Η διαθεσιμότητα, χάριν δημοσίου συμφέροντος

Η κοινή γνώμη δεν έχει διαμορφωμένη πλήρη γνώση, παρά τις πρόσφατες αποφάσεις που έτυχαν τόσης δημοσιότητας, για τη σημασία της ανάγκης και τις επιπτώσεις που επιφέρει η δυνατότητα της διοίκησης να αποφασίζει διαθεσιμότητα ενός δημόσιου λειτουργού. Είναι μια δυνατότητα που ο Νόμος παρέχει για να εφαρμοστεί όταν γίνεται πειθαρχική έρευνα ή ποινική έρευνα και δίκη, νοουμένου ότι κρίνεται αντικειμενικά και δίκαια πως συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να αποφασιστεί. Βέβαια έχει επεξηγηθεί από τη Νομολογία ότι δεν αποτελεί «τιμωρία» το μέτρο αυτό, αλλά πρέπει να αποφασίζεται μόνο, εάν το «δημόσιο συμφέρον» το απαιτεί για να προχωρήσει ανεμπόδιστα και συνεπώς να διευκολυνθεί η αναγκαία έρευνα. Δικαιούται, όμως, προηγουμένως ν’ ακουστεί ο επηρεαζόμενος Λειτουργός κατά τη φυσική δικαιοσύνη γιατί το μέτρο τούτο είναι μια άκρως δυσμενής απόφαση. Με το δικαίωμα ακρόασης μπορεί να καταδείξει λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει χάριν του δημοσίου συμφέροντος να τεθεί σε διαθεσιμότητα. Ιδιαίτερα όταν προηγήθηκε δική του καταγγελία που, αντί να ερευνηθεί, αποτέλεσε αφορμή για να προωθηθεί η διαθεσιμότητα!

Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι έχουν αναδειχθεί δικαστικά περιπτώσεις, όπου χωρίς την όποια αιτιολογία, με μόνη την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, διατάχθηκε διαθεσιμότητα αυθαίρετα και καταχρηστικά γι’ αυτό και ακυρώθηκε.

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που δεν αρκεί η χωρίς ουσία φραστική αναφορά ότι η διαθεσιμότητα αποφασίστηκε χάριν, δήθεν, δημοσίου συμφέροντος και όχι ως μορφή συγκαλυμμένης υπηρεσιακής εξόντωσης. Απαιτείται, ως κρίθηκε από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τη δεκαετία του 1990, «συγκεκριμενοποίηση» του δημοσίου συμφέροντος. Παράλληλα, προφανώς, συντρέχει και η συνταγματική υποχρέωση για σεβασμό του δικαιώματος για άσκηση των καθηκόντων του.

Συγκεκριμένα, κρίθηκε δικαστικά πως η απλή αναφορά ότι ένας Λειτουργός πρέπει να τεθεί σε διαθεσιμότητα για ν’ αποφευχθεί το ενδεχόμενο επηρεασμού της έρευνας ή των μαρτύρων ως εκ της θέσης που κατέχει, δεν αρκεί. Η αιτιολόγηση επιβάλλεται να είναι πειστική και συγκεκριμένη. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που το δημόσιο συμφέρον, ενδεχομένως να εξυπηρετείται με τη μη έκδοση της διαθεσιμότητας. Δεν αρκεί μια αόριστη αναφορά ή στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος με το προσωπικό συμφέρον του επηρεαζομένου. Η επίκληση δημοσίου συμφέροντος, για να προσφέρει στήριξη σε κάθε διοικητική απόφαση, άρα και στη διαθεσιμότητα, προϋποθέτει να υπάρχει το απαραίτητο περιεχόμενο στην ίδια την απόφαση, που θα αποκαλύπτει κατά τρόπο διάφανο τον συλλογισμό για τη λήψη αυτής της απόφασης. Αιτιολογία που θα επιτρέπει έλεγχο νομιμότητας. Δεν χωρεί αόριστη αναφορά σε «περιστατικά» μη σαφώς προσδιορισμένα, τα οποία να επεξηγούν γιατί επιβάλλεται η διαθεσιμότητα. Αιτιολογία που προφανώς εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και παράλληλα συντελεί στην προστασία του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου. Η απουσία, άλλωστε, στοιχείων για τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος καθιστά αδύνατον τον επακριβή προσδιορισμό του, οπότε και έχουμε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Η νομολογία μάλιστα τόνισε ότι μπορεί η διαθεσιμότητα να μην αποτελεί τιμωρία, έχει όμως έναν «…εξαιρετικά μειωτικό, προσβλητικό και δυσφημιστικό χαρακτήρα…», που προκαλεί βλάβη αφού στιγματίζεται ο επηρεαζόμενος και παράλληλα πλήττεται η εμπιστοσύνη προς θεσμικό όργανο. Σαφώς, λοιπόν, η διαθεσιμότητα δεν είναι ανεξέλεγκτο δικαίωμα για να ασκείται όπως και ως ήθελε από τα αρμόδια, περί τούτου, όργανα. Μάλιστα στην εποχή της διαπλοκής και των παρανομιών που διερχόμαστε, δεν μπορεί να αποφασίζεται χωρίς νόμιμο λόγο. Κάθε διαθεσιμότητα πρέπει να υπηρετεί τη νομιμότητα και την έννοια του Κράτους Δικαίου και όχι να είναι μονοδιάστατη αλαζονική πράξη.