Επιστροφή στη νιότη

Μόλις έμαθα τον θάνατο του Jean-Lue Godard, σε ηλικία 91 ετών, και αυτό με πήρε πίσω πολλά χρόνια, στη δεκαετία του ’60 και στη γενιά εκείνη του ’60.

Στη δεκαετία του ’60, στις γαλλόφωνες χώρες, οι νέοι συνέχιζαν ακόμη να «ορκίζονται» στο όνομα του Jean-Paul Sartre και της Simone de Beauvoir, ήταν, όμως, έτοιμοι για νέους «ήρωες», όπως ο Andre Malraux, αν και του το κρατούσαν ότι υπηρετούσε ένα καθεστώς όπως του Ντε Γκωλ (βλ. Χρίστος Α. Θεοδούλου, Θέσεις, Λάρνακα, ΧΕΛΚΑ, 1971, σελ. 59-60).

Ένας νέος υποψήφιος φάνηκε τότε, ο σκηνοθέτης Jean-Luc Godard, ο οποίος με τα έργα του στον κινηματογράφο αναστάτωσε την κατάσταση που επικρατούσε.

Ο Γκοντάρ ασχολήθηκε με θέματα που θεωρούνταν ταμπού στην κοινωνία και αυτό ενδιέφερε τον κόσμο (βλ. «Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Πέθανε ο σκηνοθέτης της «νουβέλ βαγκ», Πρώτο θέμα, 13/9/2022).

Η νεολαία του ’60 ήταν ξετρελαμένη με τον Γκοντάρ και τα έργα του. Θυμάμαι την εντύπωση που μας έκανε το «Au bout de souffle» («Με κομμένη την ανάσα»), που ανακηρύχθηκε σε μια ψηφοφορία ως η 13η καλύτερη ταινία όλων των εποχών (ενθ.).

Το πρώτο έργο του που είδα είχε τον τίτλο «Όλα όσα γνωρίζω γι’ αυτήν». Ξαφνιάστηκα όταν ανακάλυψα ότι το έργο περιστρεφόταν στην περιγραφή μιας πόλης από τον σκηνοθέτη!

Ο Γκοντάρ είχε ακροαριστερές ιδέες και ήταν μανιώδης ακόλουθος της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Μαζί με ομοϊδεάτες συναδέλφους του παρήγαν πολιτικές ταινίες, οι οποίες υποστήριζαν τις ιδέες τους.

Ο Γκοντάρ ήταν και θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του κινήματος της νουβέλ βαγκ, ενός από τα πιο σημαντικά ρεύματα στην ιστορία του κινηματογράφου.

Για μας, της γενιάς του ’60, ήταν ένας από τους «ήρωές» μας και ο χαμός του σημαίνει μια επιστροφή, αλλά –φευ - και έναν (απο)χαιρετισμό στη νιότη.