Καύσιμα: €180 εκ. στα πρατήρια των κατεχομένων από Ε/κ
Στα 180 εκατομμύρια ευρώ υπολογίζεται το κόστος των καυσίμων που αγοράζουν οι Ελληνοκύπριοι από πρατήρια των κατεχομένων - Πάνω από 80 εκατομμύρια τα χαμένα φορολογικά έσοδα για το κράτος - Σε απόγνωση οι πρατηριούχοι Λευκωσίας και ελεύθερης Αμμοχώστου
Στα 180 εκατομμύρια ευρώ υπολογίζεται το ποσό που θα αφήσουν στα πρατήρια των κατεχομένων το 2022 οι χιλιάδες ελληνοκύπριοι που μεταβαίνουν καθημερινά στο ψευδοκράτος των τουρκοκρατούμενων εδαφών της Δημοκρατίας, για να γεμίσουν τα αμάξια τους με καύσιμα.
Την ίδια στιγμή η Κυβέρνηση βλέπει με σταυρωμένα τα χέρια, και χωρίς να λαμβάνει κάποια ουσιαστική πρωτοβουλία, να τονώνεται εμπαικτικά η οικονομία του κατοχικού καθεστώτος εις βάρος των δημόσιων ταμείων της Δημοκρατίας, λόγω ανείσπρακτων φόρων, και εις βάρος των πρατηριούχων, που έχουν τις επιχειρήσεις τους στον αναπνευστήρα, περιμένοντας να γίνει τουλάχιστον το αυτονόητο: να εφαρμοστεί ο κανονισμός της Πράσινης Γραμμής.
Οι πληροφορίες και τα στοιχεία που υπάρχουν για το ύψος της αγοράς καυσίμων από Ελληνοκυπρίους στα κατεχόμενα δεν επιτρέπουν ακριβείς αναφορές, λόγω της ανυπαρξίας έγκυρων στατιστικών στο ψευδοκράτος. Ωστόσο, σχετικοί υπολογισμοί κρατικών υπηρεσιών, οργανισμών και εμπορικών συνδέσμων συγκλίνουν στο ότι:
- Περίπου το 15% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης καυσίμων κίνησης από Ελληνοκυπρίους αγοράζεται από πρατήρια των κατεχομένων. Υπογραμμίζεται πως ο Κυπριακός Σύνδεσμος Καταναλωτών θεωρεί πως το ποσοστό αυτό, για το 2022, ανέρχεται σε 25%.
- Η αξία των καυσίμων (σε λιανικές τιμές των ελεύθερων περιοχών) που αγοράζουν οι Ελληνοκύπριοι από τα κατεχόμενα υπολογίζεται στα 15 εκατομμύρια ευρώ μηνιαίως, που σημαίνει πως σε ετήσια βάση φτάνει τα 180 εκατομμύρια ευρώ (για το 2022). Κάτι, εξάλλου, που επιβεβαιώνει και ο Σύνδεσμος Πρατηριούχων Κύπρου.
Με βάση αυτούς τους αριθμούς, η Κυπριακή Δημοκρατία υπολογίζεται πως θα απολέσει, μόνο το 2022, περίπου 80 εκατομμύρια ευρώ.
Πρόκειται για ανείσπρακτους φόρους κατανάλωσης, που ανέρχονται στα 44 σεντ ανά λίτρο για τη βενζίνη 95 οκτανίων και σε 41 σεντ ανά λίτρο για το πετρέλαιο κίνησης, αλλά και για τον ανείσπρακτο ΦΠΑ 19%.
Το 2019 το κράτος έχασε πάνω από €88 εκ.
Εξάλλου το 2019 -την τελευταία χρονιά πριν από την πανδημία-, μετρήσεις του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών κατέδειξαν πως οι αγορές καυσίμων Ελληνοκυπρίων από τα κατεχόμενα έφτασαν τα 162 εκατομμύρια ευρώ. Μάλιστα, με βάση την τιμή καυσίμων, τον ΦΠΑ και τον Φόρο Κατανάλωσης, που ίσχυαν τότε, υπολογίζεται πως η Κυπριακή Δημοκρατία απώλεσε συνολικά πάνω από 88 εκατομμύρια ευρώ σε φόρους, ενώ οι πρατηριούχοι απώλεσαν έσοδα ύψους 7.380.121 ευρώ.
Κόστος υπερδιπλάσιο από τις «εξυπνάδες» με τα «χρυσά διαβατήρια»
Με απλά λόγια, η Κυπριακή Δημοκρατία κάθε χρόνο χάνει τουλάχιστον 80 με 85 εκατομμύρια ευρώ από ανείσπρακτους φόρους λόγω της αδράνειας με την οποία αντιμετωπίζει την παράνομη αγορά καυσίμων από πολίτες της, από πρατήρια των κατεχομένων.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι, από τη διαβόητη μη εφαρμογή Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τον ΦΠΑ στα ακίνητα των «χρυσών διαβατηρίων» η Δημοκρατία έχασε 204 εκατομμύρια ευρώ σε 7 χρόνια, ενώ από τη μη εφαρμογή του κανονισμού της Πράσινης Γραμμής με συντηρητικούς υπολογισμούς χάνει πάνω από 560 εκατομμύρια ευρώ για το ίδιο διάστημα (και μόνο σε ό,τι αφορά την παράνομη αγορά καυσίμων), τότε καταλαβαίνει κανείς το σκανδαλώδες μέγεθος του προβλήματος και την επιτακτική ανάγκη ενεργοποίησης των αρμόδιων υπηρεσιών.
Πού έγκειται η παρανομία
Πέρα από την πολιτική, ηθική κ.ο.κ. διάσταση του ζητήματος, το πηγαινέλα Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα για εφοδιασμό καυσίμων συνιστά, βάσει του κανονισμού της Πράσινης Γραμμής, παρανομία.
Βάσει του κανονισμού της Πράσινης Γραμμής η διακίνηση αγαθών από τα κατεχόμενα εδάφη στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας επιτρέπεται μόνο αν τα προϊόντα αυτά παράγονται εξολοκλήρου στα κατεχόμενα ή αν τυγχάνουν στα κατεχόμενα μεταποίησης ή επεξεργασίας πριν από την προώθησή τους για τελική πώληση. Κάτι το οποίο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για τα καύσιμα στο ψευδοκράτος, τα οποία έρχονται από την Τουρκία και διανέμονται στα πρατήρια πωλήσεων των κατεχομένων.
Επιπλέον, τα καύσιμα στα κατεχόμενα είναι προϊόν το οποίο δεν υπόκειται στους απαιτούμενους και νόμιμους περιβαλλοντικούς ελέγχους και ελέγχους ποιότητας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η χρήση τους όπως προνοούν οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες.
Η Κυβέρνηση τον χαβά της…
Αυτά τα δύο επιχειρήματα προτάσσουν και οι οργανωμένοι πρατηριούχοι, οι οποίοι βρίσκονται, όπως ανέφεραν στη «Σημερινή», υπό τρομερή πίεση, ειδικά στην περιοχή της ελεύθερης Αμμοχώστου και στη Λευκωσία.
«Φωνάζουμε να μας ακούσουν και ζητούμε τουλάχιστον το αυτονόητο: Την εφαρμογή του κανονισμού της Πράσινης Γραμμής, προκειμένου να περιοριστεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός που οδηγεί τις επιχειρήσεις μας στον αναπνευστήρα», δήλωσε στη «Σ» ο εκπρόσωπος Τύπου του Συνδέσμου Πρατηριούχων, Χριστόδουλος Χριστοδούλου.
Από την άλλη, κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι «παρακολουθείται το όλο ζήτημα και βρίσκονται υπό εξέταση διάφορες σκέψεις προκειμένου να βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης». Ωστόσο, όπως μας είπαν, δεν υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες επίλυσης του ζητήματος, επειδή σχετίζεται με «ευαίσθητα πολιτικά κυρίως ζητήματα».
«Δεν μπορούμε να ελέγχουμε, επειδή θα προκληθεί ταλαιπωρία στα οδοφράγματα»
Πάντως, σε δια-υπηρεσιακές συσκέψεις, για εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης του ζητήματος, έπεσαν στο τραπέζι σκέψεις όπως ιχνηθέτηση καυσίμων (να ελέγχονται δηλαδή μέσω κάποιας ουσίας -με χρώμα ή μυρωδιά- η οποία θα μπαίνει επί τούτου στα καύσιμα), αύξηση υφιστάμενων ελέγχων σε ντεπόζιτα κ.ά. Όλα όμως σκοντάφτουν στην αδυναμία άσκησης εκτεταμένων ελέγχων στα οδοφράγματα.
«Οι διελεύσεις είναι μερικά εκατομμύρια κάθε χρόνο. Αν ελέγχουμε τα ντεπόζιτα κάθε αυτοκινήτου που περνά από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές, θα προκληθεί μεγάλη ταλαιπωρία», ανέφερε κυβερνητική πηγή.
«Και τι να κάνουμε;»
Στη διευκρινιστική ερώτηση «δηλαδή το κράτος αφήνει να τελείται παρανομία, που κοστίζει μάλιστα δεκάδες εκατομμύρια για τα δημόσια ταμεία, για να μην ταλαιπωρεί όσους παρανομούν;», η απάντηση ήταν «και τι να κάνουμε;»…
Η εφαρμογή του νόμου, πάντως, είναι μια καλή αρχή…
Κατασχέσεις μπιτονιών στα οδοφράγματα
Όπως αναφέρθηκε από αρμόδιους λειτουργούς στη «Σ», «το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί οι έλεγχοι και καθημερινώς κατάσχονται από διερχόμενα οχήματα μπιτόνια με καύσιμα που προσπαθούν Ελληνοκύπριοι να περάσουν στις ελεύθερες περιοχές από τα κατεχόμενα».
Σε ό,τι αφορά τα επαγγελματικά οχήματα, όπως ταξί και φορτηγά, οι έλεγχοι καυσίμων είναι δεδομένοι για όλα ανεξαιρέτως.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Σημερινής», το τελευταίο διάστημα οι έλεγχοι δεν έχουν αυξηθεί μόνο στα οδοφράγματα από τα οποία διέρχονται οχήματα και πεζοί, αλλά σε όλο το μήκος της γραμμής αντιπαράταξης.
«Έχουμε αυξήσει τις περιπολίες και τους αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε όλο το μήκος της γραμμής αντιπαράταξης προκειμένου να περιορίσουμε, εκτός των άλλων, τα φαινόμενα λαθρεμπορίου. Καταλαβαίνετε πως πρόκειται για δύσκολο έργο και ελέγχους που εκτείνονται σε μήκος περίπου 185 χιλιομέτρων και πολλές φορές σε δύσβατες περιοχές».
ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ
JCC: Πέραν των 13 εκατ. ευρώ οι πληρωμές με κάρτες το καλοκαίρι
Ξεπέρασαν τα 13 εκατομμύρια ευρώ οι πληρωμές με κάρτες κυπριακών τραπεζών στα κατεχόμενα αυτό το καλοκαίρι, σύμφωνα με τα στοιχεία της JCC. Τα στοιχεία για τη χρήση καρτών κυπριακών τραπεζών στα κατεχόμενα, που εξασφάλισε η «Σημερινή», αφορούν τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο (μέχρι τις 29/08) του 2022 σε σύγκριση με τα προηγούμενα τρία έτη. Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν πως το ποσό για φέτος διπλασιάστηκε σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο το 2019 (προ πανδημίας). Συγκεκριμένα, για τους τρεις μήνες του καλοκαιριού φέτος ο τζίρος έφτασε τα 13.385.949 ευρώ, ενώ για το 2019 ανερχόταν στα 6.116.315 ευρώ. Βέβαια, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως η συνολική χρήση καρτών φέτος αυξήθηκε αρκετά σε σχέση με το 2019. Το 2020, έτος όπου κυριάρχησε η πανδημία του κορωνοϊού με τα οδοφράγματα να παραμένουν κλειστά λόγω των περιοριστικών μέτρων κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, οι πληρωμές με κάρτες κυπριακών τραπεζών στα κατεχόμενα έφτασαν μόλις τις 568.072 ευρώ, ενώ το 2021 έφτασαν τα 4.140.635 ευρώ.