Η αυθαιρεσία και διαπλοκή. Ευθύνες και ατιμωρησία

Η Εκτελεστική Εξουσία και η Βουλή προώθησαν με συναινετικές και αντιπαραθετικές ενίοτε απόψεις και ήδη επέφεραν τη 17η τροποποίηση του Συντάγματος με κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό του τρόπου και του χρόνου των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης, μάλιστα και σε τρίτο βαθμό. Η Κυπριακή Δικαιοσύνη, που έκρινε μετά την εκδήλωση της Τουρκανταρσίας του 1963-64 ότι είναι νομικά και πραγματικά επιβεβλημένη η επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης για να διασωθεί η λειτουργία του Κράτους, έτυχε μετά από τότε, δύο μεγάλων Συνταγματικών τροποποιήσεων, ώστε να επιτύχει την πλήρη και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι προηγήθηκε το 2015 η 8η τροποποίηση του Συντάγματος (δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου) και τώρα με τη 17η τροποποίηση επέρχεται μια βαθύτατη τομή, μεγάλων αλλαγών και προσδοκιών.

Όμως, ανεξάρτητα με το εάν θα επιτύχουν οι προσδοκίες αυτές, παραμένει ακατανόητο ως περίπτωση ΜΗ εκπλήρωσης της οφειλόμενης συνταγματικής τάξης το ότι δεν υπήρξε θέσπισης Νομοθεσίας που να επιτρέπει στον δικαιωθέντα από το Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος πολίτη να εξαναγκάσει τη διοίκηση, στο να συμμορφωθεί και να εφαρμόσει ουσιαστικά και πραγματικά το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

Η μη εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής για «ενεργό συμμόρφωση» από πλευράς διοίκησης δεν μπορεί να μην επιφέρει συνέπειες. Είναι θέμα χρηστής διοίκησης και ίσης αντιμετώπισης από το δίκαιο κάθε παρανομίας. Και, όμως, παρά τις πολλαπλές και για χρόνια επικρίσεις συντρέχει μια παράδοξη αποφυγή καθιέρωσης νομοθετικά αυτής της ανάγκης για θέσπιση συνεπειών. Ατιμωρησία και αντισυνταγματική στάση που συντέλεσε και συντελεί στην κρατική αλαζονεία της εξουσίας ότι, ούτε η νομιμότητα γενικά αλλά ούτε οι Δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν, δήθεν, σημασία, για επιβεβαίωση της έννοιας του κράτους δικαίου.

Πρόκειται για ένα τεράστιο κενό ιδιαίτερα μετά την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και παρά τη Νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου που υπέδειξε εδώ και πολλά χρόνια τα εξής στην Αναθεωρητική Έφεση 27/09 ότι:

«Η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης περιλαμβάνει και την εφαρμογή των διοικητικών δικαστικών αποφάσεων…

»Η καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Hornsby v Greece, Application no. 18357/91, ημερομηνίας 19.3.1997, έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης των διοικητικών Αρχών προς της δικαστικές αποφάσεις. Κρίθηκε πως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη θα ήταν άνευ περιεχομένου εάν η εθνική έννομη τάξη ενός συμβαλλόμενου κράτους επέτρεπε τη μη εφαρμογή μίας οριστικής δεσμευτικής δικαστικής απόφασης, ενώ υποδείχθηκε παράλληλα η σύμπτωση των συμφερόντων των διοικητικών Αρχών, οι οποίες αποτελούν συστατικό στοιχείο κράτους υποκείμενου στο κράτος δικαίου, με την ανάγκη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η αποτελεσματική προστασία ενός διαδίκου, ειδικά σε διοικητικές δικαστικές διαδικασίες, και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών Αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις. Όταν οι διοικητικές Αρχές αρνούνται ή αποτυγχάνουν ή καθυστερούν να συμμορφωθούν, οι εγγυήσεις, που απολαμβάνει ο διάδικος δυνάμει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ κατά τη δικαστική φάση της διαδικασίας στερούνται του σκοπού τους (devoid of purpose). Οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ εναντίον της Ελλάδας στην Hornsby και άλλες υποθέσεις που την ακολούθησαν, τελικά οδήγησαν την ελληνική πολιτεία στην αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων και την ψήφιση του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3068/2002 αναφορικά με τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, ο οποίος καθιερώνει ένα σύστημα ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης».

Ένα κενό που έπρεπε όντως να λυθεί νομοθετικά από το 2003-2004, με την τότε σχετική πρόταση Νόμου που τελικά βραχυκυκλώθηκε, όχι τυχαία, ως καταδεικνύει η διαχρονική παραβατικότητα της εκάστοτε εξουσίας!