Η εξ ανατολών επιθετικότητα εν συναρτήσει ενεστώτων διαδραματιζομένων

Η προσφάτως εντεινόμενη, κατά ταύτα δε κλιμακούμενη τουρκική επιθετική ρητορική προς την Ελλάδα, συνάδει εν τίνι τρόπω προς την εν γένει στρατηγική της Άγκυρας, η οποία σε τακτικό και ευρύτερο επίπεδο πολιτικής υπογραμμίζει το «συνεπές» του χαρακτήρα της, παραπέμποντας κατά ταύτα σε ένα αναθεωρητικό πλαίσιο στρατηγικής στόχευσης.

Προφανώς και δεν αποτελούν έκπληξη, ούτε αιφνιδιάζουν τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ οι εν προκειμένω πολυεπίπεδες εκφάνσεις μιας κατ’ επανάληψιν εκδήλωσης της τουρκικής επιθετικότητας.

Σχετικώς, η Αθήνα είναι σε θέση να προβάλει και όντως προβάλλει ικανή αποτρεπτική ισχύ, που σημαίνει πως η Ελλάδα στέλνει αξιόπιστα το μήνυμα στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου πως οποιοδήποτε εγχείρημα διασάλευσης της ελληνικής επικράτειας και γεωστρατηγικής διάρθρωσης του χώρου, θαλάσσιου, εναέριου και εδαφικού, θα επιφέρει πλήγμα πολλαπλάσιο του τουρκικού τοιούτου. Αυτό, ως γνωστόν, συνιστά και το αλφαβητάρι της αποτρεπτικής στρατηγικής.

Συναφώς, παρατηρείται δεόντως και η κλιμακούμενη και πολλαπλασιαζόμενη αύξηση των κινήσεων παραβίασης της ελληνικής επικράτειας σε όλα τα επίπεδα, πράγμα το οποίο εξηγείται κατά κάποιον τρόπο και από την κίνηση των Αθηνών να συνάψουν στρατηγικές συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ σε επίπεδο που μεταβάλλει εν προκειμένω το γεωπολιτικό αποτύπωμα, δηλαδή την υπεραξία του χώρου και της διαρθρωτικής διάστασης των σχέσεων των δύο χωρών στη μεσογειακή λεκάνη.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, η ερμηνεία των αντιδράσεων της Άγκυρας δεν μπορεί να καταγράφεται ως απλός «τουρκικός εκνευρισμός», αλλά αποτελεί συνειδητή στρατηγική, δηλαδή τακτικού επιπέδου κινήσεις της τουρκικής ηγεσίας, προκειμένου να περιπλέξουν τη σχέση της Αθήνας με το Δυτικό στρατόπεδο και να δημιουργήσουν προβληματισμό στους προσχωρούντες στην ιδέα της συμμαχίας με την Αθήνα. Αυτό στηρίζεται και στο γεγονός ότι ο Δυτικός παράγων, κατά κανόνα, επιθυμεί να απέχει από κινήσεις, οι οποίες επιφέρουν, τόσο κίνδυνο μεταξύ Αθήνας - Άγκυρας, όσο και αντιπαράθεσης μεταξύ των δεδομένων χωρών με την Τουρκία, η οποία άλλωστε είναι μια κρατική οντότητα που η Δύση υπολογίζει τα μάλα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά.

Ειδικότερα, δεν είναι τυχαίο το ότι η Τουρκία δημιουργεί συνθήκες αναταραχής, δεδομένης της θέλησής της να μετατρέψει την περιοχή σε χώρο ενεργού συγκρουσιακής αντιπαράθεσης - αποσκοπώντας εν τέλει στην αποδυνάμωση του επερχόμενου και προδιαγραφόμενου στρατηγικού συνεταιρισμού μεταξύ Αθηνών - Παρισίων - Ουάσιγκτον.

Σημειώνουμε πως οι ΗΠΑ, όσο και η Γαλλία, δεν αναγνωρίζουν την Άγκυρα ως αξιόπιστη δύναμη εταιρικής συμμαχίας, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Οι μεν ΗΠΑ γιατί η Άγκυρα προχώρησε σε κινήσεις διάρθρωσης συμμαχικού δεσμού με τη Μόσχα, η δε Γαλλία γιατί επιχειρεί να αυτοπροσδιοριστεί ως ηγέτιδα δύναμη των χωρών της μεσογειακής λεκάνης εκπέμποντας κατά ταύτα το ευρωπαϊκό, στρατηγικής έμπνευσης, πολιτικο-φιλοσοφικό αφήγημα συνθήκη που την φέρνει σε αντιπαράθεση με τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της Άγκυρας.

Ενδιαφέρον είναι, επίσης, το γεγονός της εσωτερικής ανακύκλωσης και οιονεί ενδυνάμωσης ενός ανθελληνικού κλίματος της τουρκικής κοινωνίας στο σύνολό της, πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη την αντιδημοκρατική της διάρθρωση. Συγκεκριμένα, μέσω της πιο πάνω πρακτικής δημιουργούνται συνθήκες που θα μπορούσαν να επιφέρουν ένα μη επιθυμητό συμβάν, τυχαίο ή/και όχι, στη συγκρουσιακή αντιπαράθεση των δύο χωρών, το οποίο να προσλάβει ακόμη και ένοπλο χαρακτήρα.

Συναφώς, η εικόνα της απειλής και του εχθρού, παράσταση που συνάδει προς αντιδημοκρατικά καθεστώτα, αποσκοπεί στη δημιουργία ενός κλίματος, που να νομιμοποιεί τη δρομολογούμενη ένταση και αντιπαράθεση, χωρίς να επιδιώκεται οπωσδήποτε η τελική έκβαση να συνιστά πολεμική αναμέτρηση.

Εν κατακλείδι, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως η αποτρεπτική διάσταση της ενίσχυσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων διαχέεται εν είδει φόβου στο τουρκικό πολιτικό σύστημα ως μια επερχόμενη ανατροπή της υφιστάμενης εδώ και δεκαετίες ισορροπίας ισχύος μεταξύ των δύο χωρών. Ο κατά ταύτα εμφιλοχωρών και εκδηλούμενος, υποβόσκων φόβος καθίσταται έτι περαιτέρω εμφανής σε ένα πολιτικό σύστημα, όπως το τουρκικό, όπου δεδομένης της απουσίας δημοκρατικής νομιμοποίησης, η ισχύς συνιστά τη μοναδική επιλογή στις τακτικές και στρατηγικές κινήσεις των κρατούντων στη διαδρομή του χρόνου.