Ρωσοτουρκικό παίγνιο εν μέσω σύγχρονων διεθνοπολιτικών μεταβολών

Η διαλαμβανόμενη προσέγγιση Ρωσίας - Τουρκίας, που εκτυλίσσεται εν μέσω μεγάλων διεθνών κρίσεων και ανακατατάξεων, όπως η ουκρανική και η μεσανατολική τοιούτη, συνιστά ένα ιστορικό παράδοξο των δύο κρατικών οντοτήτων επί διαφόρων επιπέδων, που άπτονται τόσο των διεθνοπολιτικών στοχεύσεων, όσο και εν προκειμένω εδαφικών διεκδικήσεων.

Τα κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα συνιστούν κινήσεις σαφώς τακτικής υφής από ρωσικής πλευράς, μη παραπέμπουσες σε βηματισμούς ουσιαστικής πολιτικής σύγκλισης στρατηγικού επιπέδου προς την Άγκυρα, προβάλλοντας κατά ταύτα ένα καινοφανές πλαίσιο δυνητικά επερχόμενης πολιτικής διαδρομής. Υπενθυμίζεται κατά ταύτα πως στην ιστορική πορεία των δύο χωρών, κατά το μάλλον ή ήττον, δεν ιχνηλατείται σύγκλιση συμφερόντων και στοχεύσεων.

Σήμερα, οφείλει κανείς να παρατηρήσει πως, παρά το ιστορικό, εν πολλοίς ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό ενίοτε παρελθόν των δύο χωρών, η ρωσο-ουκρανική κρίση κατάφερε να φέρει πιο κοντά τη Ρωσία με την Τουρκία, δεδομένου ότι η πρώτη αναζητεί σωσίβια στη Δύση για να μπορέσει να αντιμετωπίσει προβλήματα συγκρουσιακής απομόνωσής της, που επιχειρεί ο αγγλοαμερικανικός και γερμανικός άξονας, πράγμα το οποίο στις διεθνείς σχέσεις και προβλέψιμο μπορεί να είναι και όχι πρωτοφανές.

Αυτό δημιουργεί μία νέα συνιστώσα στο διεθνές πεδίο, στον βαθμό που η Τουρκία είναι μέρος του ΝΑΤΟ, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τη λογική και τη φιλοσοφία της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας, η οποία παραδοσιακά αντιλαμβάνεται τη Μόσχα ως το αντίπαλον δέος, πολύ δε περισσότερο σήμερα, όπου η αναβίωση του ΝΑΤΟ συνιστά μια νέα πραγματικότητα των διεθνών δεδομένων.

Η Άγκυρα, κατά ταύτα, έχοντας, ήδη, λόγω του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και της γεωπολιτικής της θέσης αναβαθμιστεί γεωστρατηγικά, επιχειρεί, διά της σύμπραξης με τη Μόσχα, να εμπεδώσει τον ρόλο και τη θέση μιας χώρας, που δύναται να αποφασίζει ανεξαρτήτως περιφερειακών και άλλων δεδομένων μόνη, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις και με βάση εθνικά κριτήρια, αυτοπροβαλλόμενη κατά ταύτα και ως «γέφυρα» μεταξύ Δύσης και Ανατολής, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως γεωστρατηγικά. Η κατά τα ανωτέρω τουρκική προβολή πολιτικής παρουσίας αποβλέπει στην επίτευξη του μέγιστου δυνατού εθνικού οφέλους, τόσο από τη Δύση, όσο και από την Ανατολή.

Η εν προκειμένω καταγραφείσα πολιτική εξέλιξη θα μπορούσε να επιφέρει μέσω Μόσχας και το προσδοκώμενο αναγκαίο για μια επί θύραις οιονεί καταρρέουσα τουρκική οικονομία, σωσίβιο σωτηρίας.

Η Ρωσία, από την άλλη, στο πλαίσιο των κυρώσεων, που έχουν επιβληθεί από τη Δύση, όπως τούτη αποτυπώνεται ως Αμερική και Ευρώπη, υποχρεώθηκε να καταρτίσει έναν κατάλογο κρατών, τα οποία αποκαλεί μη φιλικά προς την ίδια, εφόσον συμμετέχουν στο πλαίσιο των κυρώσεων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η Αθήνα.

Η Τουρκία, κατά τα ειωθότα της πολιτικής, φρόντισε να παραμείνει στην πρώτη φάση της σύγκρουσης εκτός αντιπαράθεσης, συνομιλώντας και με τους δύο και επιχειρώντας, εν προκειμένω, το πρωτοφανές, δηλαδή να διαδραματίσει ρόλο διαμεσολαβητή ειρήνης!

Σε συνέχεια των ανωτέρω και δεδομένης της τουρκικής, ούτω καλούμενης ουδετερόφιλης στάσης ως προς το Ουκρανικό, αναμένεται από την Άγκυρα, πως η Μόσχα, κατά το μάλλον ή ήττον, θα κινηθεί ευνοϊκά προς τα τουρκικά συμφέροντα, ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και δη έναντι της Κύπρου, εγκαταλείποντας την παραδοσιακή υποστήριξη που προσφέρει στο Συμβούλιο Ασφαλείας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό, όμως, κρίνεται ως a priori εξαιρετικά δυσχερώς να το επιτύχει η Άγκυρα, στον βαθμό που η ρωσική πολιτική έναντι της Κύπρου δεν είναι ούτε σημερινή, ούτε τυχαία, ενώ κινείται ανεξαρτήτως των σχέσεών της με την Αθήνα. Έλκει δε την καταγωγή της στη δεκαετία του 1960, όπου η Ρωσία, τόσο ως πολιτική και ως παράγων οικονομίας και γεωστρατηγικής, έχει αποτυπώσει ένα εξαιρετικά ευνοϊκό πλαίσιο υποστήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπερ και εντάσσεται στη γενικότερη προσέγγιση της Μόσχας επί της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Επομένως και εν κατακλείδι, το παράδοξο τής κατά τα ανωτέρω τωρινής σύμπραξης Ρωσίας – Τουρκίας δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ανατροπές στρατηγικής υφής, αλλά θα περιοριστεί σε ζητήματα οικονομικών συνεργασιών, κυρίως, αλλά και προσεγγίσεις τακτικής υφής στο πλαίσιο μιας από τη Μόσχα επιχειρούμενης διάσπασης του δυτικού συστήματος ασφάλειας και απομείωσης του κόστους των δυτικών κυρώσεων, ενώ από την Άγκυρα θα συνεχιστεί η επιχειρούμενη μεγαλοϊδεατική προσέγγιση οικοδόμησης ενός αυτόνομου πόλου μεταξύ Δύσης και Ανατολής.