Αθήνα και Λευκωσία: Στρατηγικών συμπράξεων συνακόλουθα

Η πρόσφατη ανακοίνωση των εταιρειών Total και ENI για ανακάλυψη φυσικού αερίου στο τεμάχιο 6 της κυπριακής ΑΟΖ και η πρόβλεψη για συνέχεια στις γεωτρήσεις, πέραν του σημείου Cronos-1, εστιάζουν εκ νέου το ενδιαφέρον στην περίπτωση της Κύπρου για τα επόμενα βήματα, διασυνδέοντάς τα με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και την ενεργειακή επάρκεια, όσο και με τα τεκταινόμενα στο νησί αναφορικά προς εκφάνσεις του κυπριακού προβλήματος.

Ως προς το τελευταίο, ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, έσπευσε να υπενθυμίσει την τουρκική θέση, εντασσόμενη και στη «Γαλάζια Πατρίδα» περί δικαιωμάτων της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η Τουρκία κατέχει παρανόμως το βόρειο τμήμα της Κύπρου και το εποικίζει.

Αυτή η οπτική ουσιαστικά δημιουργεί την εικόνα ενός απόλυτου παραλογισμού, στον βαθμό που η Τουρκία αφενός δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη της ΚΔ, η οποία και έχει την ευθύνη του κοιτάσματος και αφετέρου γιατί το κοίτασμα ανευρέθη στις περιοχές ελέγχου της ΚΔ, δηλαδή της ελεύθερης περιοχής της Κύπρου και όχι στο βόρειο κατεχόμενο τμήμα, στο οποίο ασκεί de facto, παρανόμως δε, εξουσία η Άγκυρα.

Επί του παρόντος, όπως και διαχρονικά για την Τουρκία, η Κύπρος παραμένει χώρος διεκδικητικής προσάρτησης, επιδιώκοντας τη δημιουργία συνθηκών «φινλανδοποιημένης» ζώνης. Αυτό εκδηλώνεται και στην αξίωση της Τουρκίας να συμμετέχει στην εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και οποιουδήποτε άλλου υποθαλάσσιου πλούτου, ο οποίος ανευρεθεί στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.

Η αφετηρία της λογικής μιας εταιρικής σχέσης αντλεί ερεθίσματα από την περίοδο ίδρυσης και λειτουργίας του κράτους της Κύπρου. Η Τουρκία επιστρατεύει το επιχείρημα της εγγυήτριας δύναμης, όπως και των ούτω καλουμένων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων με βάση τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, τις οποίες, όμως, η ίδια ειρήσθω εν παρόδω παραβιάζει διαρκώς και απροκάλυπτα.

Η λογική του 50-50 δεν εντυπωσιάζει, καθώς οι Τούρκοι, ανεξαρτήτως του αν έχουν δικαίωμα, θεωρούν πως πρέπει να αποδίδουν στον εαυτό τους δικαιώματα, εκεί που δεν έχουν, όπερ και παραπέμπει στην παράσταση, που διαχρονικά διαμορφώθηκε πριν και μετά τη Ζυρίχη ότι η Κύπρος συνιστά ένα ελληνοτουρκικό πεδίο, όπου έχουν επί ίσοις όροις δικαιώματα η Τουρκία διά των Τουρκοκυπρίων και η Ελλάδα διά των Ελλήνων. Επομένως, το 50–50 συνιστά την αφετηρία του σχεδίου για έναν προοδευτικό ολοκληρωτικό έλεγχο της Κύπρου. Αντίστοιχη οπτική της Τουρκίας αφορά και στο Αιγαίο, το οποίο, ως γνωστόν, σύμφωνα με αυτήν την οπτική, θα πρέπει να διαμοιραστεί στο μέσο. Η ιδέα είναι γεωφυσική και όχι πληθυσμιακή ή πολιτιστική ή στηριζόμενη σε διεθνείς συνθήκες και διεθνοδικαιικές πραγματώσεις.

Η κατά τα ανωτέρω πολιτική της Τουρκίας εδράζεται σε ένα ηγεμονικό σύνδρομο, από το οποίο δεν απαλλάσσεται η ηγεσία της Τουρκίας, ανεξαρτήτως του αν είναι κεμαλική ή ερντογανική τοιούτη. Η παραδοχή αυτή της ύπαρξης της συνθήκης επεκτατικής επιθετικής πορείας του σύγχρονου τουρκικού κράτους δεν αντιμετωπίζεται, ούτε με ευχολόγια, ούτε με παρακλήσεις, ούτε φυσικά και με κατευναστικές πολιτικές.

Σε ένα τέτοιο σκηνικό, η Κύπρος δεν έχει κανένα λόγο να προσαρμοστεί στις καθ’όλα, όχι μόνο ανεδαφικές, αλλά και παράλογες απαιτήσεις της Άγκυρας, αλλά αντιθέτως οφείλει να διεκδικήσει τα δικαιώματα και τα οφέλη, που παράγει ο πλούτος, που προέρχεται από τα κοιτάσματα των εδαφών και του υπεδάφους της υπερασπιζόμενη ομού και μετά συμμάχων την επικράτεια και την κυριαρχική της διάρθρωση. Ως προς το τελευταίο, δεδομένου μάλιστα ότι γαλλικές εταιρείες είναι εκείνες που συνέτειναν καθοριστικά στην εξεύρεση του κοιτάσματος, παρουσιάζεται μια δυνατότητα προβολής αποτρεπτικής ισχύος από μια μεγάλη δύναμη, όπως η Γαλλία, όπου δικαιωματικά υπερασπιζόμενη την Κύπρο, προασπίζεται και δικά της συμφέροντα στην Αν. Μεσόγειο.

Συναφώς προς τα ανωτέρω και σε αναφορά προς το νέο εύρημα στην κυπριακή ΑΟΖ οφείλει κανείς να υπογραμμίσει πως αυτή η εξέλιξη έχει ισχύ που αφεύκτως ανατρέχει και στην πολιτική διαπραγμάτευση για το Κυπριακό. Η αξιοποίηση του δεδομένου αυτού, σε συνάρτηση με το διεθνές ενδιαφέρον, ιδιαιτέρως μάλιστα σε μια στιγμή, που οι σχέσεις Αθήνας - Ουάσιγκτον διάγουν περίοδο μεγάλης ευφορίας εν αντιθέσει προς τις εν πολλοίς κακές αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αποτελεί conditio sine qua non για την περαιτέρω ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης της Κύπρου και του Ελληνισμού στην περιοχή.