Αναλύσεις

Προεδρικές: Κερδίζουν την επιβίωσή τους τα κόμματα

Το στοίχημα για τα κόμματα μπορεί να μην είναι τόσο οι ίδιες οι εκλογές, αλλά η επιβίωση του υφιστάμενου, κομματικού στάτους κβο

Ενώ οι κομματικοί μηχανισμοί αρχίζουν σταδιακά εντατική δουλειά για τις προεδρικές εκλογές, με σκοπό τη συσπείρωση των ψηφοφόρων τους γύρω από την υποψηφιότητα που επέλεξε ο σκληρός κομματικός πυρήνας, το στοίχημα για τα κόμματα μπορεί να μην είναι τόσο οι ίδιες οι εκλογές, αλλά η επιβίωση του υφιστάμενου, κομματικού στάτους κβο. Γιατί είναι ίσως η πρώτη φορά που αμφισβητείται -έστω με μια νηπιακού τύπου πεποίθηση- η ισχύς, η αξιοπιστία και η πρόθεση των κομματικών παραγόντων, αλλά και η ικανότητα των κομμάτων να χαράσσουν πολιτική. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έρχεται «το τέλος των κομμάτων». Ίσως να δρομολογείται «το τέλος των κομμάτων όπως τα γνωρίζουμε», αφού τώρα εισερχόμαστε σε μια διαδικασία μετασχηματισμών που θα προσπαθήσουν να μετριάσουν την πτώση, αλλάζοντας το περιτύλιγμα αλλά όχι την ουσία του κομματικού συστήματος του νησιού. Η κοινωνική μετάβαση προς μια κατεύθυνση ολικής αμφισβήτησης, πόσω μάλλον όταν είναι βαθιά ριζοσπαστική και ανατρεπτική, αποτελεί μια σταδιακή, δύσκολη διαδικασία, η πραγμάτωση της οποίας τίθεται κάτω υπό πολλές προϋποθέσεις.

Απέναντι σε μιαν απλοϊκή ανάλυση του «κομματισμού»

Το κομματικό σύστημα στην Κύπρο δεν αποτελεί απλώς τον πολιτικό χάρτη των κομμάτων, στη βάση διακριτών ιδεολογικών αντιθέσεων και μεθοδολογικών αναλυτικών υποβάθρων. Εξάλλου, ο 21ος αιώνας συνοδεύτηκε με το «θόλωμα των σαφών ιδεολογικών γραμμών» και με μιαν αφαιρετικού τύπου πολιτικοποίηση, στη βάση μιας μεταμοντέρνας ατζέντας, η οποία έθεσε στο προσκήνιο θεματικές «εποικοδομήματος», δευτερευούσης σημασίας, έξω από τη νόρμα της συστημικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Τα ζητήματα φύλου, σεξουαλικότητας, η διεκδίκηση άλλου τύπου γονεϊκότητας, οι ταυτοτικές πολιτικές που ρευστοποιούν τα υποκείμενα, η χαλάρωση των αυστηρών αισθητικών κριτηρίων σε πολιτιστικό επίπεδο, η στροφή από το συλλογικό στο προσωπικό, μπήκαν προνομιακά στη συζήτηση και έδωσαν νέο περιεχόμενο και λόγο σε μιαν αναδυόμενη πολιτική ελίτ. Η οποία ελίτ έχει τη δυνατότητα να εκτείνεται οριζόντια στο κομματικό σύστημα, βρίσκοντας χώρο στη μεγάλη πλειοψηφία των κομμάτων. Αμφισβητώντας ή έστω περιπλέκοντας την κυρίαρχη ταξική αντιπαράθεση και το δίπολο δεξιά-αριστερά, αλλά και το εθνικό ζήτημα, σε ένα υπό κατοχή μέρος.

Παρά το ότι πλέον οι ιδεολογικές διακρίσεις είναι λεπτές, εντούτοις, το κομματικό σύστημα επιβιώνει χωρίς μεγάλες τομές και διαφοροποιήσεις. Κι αυτό γιατί το κομματικό σύστημα εμπεριέχει και βασίζεται σε ένα σύνολο από πρακτικές και μηχανισμούς, που ξεπερνούν το ιδεολογικό. Τα κομματικά δίκτυα εξουσίας, αξιοποιώντας πλήρως τις συγγενειακές και τοπικές δομές αλληλεγγύης, καταφέρνουν ακόμη να προσελκύουν ψηφοφόρους, στη βάση υποσχέσεων, τάσσοντας προνομιακή μεταχείριση. Κοινώς, θέσεις εργασίας, ρουσφέτι κοκ. Η νεολαία, αφού βλέπει ή διαισθάνεται ότι το σύστημα έχει κορεστεί και δεν μπορεί να ικανοποιήσει τους πάντες, φαίνεται να απορρίπτει σταδιακά τέτοιες πρακτικές. Χρειάζεται ωστόσο χρόνος και περαιτέρω ζυμώσεις.

Σανίδα σωτηρίας από Χριστοδουλίδη

Το «φαινόμενο» Νίκος Χριστοδουλίδης αποτελεί, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της υπόθεσης εργασίας. Δηλαδή, της απέλπιδας προσπάθειας να επιβιώσει το παλαιό κατεστημένο που συγκροτήθηκε στη βάση κομματικών ταξινομήσεων και πρακτικών, ενσωματώνοντας όρους του «καινούργιου». Η ρητορική που χρησιμοποιεί σε σχέση με τα κόμματα συμπυκνώνει πλήρως αυτήν τη διαδικασία. Αφενός, την «προστασία» και οικειοποίηση των κομματικών ψήφων και, αφετέρου, την προσέλκυση ψήφων αμφισβήτησης. Δεν αποδομεί τα κόμματα, ούτε τάσσεται ενάντια στην «κομματοκρατία», ούτε την τοποθετεί ως δομικό αίτιο της διαφθοράς, των κακώς κείμενων γενικότερα. Έχει δηλώσει εξάλλου πολλάκις πως «τα κόμματα αναμφίβολα αποτελούν τον πυρήνα της Δημοκρατίας», συνοδεύοντας αυτήν τη θέση, με την ανάγκη υπέρβασης, παρά τον «σεβασμό και την αγάπη» που υπάρχει σε κάθε κόμμα. Ως εκ τούτου, αν και προσλαμβάνεται από πολλούς ως διφορούμενη, δεν αποτελεί παραδοξότητα. Τουναντίον, αποτελεί σημείο των καιρών.

ΔΗΣΥ: Όλα εδώ θα φανούν

Από την άλλη, φαίνεται πως ένα πρόσωπο κατάφερε να προκαλέσει στο μεγαλύτερο κόμμα εξουσίας, ίσως τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του. Παρά τη φθορά που λογικά προκαλεί η μακροχρόνια διακυβέρνηση του τόπου, ο ΔΗΣΥ είχε, κατά κάποιον τρόπο, καταφέρει να «κρατηθεί», διατηρώντας ακόμη την πρωτιά στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Κι αυτό γιατί το ΑΚΕΛ ακόμη πληρώνει τη νύφη της διακυβέρνησης Χριστόφια, η οποία, πέραν της αντιδημοφιλίας στην κοινή γνώμη, προκάλεσε και μια ιδεολογικοπολιτική εσωστρέφεια. Και όταν ένα κόμμα έχει ισχυρούς και άτεγκτους κομματικούς οργανωτικούς μηχανισμούς, καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την επώαση. Δευτερευόντως, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή ο λεγόμενος «ενδιάμεσος» απέτυχαν να δημιουργήσουν έναν τρίτο πόλο, κυρίως, γιατί αντιλήφθηκαν τον εαυτό τους ως «ρυθμιστές» και ευκαιριακούς φορείς της εξουσίας, και όχι ως φορείς της αλλαγής.

Όλα τα παραδοσιακά κόμματα βρίσκονταν και βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, με μικρότερα κόμματα -ακραία, λαϊκιστικά ή και όχι- να κεφαλαιοποιούν παροδικά την απογοήτευση και την πλειοψηφία να παραμένει σιωπηρή. Κι ενώ ο ΔΗΣΥ φαινόταν να έχει ίσως την μικρότερη φθορά, πλέον βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, με τη διάσπαση να είναι όχι μόνο προ των πυλών, αλλά να έχει ήδη επέλθει. Το ζητούμενο, τώρα, είναι να διαφανεί αν το κόμμα είναι ικανό να μαζέψει τα συντρίμμια του ή όχι. Κι αυτό θα κριθεί τόσο από τη διαχείριση που θα κάνει ο Αβέρωφ Νεοφύτου σε μια πιθανή ήττα, όσο και από το πόσο θα επιδιώξει να εντάξει ο κ. Χριστοδουλίδης, σε περίπτωση εκλογής του, Συναγερμικούς πυρήνες εντός της διακυβέρνησής του.

Κινήσεις πανικού

Το ΑΚΕΛ, αντιλαμβανόμενο πως οι εποχές που οι κομματικοί μηχανισμοί επιβάλλονταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο εκλογικό σώμα έχουν παρέλθει, αλλά και λόγω του χάσματος που επήλθε με τα μεσοστρώματα και τα φτωχοποιημένα στρώματα της κοινωνίας, επιδιώκει ανοίγματα. Οι πολιτικές του καταβολές και η ολική ενσωμάτωσή του στη συστημική διαχείριση εξουσίας, σε πλήρη αντίθεση με τις πρωταρχικές ιδεολογικές του καταβολές, δεν επιτρέπουν τη στροφή προς μια επαναστατική κατεύθυνση, όπως θα ήταν λογικό να πράττει ένα κομμουνιστικό κόμμα. Εξ ου και στις τρεις τελευταίες προεδρικές αναμετρήσεις κατεβαίνει με πρόσωπα που, αφενός, δεν είχαν διαχρονική τριβή με τα κινήματα και τον κόσμο της εργασίας και, αφετέρου, δεν ανατρέπουν την υπάρχουσα αντίληψη για το κόμμα, που πόρρω απέχει από τις ταξικές του καταβολές. Και σ’ αυτό συντείνει και η αποτυχία του να συνθέσει το ταξικό με το εθνικό.

Ή συνεργαζόμαστε ή χανόμαστε

ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ έκαναν επιλογές βέλτιστης διαχείρισης της ήττας, υπό τη σκιά εσωτερικών κρίσεων που πέρασαν ή περνούν τα τελευταία χρόνια. Αλλά και της αδυναμίας τους να προτάξουν μια υποψηφιότητα που εκκινεί προνομιακά από την αμφισβήτηση των δύο κυρίαρχων πόλων. Μια πρακτική, η οποία αποσκοπεί στη διαιώνιση του υφιστάμενου κομματικού στάτους κβο, του οποίου αποτελούν μέρος, αφού ήδη βίωσαν τις συνέπειες της επωαζόμενης κοινωνικής αμφισβήτησης.

Το ΕΛΑΜ, από την άλλη, θέτει τον εαυτό του τόσο εντός, όσο και εκτός συστήματος, ωστόσο, η τριβή του με τη συστημική διαχείριση της εξουσίας και υπό τον φόβο να καταστεί – όπως και η Χρυσή Αυγή – εκτός νομικής νομιμοποίησης, οδηγείται σταδιακά στην πλήρη του ενσωμάτωση. Εξ ου και οι δηλώσεις κομματικών αξιωματούχων, που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας στον δεύτερο γύρο των εκλογών, θέλοντας να «σπάσουν» την περιθωριοποίηση που υφίσταται το κόμμα. Χαρακτηριστική και η ψήφος στην Αννίτα Δημητρίου, για Πρόεδρο της Βουλής.

Στροφή σε λύσεις «συστημικής αντισυστημικότητας»

Η προσπάθεια αυτή των κομματικών μηχανισμών να επιβιώσουν, κατά κάποιον τρόπο αναβάλλει την ολική αναδιοργάνωση του κομματικού συστήματος και την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οι πολίτες εμπλέκονται στην πολιτική. Στο εκλογικό σώμα ακόμη δεν έγινε κατανοητή μια πιο διευρυμένη αντίληψη της πολιτικής, ως τρόπου παρέμβασης σε μια σειρά από καθημερινά ζητήματα, πέραν και έξω από την κλασική διαχείριση της εξουσίας, όπως αυτή διεκπεραιώνεται από τα κόμματα. Γι’ αυτό και στρέφεται σε λύσεις «συστημικής αντισυστημικότητας», η οποία πυροδοτεί μιαν αποπολιτικοποιημένη προεκλογική διαδικασία, με όρους κομματικού κουτσομπολιού. Οι όποιες θέσεις παρατίθενται, διαμεσολαβούνται και αξιολογούνται υπό αυτό το πρίσμα, παρά την εντεινόμενη κοινωνική δυσφορία που ζητεί προτάσεις.

Τον ισχυρισμό πως η παρούσα προεκλογική φάση που διανύει η κυπριακή κοινωνία δεν αποτελεί μια μετάβαση από το παλαιό στο νέο, επιβεβαιώνει και το ότι οι υποψηφιότητες που απορρίπτουν καθολικά το κομματικό σύστημα νομής της εξουσίας, δεν απολαύουν στήριξης. Αν, φυσικά, το νέο ερμηνεύεται με όρους ολικής υπέρβασης και όχι ως μια μετασχηματισμένη κομματική πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι αν θεωρείται η κομματική πολιτικοποίηση, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά και πρακτικά στην Κύπρο, ως βασική και δομική αιτία των αδιεξόδων. Ή αν είναι κάτι που χρήζει επισκευής.