Άρθρα 136, 144, 146 και 155, ενώ πρόβλεψε ότι θα πρέπει να ακολουθήσει, όπως και έγινε, η νομοθετική ρύθμιση.

Ήταν όμως αναγκαία πολιτικά, νομικά και πραγματιστικά αυτή η τροποποίηση; Συντελεί στην επίσπευση εκδίκασης των εκκρεμούντων υποθέσεων; Ενισχύεται η προώθηση της ταχείας εκδίκασης στο επίπεδο Επαρχιακών Δικαστηρίων; Ήταν άγνωστη δυνατότητα η «τριτοβάθμια» αυτή εξουσία ή μήπως εφαρμόστηκε ήδη στην πράξη από το Δικαστήριο, όταν προκλήθηκε περί τούτου και αφορούσε ειδικά στην εξαφάνιση ή διόρθωση μιας προφανούς ατέλειας ή σφάλματος μιας απόφασης δεύτερου βαθμού;

Το πρώτο δεδομένο είναι ότι η Νομολογία καταδεικνύει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε, πέραν από ό,τι το δίκαιο της ανάγκης ή το Σύνταγμα πρόβλεπαν δικαστικά, την τριτοβάθμια εξέταση, χάριν της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, το 2001, ενώ υπήρχε ήδη απόφαση Πενταμελούς Εφετείου, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ομόφωνα [σε διαφορά Διοικητικού Δικαίου (υπόθεση Πουλλή)], τόνισε: «Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένη ενέργεια ή συγκεκριμένο δικονομικό διάβημα για την κινητοποίηση του δικαστηρίου να εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση. Εφόσον τα γεγονότα που εκθέτουν την απόφαση σε ακύρωση περιέλθουν σε γνώση του, το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να θέσει το θέμα και να δράσει, αφού ακούσει πάντα ενδιαφερόμενο».

Σε άλλες αποφάσεις του ίδιου έτους, αφενός τονίστηκε: «… Η έγερση θέματος ενώπιον δικαστηρίου της Πολιτείας, είτε μέσω καθιερωμένου τύπου διαδικασίας, είτε με άτυπο διάβημα …» ήταν δυνατή, ενώ αφ’ ετέρου έγινε δεκτό με πολιτική έφεση ότι «η δίκαιη επί των αληθών γεγονότων δίκη είναι δικαίωμα που προστατεύει και το Άρθρο 35 του Συντάγματος». Ακολούθησε μεταξύ άλλων ανάλογων αποφάσεων και η Αναθεωρητική Έφεση Αδάμου με αίτημα επανανοίγματος που υπέβαλε μάλιστα και η ίδια η Νομική Υπηρεσία και στην οποίαν κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο ότι ήταν: «… ορθό να επανανοίξουμε την υπόθεση για να μην παραμείνει χωρίς επίλυση το θέμα, ακολουθώντας αναλογικά την πρακτική που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή, ως μέρος των εγγενών εξουσιών του Δικαστηρίου… Επιπλέον στη Sofocli ν. Leonidou επισημάνθηκε ότι ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία προς θεραπεία ατέλειας στη δικαστική διαδικασία, οποτεδήποτε τούτο επιβάλλεται από τη διασφάλιση της λειτουργίας του δικαστηρίου ως δικαστηρίου της δικαιοσύνης».

Άλλωστε, όπως λέχθηκε σε άλλη (Πολιτική Έφεση) από το 1992, «Δικαστική υπόθεση τερματίζεται με δικαστική πράξη», η οποία προφανώς πρέπει να είναι αποτέλεσμα δίκαιης δίκης. Συνεπώς, μια δικαστική απόφαση υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούσε να αναθεωρηθεί από το ίδιο το Δικαστήριο (ως μορφή τριτοβάθμιας παρέμβασης). Τούτο προβλέπεται ως καθήκον και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Συνεπώς και χωρίς τη νέα τώρα συνταγματική τροποποίηση, η τριτοβάθμια διαδικασία είναι καθήκον για την πλήρη απονομή της δικαιοσύνης.

Παράλληλα, όμως, την αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτής της τροποποίησης του Συντάγματος θα πρέπει να την εξετάσει κάποιος και υπό το πρίσμα των λόγων που οδήγησαν στη νέα Νομοθεσία και ειδικά σ’ ό,τι αναφέρει το «Προοίμιο» του τροποποιητικού για το Σύνταγμα Νόμου, όπου γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στην υπέρ του Ανωτάτου Δικαστηρίου «… συγκέντρωση μεγάλου εύρους δικαιοδοσίας, αρμοδιοτήτων και ευθυνών …». Θέση, η οποία, μαζί και με άλλες ανάλογες του Προοιμίου, ομοιάζουν ή τείνουν να θεωρηθούν ως θέματα αντιφατικά και άσχετα με το δίκαιο της ανάγκης και ως επέμβαση των δύο άλλων εξουσιών (Εκτελεστική και Νομοθετική) στη διακρινόμενη Δικαστική Εξουσία! Μάλιστα ομοιάζει η θέση αυτή με βαρύτατη σε σημασία επίκριση για το εύρος των αρμοδιοτήτων και ευθυνών του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το 1964.