Ιδεαλισμός και πραγματικότητα ενός μοιραίου ηγέτη

Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αποδήμησε λίαν προσφάτως, αφήνοντας πίσω του την παρακαταθήκη μιας χώρας ιστορικής και μεγάλης, την οποία οδήγησε αφεύκτως σε διάλυση, φέρνοντας ένα ιστορικό έθνος, όπως το ρωσικό, στις πιο μαύρες ημέρες της σύγχρονης ιστορίας του.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανέλαβε την κρίσιμη χρονιά του 1985 τα ηνία της τότε Σοβιετικής υπερδύναμης, όντας πεπεισμένος πως θα ήταν ικανή η δική του ηγεσία να οδηγήσει τα πράγματα σε αναμόρφωση δομική, τοιούτη του σοβιετικού καθεστώτος και μετατροπή του σε δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας του πολιτεύματος.

Η ανωτέρω ψευδαίσθηση πολιτικής πραγματικότητας βασιζόταν σε μια ιδεαλιστική και εξωπραγματική αντίληψη ως προς την ικανότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας να αναμορφωθεί εκ βάθρων, μετατρεπόμενο από ολοκληρωτικό μαρξιστικής έμπνευσης σε δημοκρατικό δυτικών προτύπων.

Ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ δέχτηκε την αύρα της επιρροής της Δύσης μέσα από τις εικόνες «καπιταλιστικής ελευθερίας» και καταναλωτικού ευδαιμονισμού, που σαφώς και δεν ανταποκρίνονταν στις κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες ενός ανίσως διαρθρωμένου κόσμου των Δυτικών κοινωνιών, συνθήκη που οικοδόμησε μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση μιας ανύπαρκτης πραγματικότητας, όπερ και τον επηρέασε στις κινήσεις μεταρρυθμιστικής αλλαγής στο πολιτικό σύστημα της χώρας του.

Η ψευδαίσθηση εδράζεται στο γεγονός της αναγκαιότητας οι πολιτικές αλλαγές να παραπέμπουν διασυνδεόμενες εν τοις πράγμασι με την ιστορική και κοινωνικοπολιτιστική διάρθρωση και τη διαχρονική εμπειρία του τόπου εν γένει, πράγμα που στην περίπτωση του σοβιετικού ιμπέριουμ, με επίκεντρο τη Ρωσία, υπογραμμίζει την απουσία δημοκρατικής παράδοσης και εμπειρίας στη διαχειριστική προσέγγιση της γέννησης και πορείας του δημοκρατικού γίγνεσθαι.

Επομένως, αυτή η ιδεαλιστικού τύπου άγνοια του ιστορικού πλαισίου ως θεμελιακής αναγκαιότητας προσέγγιση στη διαδικαστική πρωτοβουλία μεταρρυθμιστικών ενεργειών, συνιστά ένα κρίσιμο επίπεδο στην περίπτωση τής υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανάπτυξης πολιτικών κατά τα ανωτέρω πρωτοβουλιών, συντελώντας αφεύκτως στην πορεία της χώρας προς κατάρρευση και εν τέλει διάλυση.

Σημειώνεται συναφώς πως η κατάρρευση δεν ήρθε ούτε αιφνιδίως, ούτε και τυχαία, αλλά οι «ρωγμές» του συστήματος συνιστούσαν ήδη μιαν άδηλη πραγματικότητα, την οποία και ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ, παρατηρώντας την, αφελώς εξελάμβανε ως εκσυγχρονιστική πορεία των πραγμάτων.

Στην αντίπερα όχθη, η δύση εκείνη την περίοδο ήταν σε θέση να διαβλέψει, όχι το τέλος, αλλά τις αντιφάσεις που υφίσταντο μεταξύ ολοκληρωτικής πραγματικότητας και δημοκρατικής προσδοκίας, αντικρίζοντας τον Γκορμπατσόφ ως μια προσωπικότητα, της οποίας η ιδεαλιστική προσέγγιση παρέπεμπε στην πραγματικότητα ενός ευάλωτου κρίκου ενός σκληρά και αυστηρά θεμελιωμένου πολιτικού συστήματος, του οποίου οι αντοχές δεν ανταποκρίνονταν στην εικόνα που εξέπεμπε.

Ως εκ τούτου, η ακούσια ή εκούσια πολιτικά επωφελής για τους ίδιους τους Δυτικούς διαχείριση ενός ιδεαλιστή, εξωπραγματικώς κινούμενου ηγέτη, συνιστούσε μια πολιτική στρατηγική του δυτικού κόσμου, η οποία και αναδείκνυε την εν τοις πράγμασι εικόνα ενός πεπτωκότος ηγέτη μιας εν διαλύσει ευρισκόμενης αυτοκρατορίας.

Το χάος που ακολούθησε την πτώση του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη και που θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο, κατέγραφε την τραγωδία ενός εσωτερικού πολέμου όλων εναντίον όλων με το σύστημα, πραγματοποιώντας βηματισμούς μεταξύ άγνοιας και κλιμακούμενης διαφθοράς, να αφήνει τα πράγματα να οδηγηθούν στο τελικό κλείσιμο της αυλαίας της πορείας ενός σοσιαλιστικού πειράματος, με στόχο την κομμουνιστική αταξική κοινωνία.

Η περίπτωση του εσχάτως αποδημήσαντος τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη, ο οποίος μένει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που διέλυσε μιαν αυτοκρατορία, για να τιμηθεί εν τέλει από τους άσπονδους εχθρούς της χώρας του με ένα Νόμπελ Ειρήνης, που παραπέμπει αφεύκτως σε εκδικητική προς το ρωσικό έθνος ταπείνωση, υπογραμμίζει και υποδεικνύει σήμερα την αναγκαιότητα γνώσης του ιστορικοπολιτικού πλαισίου, που διέπει την πορεία κάθε λαού και εκάστης χώρας, αλλά και ενός διεθνούς περίγυρου, ο οποίος σε μια ρεαλιστική προσέγγιση του κόσμου λειτουργεί οιονεί διεκδικητικά, ενίοτε δε και επεκτατικά από την ίδια τη διάρθρωση των κρατικών ανταγωνιστικών δομών, που διέπουν το διεθνές σύστημα από τον διαφωτισμό και εντεύθεν.