Αναλύσεις

Εν αναμονή των αποφάσεων του ΠτΔ

Ο ΠτΔ ή θα υπογράψει τους νόμους και να τεθούν σε ισχύ ή θα αναφέρει τους νόμους στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να αποφασίσει, εάν αυτοί είναι συμβατοί με το Σύνταγμα

Φωτιά στο πολιτικό σκηνικό έβαλε η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας ν΄ αναπέμψει τους νόμους για την ακρίβεια και τις εκποιήσεις, που ψήφισε η Ολομέλεια της Βουλής.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως ήταν αναμενόμενο, ανέπεμψε τις προτάσεις νόμου που ψήφισε η Βουλή στην τελευταία συνεδρίαση του Σώματος στις 14 Ιουλίου. Πρόκειται για την πρόταση του ΑΚΕΛ για κατάργηση διπλής φορολογίας στα καύσιμα, την πρόταση του ΔΗΚΟ και της ΔΗΠΑ για την κατάργηση του ΦΠΑ στους ρύπους στην τιμή του ρεύματος, καθώς και την κοινή πρόταση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για αναστολή των εκποιήσεων από τον Αύγουστο μέχρι και το τέλος Οκτωβρίου.

Με τη σειρά της, η Βουλή και συγκεκριμένα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης έδωσαν την απάντησή τους στον Πρόεδρο, καταψηφίζοντας τις αναπομπές του σε έκτακτη συνεδρία στις 2 Αυγούστου.

Κρίθηκαν αντισυνταγματικοί

Σύμφωνα με την γνωμάτευση που ζήτησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον Γενικό Εισαγγελέα, οι τρεις νόμοι κρίθηκαν αντισυνταγματικοί, με τον Πρόεδρο να προχωρεί σε αναπομπή τους. Στην αιτιολόγησή του ο ΠτΔ για την αναπομπή του νόμου για τρίμηνη αναστολή των εκποιήσεων αναφέρει ότι το μέτρο έπαψε πλέον να χαρακτηρίζεται από προσωρινότητα και υπάρχει η ανησυχία, η τάση του Κοινοβουλίου για ψήφιση συνεχών αναστολών να ερμηνευθεί ως μόνιμη, παρά προσωρινή, τόσο από τους δανειολήπτες, όσο και από εποπτικής πλευράς. Σημειώνει, επίσης, ότι συνεχίζει να ελλοχεύει ο κίνδυνος αρνητικής αξιολόγησης του πλαισίου των εκποιήσεων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους οίκους αξιολόγησης ως αναποτελεσματικού και χρονοβόρου, με αρνητικό αντίκτυπο στις αξίες των εξασφαλίσεων, οδηγώντας σε αύξηση των προβλέψεων και, κατ' επέκτασιν, των κεφαλαιακών αναγκών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Προσθέτει πως, η οποιαδήποτε αναστολή των εκποιήσεων, προστατεύει, ως επί το πλείστον, τους στρατηγικούς κακοπληρωτές εις βάρος των καταθετών και των συνεπών δανειοληπτών, δημιουργεί αντικίνητρα στην προσέλκυση δυνητικών επενδυτών και εγείρει τον κίνδυνο υποβαθμίσεων τόσο των τραπεζών, όσο και του κράτους, κάτι το οποίο αναμφίβολα θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων που τελικά θα επηρεάσει αρνητικά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Παρέμβαση στα δημοσιονομικά

Σε ό,τι αφορά τους δύο νόμους για την ακρίβεια που είχαν καταθέσει ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΔΗΠΑ και ψήφισαν όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κάνει λόγο για παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, καθώς, κατά την Κυβέρνηση, η νομοθετική εξουσία παρεμβαίνει στην ενάσκηση δημοσιονομικής πολιτικής που αποτελεί αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι παραβιάζουν την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, αφού οι αρμοδιότητες που αντιτίθενται στις αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας οι οποίες ασκούν εκτελεστική εξουσία με βάση το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τέτοιας μορφής που δεν είναι δυνατόν να αναληφθούν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία δεν έχει την αρμοδιότητα και τη δυνατότητα να αξιολογήσει την επίπτωση που θα έχει η εφαρμογή τού υπό Αναπομπή Νόμου στις ευρύτερες υποχρεώσεις που έχει η Δημοκρατία.

Πυρά Αντιπολίτευσης

Τα κόμματα πλην του ΔΗΣΥ δεν πείστηκαν από την αιτιολόγηση του Προέδρου και καταψήφισαν τις αναπομπές. Η Αντιπολίτευση κατηγόρησε την Κυβέρνηση ότι δεν αντιλαμβάνεται τις οικονομικές δυσκολίες της κοινωνίας που προκαλούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Όσον αφορά τις εκποιήσεις, το κυβερνών κόμμα ανέφερε ότι το πάγωμα θα έχει αντίκτυπο στην προσπάθεια προώθησης του σχεδίου για ενοίκιο έναντι δόσης, το οποίο θα στηρίξει τους ευάλωτους. Τα υπόλοιπα κόμματα τόνισαν την ανάγκη να προχωρήσει το συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά και την ίδρυση Ειδικού Δικαστηρίου για ταχεία εκδίκαση των χρηματοοικονομικών διαφορών.

Επιλογές ΠτΔ

Μετά την καταψήφιση των αναπομπών των προτάσεων νόμου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τις εξής δύο επιλογές: ή θα υπογράψει τους νόμους και έτσι να τεθούν σε ισχύ ή θα αναφέρει τους νόμους στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να αποφασίσει, εάν αυτοί είναι συμβατοί με το Σύνταγμα και, εάν αποφασίσει ότι είναι συμβατοί, τότε να ισχύσουν. Σε περίπτωση αναφοράς και για όσο εκκρεμεί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι νόμοι δεν θα ισχύουν.