Η εκταφή του ήρωα Αλέκου Κωνσταντίνου και η δεύτερη ταφή του στην Αμμόχωστο

Όπως επισημαίνει η ηρωομάνα Ελπινίκη: Ο Αλέκος θάφτηκε δυο φορές, μια στα Σπήλια και μια στην Αμμόχωστο. Και τις δυο στη διάρκεια της νύχτας, με φώτα αυτοκινήτου

Όπως είδαμε στο σημείωμα της περασμένης Κυριακής, οι τρεις από τους τέσσερεις ήρωες από την έκρηξη στα Κούρδαλι, ο Αντρέας Πατσαλίδης, ο Κώστας Αναξαγόρα κι ο Παναγιώτης Γεωργιάδης είχαν αναγνωριστεί και η ταφή τους έγινε νυχτιάτικα, διότι ο στρατός καθυστέρησε να παραδώσει τις σορούς τους στις οικογένειές τους. Πατσαλίδης και Αναξαγόρου θάφτηκαν σε κοινό τάφο στο χωριό τους Σπήλια-Κούρδαλι κι ο Παναγιώτης Γεωργιάδης επίσης στο χωριό του, τα Λειβάδια. Ο τέταρτος, που δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί, θάφτηκε σε ξεχωριστό τάφο, δίπλα από τον κοινό τάφο των δύο συναγωνιστών του.

Την άλλη μέρα πήρε το μαύρο μήνυμα η μάνα του «άγνωστου» ήρωα, του Αλέκου, η Ελπινίκη Κωνσταντίνου, που κατοικούσε στην Αμμόχωστο. Όπως η ίδια αφηγείται, την επισκέφτηκαν στο σπίτι της κοπέλες του συνδέσμου-ταχυδρόμοι της ΕΟΚΑ. Μαύρα φίδια την έζωσαν. Τα είχε χαμένα. Δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει. Ανέβηκε στο χωριό της, την Κακοπετριά, να βρει συγγενείς της να την βοηθήσουν. Κατέληξε στο σπίτι του Χρύσανθου Περατικού, που η γυναίκα του ήταν πρώτη της ξαδέλφη, και τους είπε τον σκοπό της επίσκεψής της. Η κόρη του Χρύσανθου, Ξένια, που ήταν της ΑΝΕ, μετά από συνεννόηση με τη μάνα του Αλέκου ήρθε σ’ επαφή μαζί μου για να μου μεταφέρει την είδηση. Πήγα στον νονό μου Αντρέα Παπαδόπουλο, που ήταν τοπικός υπεύθυνος της ΕΟΚΑ, και τον ενημέρωσα για το μήνυμα της Ξένιας. Μου είπε ότι γνώριζε την πληροφορία και ότι πρέπει να ενεργήσω να βοηθηθεί η κυρία Ελπινίκη.

elpinikiii.JPG

Η Ελπινίκη Κωνσταντίνου (πέμπτη από αριστερά) με άλλους γονείς και συγγενείς ηρώων, τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών και Άμυνας, Χριστόδουλο Βενιαμίν, τον πρώην Μητροπολίτη Μόρφου Χρύσανθο, τον τότε έπαρχο Γεώργιο Χαραλαμπίδη και τον τότε Γ.Γ. του Συνδέσμου Αγωνιστών, Ανδρέα Τσαγγαρίδη, κατά το μνημόσυνο των ηρώων Κούρδαλι, Ανδρέα Πατσαλίδη, Αλέκου Κωνσταντίνου, Παναγιώτη Γεωργιάδη και Κώστα Αναξαγόρα.

Εκείνοι που βοήθησαν για την εκταφή του νεκρού ήταν ο Λοχίας της Αστυνομίας, Δήμος Βοσκαρίδης και ο Διευθυντής του Σανατορίου Κυπερούντας, Ιορδάνης Χριστοδουλίδης. Εγώ περιορίστηκα στην ετοιμασία της υποδοχής του Αλέκου, όταν το αυτοκίνητο με τη σορό του θα περνούσε από το χωριό μας με προορισμό την Αμμόχωστο. Ο Λοχίας Βοσκαρίδης είχε λογομαχήσει με τον επικεφαλής των στρατιωτών, διότι δεν επέτρεπε την εκταφή του νεκρού, παρά τα σχετικά ιατρικά έγγραφα του γιατρού Χριστοδουλίδη. Επίσης ο Βρετανός αξιωματικός ζήτησε πιστοποιητικό από τη διοίκηση Αμμοχώστου, ότι ο Αλέκος ήταν κάτοικος της πόλης. Η χαροκαμένη Ελπινίκη γύρισε στην Αμμόχωστο και πήρε την άλλη μέρα το πιστοποιητικό από τη διοίκηση. Πέρασε από το Νοσοκομείο Λευκωσίας και πήρε φάρμακο για την εκταφή, με τα σχετικά ιατρικά έγγραφα. Αφηγείται η χαροκαμένη μάνα: «Τρεις μέρες γυρίζαμε νηστικοί, ξεθεωμένοι, μόνες μας οι γυναίκες με κάτι γέρους. Πήγαμε στα Σπήλια. Καθίσαμε κάτω από τον δρυ στο νεκροταφείο των Σπηλιών και περιμέναμε να έλθει ο γιατρός για την εκταφή».

Η εκταφή και η αναγνώριση

Και συνεχίζει την εξιστόρηση των δραματικών στιγμών που έζησε την εφιαλτική εκείνη μέρα η Ελπινίκη Κωνσταντίνου: «Τον ξέθαψαν για να γίνει η αναγνώριση. Είχε και ένα δόντι μικρό, πολύ χαρακτηριστικό. Ήταν ένα δοντάκι ψηλά από τα άλλα δόντια. Τα έβγαλε όταν ήταν πολύ μικρός, τότε που άλλαζε τα πρώτα του δοντάκια. Δεν φαινόταν παρά μονάχα όταν γελούσε, ήταν στο τρίτο δόντι δίπλα από τα δύο μπροστινά. Τον κατάλαβα και από αυτό. Εκεί που τον ξεθάψαμε και έγινε η αναγνώριση, είχε και Άγγλους υπεύθυνους. Δεν μας τον άφηναν να τον πάρουμε. Ήθελαν να τον θάψουμε πάλι στο ίδιο μέρος. Επενέβη ο Βοσκαρίδης. Δικός μας αστυνομικός. ‘‘Αφού βλέπετε την επιμονή του κόσμου -τους είπε- να τους δοθεί για ταφή, για ν’ αποφευχθούν μεγαλύτερες φασαρίες’’».

Στη συνέχεια η χαροκαμένη Ελπινίκη ιστορεί με λεπτομέρεια τι συνέβη από το κοιμητήριο των Σπηλιών, μέχρι να φθάσει η νεκρική πομπή στην Αμμόχωστο. Τα δυο τζιπ, που ήταν μπροστά από την αυτοκινητοπομπή, πήγαιναν πολύ αργά και μόνον όταν έφθαναν σε χωριά ανέπτυσσαν ταχύτητα, για να μη δίδουν την ευκαιρία στα πλήθη που ανέμεναν τον ήρωα να του επιφυλάξουν τιμητική υποδοχή. Αφορμή της στάσης αυτής των Βρετανών στάθηκε η μεγαλειώδης υποδοχή που επιφύλαξαν οι κάτοικοι της Κακοπετριάς, στο βλαστάρι του χωριού τους. Είχαν συγκεντρωθεί σύσσωμοι στην πλατεία του χωριού κι έφραξαν το δρόμο, αψηφώντας τους ένοπλους στρατιώτες που προηγούντο της πομπής. Νέοι και νέες της ΑΝΕ είχαν στρώσει ένα περίπου μίλι της ασφάλτου με κλωνάρια δάφνης και μυρσίνης. Επίσης είχαν ετοιμάσει στεφάνια με δάφνες, μυρτιές και λουλούδια του καλοκαιριού, για να τα εναποθέσουν στο φέρετρο του ήρωα συγχωριανού τους, ενώ η καμπάνα του χωριού ηχούσε πένθιμα.

fdsdf.JPG

Ο Αλέκος Κωνσταντίνου με τ’ αδέλφια του, Παρασκευή (αριστερά), Φίλιππο και Λουκία.

Σ’ εμένα έπεσε πάλι ο κλήρος, μέσα σε δυο μέρες, να πω το στερνό αντίο στον φίλο, ήρωα συγχωριανό μου. Εγώ έπρεπε να υμνήσω τη θυσία του στον βωμό της λευτεριάς, να εκφράσω τον θαυμασμό των συγχωριανών του, την ευγνωμοσύνη και την περηφάνια τους γι’ αυτόν. Μου δόθηκε η ευκαιρία να επαναλάβω τη στερρά και αμετάκλητη απόφαση του λαού μας να συνεχίσουμε τον τίμιο αγώνα μέχρις εσχάτων, μέχρι να φιλήσει την Κύπρο μας η λευτεριά, μέχρι την άγια μέρα της Ένωσης με τη Μάνα Ελλάδα. Επίσης, με δακρύβρεχτα μάτια τόνισα μπροστά στους Βρετανούς στρατιώτες ότι κανένας μας δεν θα εγκαταλείψει τον αγώνα, κανένας δεν θα ντροπιάσει τα όπλα τα ιερά, που ο Αλέκος και οι άλλοι ήρωες της ΕΟΚΑ τίμησαν. Η φωνή μου παλλόταν από ιερή συγκίνηση και συχνά σταματούσα, διότι με έπνιγαν οι λυγμοί. Για να πω την αλήθεια, όταν είπα τις τρεις πρώτες γραμμές, πήρα φόρα. Δεν κοίταζα στο κείμενο που είχα ετοιμάσει. Άλλωστε, οι λυγμοί δεν μου επέτρεπαν να διαβάσω. Συνεπαρμένος από ενθουσιασμό και ιερή συγκίνηση, με παλμώδη, μεν, αλλά, διακοπτόμενη φωνή, εξήρα τη θυσία του ήρωα και στιγμάτισα τους δολοφόνους του λαού μας. Τέλος διαβεβαίωσα τον ήρωά μας ότι πάντοτε θα τον έχουμε στην καρδιά και στον νου στις πράξεις μας στον αγώνα για λευτεριά της σκλάβας πατρίδας. Τον διαβεβαίωσα ακόμη ότι τον θεωρούμε δικό μας άνθρωπο, γνήσιο Κακοπετρίτη κι ας έφυγε μικρός από το χωριό μας στην Αμμόχωστο κι ερχόταν τα καλοκαίρια για εξοχή, κοντά στη γιαγιά του, μάνα της μάνας του, τον αγωνιστή πατέρα του, τ’ αδέρφια του και τους πολλούς συγγενείς και φίλους του. «Δεν σε χαρήκαμε εμείς. Σε χάρηκε η Αμμόχωστος», του είπα, «όμως ήλθες κοντά μας να δοξαστείς και να περάσεις στην αθανασία, εδώ στον τόπο όπου γεννήθηκες».

Τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές με τις ιαχές του πλήθους «άξιος, τιμημένος, ήρωας, αθάνατος» δονούσαν την ατμόσφαιρα. Και οι Βρετανοί, που ηγούντο της πομπής, παρακολουθούσαν αμήχανοι την εθνική εκείνη μυσταγωγία. Μάταια προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν δρόμο και χρειάστηκαν αρκετά λεπτά να σπρώξουν τον κόσμο για να προχωρήσουν τ’ αυτοκίνητα. Στη Γαλάτα και την Ευρύχου πήραν έγκαιρα μέτρα και δεν επέτρεψαν στ’ αυτοκίνητα της πομπής να σταματήσουν. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα χωριά. Στην Αφάνεια, ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα έφραξε τον δρόμο και η πομπή αναγκάστηκε να πισωγυρίσει, μέχρι που βρήκε πλαγιόδρομο, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι κάτοικοι και έδωσαν νερό στους ταλαιπωρημένους που ακολουθούσαν την πομπή, για να δροσιστούν. Μετά από στάση ενός περίπου τετάρτου της ώρας η πομπή συνέχισε απρόσκοπτα την πορεία προς την Αμμόχωστο, όπου έφθασε στις οκτώ η ώρα, και βρήκαν την πόλη υπό κατ’ οίκον περιορισμό, το μισητό «κέρφιου».

Αφηγείται η ηρωομάνα Ελπινίκη: «Φτάσαμε στο Βαρώσι η ώρα οκτώ το βράδυ, όπου είχαν βάλει κατ’ οίκον περιορισμό οι βρετανικές Αρχές από ή ώρα έξι. Στο Τέσσερα Μίλι του Βαρωσιού μάς έκοψε το κέρφιου για να μην μπούμε μέσα στην πόλη. Ο Δήμαρχος του Βαρωσιού κύριος Αντρέας Πούγιουρος τούς παρακάλεσε να μας αφήσουν, τουλάχιστον, να φτάσουμε στον προορισμό μας. Θυμάμαι, έβαζαν συρματοπλέγματα να μας κόψουν και όσο φυρμένη κι αν ήμουν, κατέβηκα, έπιανα τα συρματοπλέγματα και τα πετούσα. Έγινα θηρίο. Άφησαν τελικά το γιο μου να περάσει και δεν άφηναν εμάς. Θυμάμαι που τους έλεγα: Ή αφήστε με ή σκοτώστε με. Μας άφησαν».

Εκεί ανέμενε την πομπή νέα ταλαιπωρία. Χιλιάδες Αμμοχωστιανοί είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του ήρωα και τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά οι Βρετανοί έκλεισαν τους δρόμους που οδηγούσαν εκεί, οπότε το συγκεντρωμένο πλήθος συγκρούστηκε με τους στρατιώτες. Οι δρόμοι γύρω από το σπίτι του ήρωα μετατράπηκαν σε πεδίο μάχης. Τελικά άφησαν μόνο ελάχιστους να πάνε στο κοιμητήριο για την ταφή του ήρωα. Τον περισσότερο κόσμο τον εμπόδισαν να παραστεί. Επίσης, τις εκατοντάδες των αυτοκινήτων με κόσμο, που ακολουθούσαν την πομπή, τα ανέκοψαν στο Τέσσερα Μίλι οι στρατιώτες και απαγόρευσαν αυστηρά την είσοδο στην πόλη. Δεν μπόρεσαν, όμως, να εμποδίσουν χιλιάδες πολίτες, που συνέρρεαν στο κοιμητήριο από διάφορες κατευθύνσεις, για να παραστούν στην κηδεία.

Θυμάται η κυρία Ελπινίκη: «Όταν φτάσαμε στην εκκλησία, με ρώτησε ο φίλος του γιου μου, ο Δημητράκης Παπαδόπουλος, από τα Πυργά: ‘‘Τι θα κάνουμε τώρα μητέρα;’’. Μητέρα με φώναζαν οι φίλοι του Αλέκου μου. ‘‘Θα τον θάψουμε τώρα ή θα τον αφήσουμε ώς αύριο;’’. Εγώ ήθελα να τον αφήσουμε ώς την άλλη μέρα, όμως, τόσο ο Δημητράκης, όσο και ο Καψουλάρης -κι αυτός φίλος και συναγωνιστής του ήρωα- φίλοι του γιου μου, αποφάσισαν να τον θάψουμε, αφού είχε σπάσει το κέρφιου και μαζεύτηκε ο κόσμος. Τον θάψαμε νύχτα, με τα φώτα αυτοκινήτου…». Και μια σύμπτωση, που την επισημαίνει η ηρωομάνα Ελπινίκη: Ο Αλέκος θάφτηκε δυο φορές, μια στα Σπήλια και μια στην Αμμόχωστο. Και τις δυο στη διάρκεια της νύχτας, με φώτα αυτοκινήτου.

Έχουν περάσει από τότε 64 χρόνια και ο Αγώνας της ΕΟΚΑ παραμένει αδικαίωτος. Λάθη Αθήνας και Λευκωσίας οδήγησαν την Κύπρο από την Ένωση, στη διχοτομική Ζυρίχη, απότοκο της οποίας υπήρξε η τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963-64, που έφερε την εισβολή του Αττίλα και τη διχοτόμηση το 1974. Καιρός είναι Αθήνα και Λευκωσία να χαράξουν κοινή γραμμή πλεύσης, για τη σωτηρία όχι μόνο της Κύπρου, αλλά και του Αιγαίου και της Θράκης. Ο νεοσουλτάνος της Άγκυρας μάς κρούει απροκάλυπτα με ιταμότητα τα σχέδιά του σε βάρος του Ελληνισμού. Η εθνική ενότητα κι ετοιμότητα επιβάλλονται όσο ποτέ άλλοτε.