Ταϊβάν: Ένας οιονεί διεκδικούμενος χώρος

Μετά την πρόσφατη επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι, Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, στο Κοινοβούλιο της Ταϊβάν, δι’ αυτής δε και της εκπεφρασμένης υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ταϊπέι, επανέρχεται στο προσκήνιο κατά τρόπον ενεργοποιημένο και σαφώς κλιμακούμενο η διαμάχη Κίνας – Ταϊβάν, ενώ αναφύονται και προβληματισμοί ως προς την εν προκειμένω προσέγγιση της Ουάσιγκτον προς την Ταϊπέι. Αντιστοίχως, τίθενται ερωτηματικά ως προς τις επόμενες κινήσεις ενός κατά ταύτα ευρισκόμενου σε έντονη δυσαρέσκεια και εκνευρισμό Πεκίνου.

Η κατά τα ανωτέρω επίσκεψη προσεγγίζεται και με δεδομένη την υφιστάμενη, δυναμικώς τρέχουσα δυνάμει αναδιάταξη δυνάμεων στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, σηματοδοτούμενη κατά την επομένη μέρα των επί του φλέγοντος ουκρανικού πεδίου διεθνοπολιτικών εξελίξεων.

Καταγράφεται πως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, του πέραν του 1.4 δις πληθυσμού, αντιλαμβάνεται την Ταϊβάν ως ένα νησί, το οποίο αποτελεί αποσχισθέν τμήμα της κινεζικής επικράτειας, επί του οποίου το Πεκίνο ασκεί συνολικό έλεγχο. Το πιο πάνω σχήμα αναφέρεται σε μια πάγια θέση του Πεκίνου περί εδαφικής ακεραιότητας της «Μιας Κίνας». Ως αναγνωρισμένο υποκείμενο διεθνούς δικαίου, η Κίνα, η οποία συνιστά και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, διατηρεί θέση στον ΟΗΕ, βάσει της οποίας εκπροσωπεί και την Ταϊβάν.

Ανατρέχοντας στο ιστορικό πλαίσιο των διαδραματιζομένων, σημειώνεται πως, με τη λήξη του Κινεζικού Εμφυλίου, επικρατεί ο Μάο Τσε Τουνγκ, ο οποίος αναλαμβάνει επικεφαλής της Κομμουνιστικής Κίνας. Ο αντίπαλός του, επικεφαλής του εθνικιστικού κόμματος, Κουόμιτανγκ, Τσιανγκ Κάι Σεκ, μετακινείται το 1949 στην Ταϊπέι, όπου και παραμένει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, μετά τη λεγόμενη «διπλωματία του πινγκ πονγκ» και την προσέγγιση του Αμερικανού Προέδρου, Ρίτσαρντ Νίξον, και του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, Χένρι Κίσινγκερ, με το Πεκίνο, διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Ταϊβάν, αναγνωρίζοντας τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως την μοναδική διεθνή εκπροσώπηση της κινεζικής οντότητας.

Έκτοτε, η Ταϊβάν των 23 και πλέον εκατομμυρίων πολιτών, που αποκαλεί τον εαυτό της «Δημοκρατία της Κίνας», συνιστά μία σε οικονομικό κυρίως πλαίσιο φίλα προσκείμενη προς τη Δύση οντότητα, διεκδικώντας την ανεξαρτησία και την αυτονομία της. Δεδομένης της μη αναγνώρισης της Ταϊβάν ως ανεξάρτητου υποκειμένου διεθνούς δικαίου από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, έχει παρά ταύτα αναπτύξει πολυεπίπεδες εμπορικές, οικονομικές, πολιτιστικές σχέσεις με άλλα κράτη. Σημαντικός αριθμός κρατών διατηρεί γραφεία και ανεπίσημες εκπροσωπήσεις εκεί, όπου συχνά επιτελούνται παρόμοιες λειτουργίες με εκείνες των πρεσβειών, χωρίς παρά ταύτα να ονοματίζονται «πρεσβείες».

Ένεκα της ιδιαιτέρως σημαντικής στρατηγικής της θέσης και σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα, η Ταϊβάν, παρά τη μη διεθνή αναγνώρισή της από τις ΗΠΑ, διατηρεί στενούς δεσμούς με την Ουάσιγκτον. Η ενίσχυση αυτών των δεσμών επιδιώκεται και σήμερα μέσα από την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι, προκειμένου να διατηρηθεί και να αναβαθμιστεί μια αμερικανική εποπτική παρουσία ισχύος και ανάπτυξης ελέγχου στην περιοχή του Ειρηνικού, ιδιαιτέρως προς τον σκοπό ανάσχεσης μιας ποικιλοτρόπως εξαπλούμενης Κίνας.

Λαμβάνοντας υπόψη μια τέτοια ιστορικών διαστάσεων αντιπαλότητα, μετά την εκλαμβανόμενη από το Πεκίνο ως προβοκατόρικη επίσκεψη Πελόζι, παρατηρείται κλιμάκωση των ήδη υπαρχόντων τριγμών στις σινοαμερικανικές σχέσεις και περιφερειακή ανασφάλεια στην περιοχή της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Αυτή εκφράζεται αρχικά μέσα από στρατιωτικές κινήσεις του Πεκίνου, όπως αεροναυτικά γυμνάσια, περικύκλωση της Ταιβάν, ασκήσεις με βαλλιστικούς πυραύλους και πραγματικά πυρά, ενώ, στο διπλωματικό επίπεδο, το Πεκίνο ακολούθησε πρακτικές εν είδει κυρώσεων, όπως, σε πρώτο χρόνο, τερματισμό του στρατιωτικού διαλόγου υψηλού επιπέδου με τις ΗΠΑ, ο οποίος συνιστά εν γένει πλήγμα για τις στρατιωτικές τους σχέσεις, διακοπή των διμερών επαφών για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, όπως επίσης και παύση της συνεργασίας των δύο χωρών σε ουσιώδεις για την οικονομία τομείς κοινού ενδιαφέροντος, πλήττοντας σαφώς έτι περαιτέρω την ήδη ευάλωτη, λόγω της κρίσης στην Ουκρανία, παγκόσμια οικονομία.