Συνεντεύξεις

Τα κοινά χαρακτηριστικά της Κύπρου με χώρες υπό καθεστώς παγωμένης σύγκρουσης

Τι επικαλείται η Μόσχα για τη σημερινή διάσπαση της Μολδαβίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας και τη δημιουργία αντίστοιχων ψευδοκρατών

Η Κύπρος δεν είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία έχουν εισβάλει ξένες μεγάλες δυνάμεις και έχουν αλλοιώσει τη γεωγραφική της υπόσταση, έχοντας εξοντώσει τους κατοίκους της. Περπατώντας στους ακριτικούς δρόμους της χώρας, κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής, αντιλαμβάνεσαι την επιτακτική ανάγκη για επίλυση του Κυπριακού. Στη δική μας περίπτωση ο χρόνος όχι μόνο δεν γιατρεύει τις πληγές, αλλά παγώνει ακόμη περισσότερο το ήδη παγωμένο συγκρουσιακό καθεστώς, στο οποίο ανήκει και η Κύπρος. Όπως μας εξηγεί σε συνέντευξή της στη «Σημερινή» η διεθνολόγος και Ανώτερη Επιστημονική Συνεργάτιδα στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Άννα Κουκκίδη - Προκοπίου, υπάρχουν και άλλες χώρες, οι οποίες παραμένουν «παγωμένες» σε «παρόμοιου τύπου συγκρούσεις», παραθέτοντας τα κοινά χαρακτηριστικά αλλά και τις διαφορές μεταξύ τους, καθώς και τη διδαχή που μπορεί να λάβει η Κύπρος μέσα από αυτό το παρόμοιο διεθνές πολιτικό σκηνικό.

Αννα-Προκοπίου.jpg


Ποιες άλλες χώρες στον κόσμο βρίσκονται υπό το καθεστώς της παγωμένης σύγκρουσης;

Το Κυπριακό κατατάσσεται στην κατηγορία των «παγωμένων συγκρούσεων» (frozen conflicts) του πλανήτη μας, δηλαδή σε μια σύγκρουση που αφενός εξακολουθεί να υφίσταται, αφού δεν έχει επιλυθεί ή καταλήξει σε κάποιου είδους συμφωνία μεταξύ των διαπλεκόμενων μερών, αλλά αφετέρου δεν προβλέπεται να μετεξελιχθεί απότομα σε ένοπλη σύγκρουση.

Η ειρηνευτική δύναμη της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, η οποία φιλοξενείται στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 1964, σύμφωνα με το αντίστοιχο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (UNSCR186), αποτελεί μιαν από τις μακροβιότερες αποστολές του διεθνούς οργανισμού. Οι όροι εντολής της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, δηλαδή το να παραμείνει μέχρι να επαναφερθεί η «κανονική κατάσταση πραγμάτων» στο νησί, αποδεικνύουν ότι η κατ’ εξακολούθησιν παρουσία της ισούται με τη μη-κανονικότητα, τη μη-ομαλοποίηση της σύγκρουσης στο νησί, αφού μια διένεξη συνεχίζεται. Εξ ου και η αποχώρηση της ειρηνευτικής αποστολής του ΟΗΕ από την Κύπρο δεν θα αποτελούσε μόνο απειλή ασφάλειας για τον τόπο μας, ενόψει των κινήσεων της Τουρκίας στην περιοχή, αλλά και μια επικύρωση του ότι πολιτικά το Κυπριακό έχει κλείσει.

Μέχρι πρότινος, η σύγκρουση στην Ουκρανία, η οποία ξεκίνησε αρχικά το 2014 με την πρώτη εισβολή της Ρωσίας στη χώρα και την κατοχή/προσάρτηση της Κριμαίας, θεωρείτο ακόμη μια «παγωμένη σύγκρουση», όπου η Ρωσία δεν είχε επαρκές κίνητρο να κινηθεί περαιτέρω γεωγραφικά σε στρατιωτικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας όρους ανάλυσης κόστους/ωφελήματος. Ο ορθολογισμός του αξιώματος αυτού δεν ήταν επαρκής, όμως, για να σταματήσει τον Πούτιν από του να δράσει όπως έδρασε στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Αποδεικνύοντας ότι μια εύθραυστη ισορροπία είναι πρωτίστως εύθραυστη όσο κι αν πιστεύουμε ότι έχει καταλήξει σε κάποιου είδους ισοζύγιο.

Σήμερα, παρόμοιου τύπου συγκρούσεις, οι οποίες συνεχίζουν να παραμένουν «παγωμένες», μπορούμε να υποδείξουμε, επίσης, στη Γεωργία και στη Μολδαβία.

Ποιοι ήταν οι λόγοι της διαίρεσης για κάθε χώρα;

Η συνύπαρξη με έναν μεγαλύτερο σε μέγεθος και δυνατότητες γείτονα, ο οποίος έχει σαφείς επεκτατικές βλέψεις και με όρους ρεαλπολιτίκ αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να επεκταθεί γεωγραφικά και να πολλαπλασιάσει την ισχύ του χωρίς αντίστοιχο κόστος, είναι σίγουρα δύσκολη. Η Ουκρανία, η Γεωργία και η Μολδαβία πληρώνουν υψηλότατο κόστος, διότι βρίσκονται σε αυτό που η Μόσχα ονομάζει «το Εγγύς Εξωτερικό», δηλαδή τη δική της σφαίρα επιρροής, τον πρώην Σοβιετικό κόσμο, στον οποίο πιστεύει ότι οφείλει να έχει τον πρώτο λόγο.

Και οι τρεις χώρες, παρότι σήμερα είναι αναγνωρισμένα, ανεξάρτητα μέλη της διεθνούς κοινότητας, αποτελούσαν στο παρελθόν κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης. Η ρωσική κυβέρνηση θεωρεί σχεδόν αυτονόητο ότι οποιαδήποτε κίνηση απογαλακτισμού από κοντά της αποτελεί εχθρική κίνηση προς την ίδια, αφού διαταράσσει το επιθυμητό «cordon sanitaire» που διασφαλίζει τα σύνορα της Ρωσίας. Η δε επιθυμία για δεσμούς με τη Δύση (βλ. ΕΕ και ΝΑΤΟ) εκλαμβάνεται ως απειλή για το Κρεμλίνο και «επιτρέπει», σύμφωνα με τους ρωσικούς όρους εμπλοκής σε θέματα ασφάλειας, την παρέμβαση της Μόσχας και την εφαρμογή του δόγματος «διαίρει και βασίλευε» στο εσωτερικό της κάθε χώρας.

Αυτού του είδους η στρατηγική βασίζεται στο γεγονός ότι, από την εποχή του Λένιν, τα εσωτερικά σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης διαμορφώνονταν με τρόπο που υπαγορευόταν από δύο γνώμονες. Πρώτο, καμία Σοβιετική Δημοκρατία δεν έπρεπε να ήταν εθνικά ομοιογενής, διότι οι μειονότητες αποτελούσαν πολλαπλασιαστή διάσπασης της κοινωνικής συνοχής, κάτι που θα απέτρεπε ίσως ανθεκτικές αντιδράσεις ενάντια στο καθεστώς της Μόσχας. Δεύτερο, ήταν σημαντική η ενίσχυση της λεγόμενης «Ρωσικής Διασποράς» (των πολιτών ρωσικής καταγωγής, των ρωσόφωνων, των ρωσόφιλων), η οποία θα αποτελούσε και τρόπο ελέγχου οποιωνδήποτε εθνικών φιλοδοξιών των εν λόγω Δημοκρατιών.

Η σημερινή διάσπαση της Μολδαβίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας, με τη δημιουργία αντίστοιχων ψευδοκρατών (βλ. Υπερδνειστερία στη Μολδαβία, Νότια Οσετία και Αμπχάζια στη Γεωργία και την περιοχή Ντονμπάς στην Ανατολική Ουκρανία), στηρίζεται ακριβώς από την παρέμβαση της Μόσχας, η οποία επικαλείται την παροχή βοήθειας και την προστασία μιας μειονότητας ως τον λόγο για τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στην περιοχή. Όμως, η διάσπαση στο εσωτερικό των χωρών αυτών λειτουργεί ως πυλώνας ανασφάλειας για τις ίδιες και για την περιοχή της Ευρασίας. Η διαιώνιση του εθνοτικού διαχωρισμού και η συνέχιση μιας «παγωμένης» αντιπαράθεσης επιτρέπουν τη ρωσική παρουσία στην περιοχή και την απρόσκοπτη διεκπεραίωση των γεωστρατηγικών επιδιώξεων της Μόσχας.

Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά και ποιες οι διαφορές των παραπάνω χωρών με τη δική μας χώρα;

Απ’ όσα έχουν ήδη λεχθεί, ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα:

– Η βολική ύπαρξη μιας μειονότητας (η οποία και να μην υπήρχε, ο δυνατός γείτονας θα φρόντιζε να υπάρχει), η προστασία της οποίας δρα ως εφαλτήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις που σταδιακά μονιμοποιούν και ομαλοποιούν την ύπαρξη ξένων δυνάμεων επί του εδάφους.

– Οι επιθετικές επιδιώξεις μιας ηγεμονικής δύναμης που αντιλαμβάνεται και επενδύει στην αδυναμία της γειτονικής της χώρας.

– Οι στρατιωτικές επιτυχίες που μετατρέπονται και εξαργυρώνονται σε πολιτικές εξελίξεις, με τη δημιουργία ελεγχόμενων ψευδοκρατών, έστω κι αν σχεδόν κανείς άλλος δεν τα αναγνωρίζει.

– Η υποτιθέμενη στήριξη σε μια τοπική κυβέρνηση αυτών των ψευδοκρατών για να δρα δήθεν αυτόνομα, ενώ είναι πασιφανές ποιος κινεί τα νήματα παρασκηνιακά.

– Η κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, ενώ η Ρωσία αποτελεί μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο είναι θεωρητικά ο θεματοφύλακάς του.

Μέσα από αυτήν τη σύγκριση με το διεθνές πολιτικό σκηνικό, η Κύπρος τι μπορεί να διδαχθεί προς όφελος των πολιτών της;

Μπορεί η ενασχόληση με την εσωτερική διάσταση ενός προβλήματος, κάτι που συμβαίνει στην Κύπρο όπως και στις άλλες χώρες που προαναφέρθηκαν (βλ. Υπουργείο Επαναπροσέγγισης στη Γεωργία), να εναποθέτει την «ιδιοκτησία» του πιο κοντά στους πολίτες, ίσως και στην κοινωνία των πολιτών, ενθαρρύνοντάς τους να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την επίλυση του αλλά, παρότι απαραίτητη, αυτή δεν μπορεί να είναι η μόνη ούτε η πρωταρχική προσέγγιση.

Είτε αναφερόμαστε στην Τουρκία είτε στη Ρωσία, οι χώρες αυτές αντιλαμβάνονται την ύπαρξη μιας φιλικής προς τις ίδιες μειονότητα σε μια τρίτη χώρα ως το Δούρειο Ίππο που θα επιτρέψει την παρουσία τους σε μια σημαντική γεωστρατηγική περιοχή. Θα ήταν, εξάλλου, το λιγότερο οξύμωρο να πειστεί κανείς ότι δύο αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία παραβιάζουν χωρίς συστολή τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών τους, κόπτονται πραγματικά για την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάπου αλλού και επεμβαίνουν για να τα προστατεύσουν. Μια καλή αφορμή, βεβαίως, πάντοτε τους βοηθά στην εφαρμογή της ρεαλπολιτίκ τους, αλλά δεν πρέπει να αποτελεί λόγο συνεχούς αυτο-μαστιγώματος των θυμάτων.