Αναλύσεις

Επιστήμη, Ορθόδοξη Πίστη και Αλήθεια

Συχνά-πυκνά, εκφράζεται η θέση ότι κάποιες από τις απόψεις ή τις ανακαλύψεις των ανθρώπων του χώρου της επιστήμης έρχονται, κατά καιρούς, σε σύγκρουση, με τις θέσεις της Ορθόδοξης μας Πίστης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή ή την Ευρύτερη Ορθόδοξη Πατερική Γραμματεία.

Συχνά-πυκνά, εκφράζεται η θέση ότι κάποιες από τις απόψεις ή τις ανακαλύψεις των ανθρώπων του χώρου της επιστήμης έρχονται, κατά καιρούς, σε σύγκρουση, με τις θέσεις της Ορθόδοξης μας Πίστης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή ή την Ευρύτερη Ορθόδοξη Πατερική Γραμματεία. Είναι όμως σωστή αυτή η θέση; Ή μήπως η σύγκρουση επισυμβαίνει, γιατί η μία πλευρά δεν γνωρίζει πλήρως και επακριβώς τις θέσεις της άλλης; Ή ακόμη, αυτό επισυμβαίνει, γιατί αυτοί που εκπροσωπούν τη μια ή την άλλη πλευρά δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι για τις ίδιες, τις δικές τους θέσεις ή αλήθειες. Ή μήπως γιατί οι «θέσεις» ή «αλήθειες» τις οποίες υποστηρίζουν, δεν είναι ακριβώς αυτές που ισχύουν στην πραγματικότητα;

Η επιστημονική γνώση ή επιστημονική θεωρία είναι, εξ ορισμού, η αποδεδειγμένη γνώση. Η επιστήμη έχει ως βασική αρχή της να μην αποδέχεται ο,τιδήποτε είναι αναπόδεικτο. Πολλές φορές, όμως, ακούμε, στον χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων, τον όρο «Θεωρία», ακόμη και σε θέματα ή προβλήματα, όπου η αυστηρή επιστημονική αποδεικτική διαδικασία αδυνατεί να εφαρμοστεί ή, και αν εφαρμοστεί, αδυνατεί να δώσει πειστικές αποδείξεις, για την εξήγηση ενός φαινομένου ή τη λύση ενός προβλήματος. Για κάποιους επιστήμονες είναι αρκετό να δεχτούν ότι μια Θεωρία ισχύει, αν υπάρχουν, γι΄ αυτούς, κάποιες σοβαρές ενδείξεις για την πιθανή εξήγηση ενός φαινομένου ή την πιθανή λύση ενός προβλήματος. Μερικές από τις θεωρίες αυτές ήταν και οι, κατά καιρούς, τοποθετήσεις των επιστημόνων, κυρίως αυτών που δραστηριοποιούνται (κινούνται) στους χώρους της Φυσικής, της Αστροφυσικής και της Κοσμολογίας, και αναφορικά με τη Δημιουργία του Σύμπαντος. Κάποια από τα ερωτήματα τους στο θέμα αυτό ήταν: πως δημιουργήθηκε το σύμπαν, τι υπήρχε πριν τη δημιουργία του, ποια ήταν η αρχική αιτία της δημιουργίας του κ.ά.

Στην περίπτωση των αναπόδεικτων θεωριών, παρουσιάζεται πολύ συχνά, το φαινόμενο, μια νέα θεωρία να αναιρεί την προηγούμενη, μια μεταγενέστερη να αναιρεί την αμέσως προηγούμενη της, κ.ο.κ. Αυτό, προφανώς, συμβαίνει γιατί γίνεται παραβίαση της αρχής στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως: τίποτε δεν είναι αποδεκτό στο πεδίο που εξετάζει η επιστήμη, αν δεν είναι επαρκώς αποδεδειγμένο. Αλλά το πλέον παράξενο και αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, ο ίδιος επιστήμονας που δημιούργησε και στήριξε μια συγκεκριμένη θεωρία, λίγο αργότερα, αυτός ο ίδιος την αναιρεί. Το πιο τρανό παράδειγμα είναι αυτό του Stephen William Hawking, Βρετανού θεωρητικού φυσικού και κοσμολόγου, συγγραφέα και διευθυντή ερευνών στο Κέντρο Θεωρητικής Κοσμολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge για αρκετά χρόνια, ο οποίος απεβίωσε, πριν μερικά χρόνια, και συγκεκριμένα, στις 14 Μαρτίου 2018.

Αντιγράφω, σε μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά, από το https://www.newsweek.com/ :

«Η θέση του επιστήμονα για την ύπαρξη του Θεού, μέχρι τότε, εθεωρείτο κάπως θολή ανάμεσα στον αγνωστικισμό και τον αθεϊσμό. Στο βιβλίο του A Brief History of Time, το 1988, ο Hawking έγραψε ότι η επίτευξη μιας «θεωρίας των πάντων» θα ήταν «ο απόλυτος θρίαμβος της ανθρώπινης λογικής – γιατί τότε θα πρέπει να γνωρίζουμε το μυαλό του Θεού».

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το βιβλίο του το 2010 The Great Design, στο οποίο είπε ότι η ιδέα του Θεού «δεν ήταν απαραίτητη» για να εξηγήσει την προέλευση του σύμπαντος καθώς οι νόμοι της φυσικής προσφέρουν αρκετή εξήγηση.

Αυτή η δήλωση που θεωρήθηκε ως αλλαγή από την προηγούμενη θέση του για τον Θεό και το σύμπαν καθώς, σε μια συνέντευξη στο Reuters το 2007, ο Χόκινγκ είπε «Πιστεύω ότι το σύμπαν διέπεται από τους νόμους της επιστήμης», παραδεχόμενος ότι «οι νόμοι μπορεί να έχουν οριστεί από τον Θεό, αλλά ο Θεός δεν επεμβαίνει για να παραβιάσει τους νόμους».

Αργότερα ο Χόκινγκ επέτρεψε τη δυνατότητα ταύτισης του Θεού με τους νόμους της φύσης, αλλά απέρριψε την ιδέα ενός «ανθρώπινου όντος» με το οποίο κάποιος έχει προσωπική σχέση. «Όταν κοιτάς το τεράστιο μέγεθος του σύμπαντος και πόσο ασήμαντη είναι μια τυχαία ανθρώπινη ζωή σε αυτό, αυτό φαίνεται πιο αδύνατο», είπε στην Diane Sawyer του ABC News το 2010, λίγους μήνες πριν από τη δημοσίευση του The Great Design.»

Το φαινόμενο αυτό δεν είναι σύγχρονο. Ανάγεται, όπως όλα τα παρόμοια, άλλωστε, στην Αρχαία Ελλάδα. Πολλοί αρχαίοι Έλληνες σοφοί και φιλόσοφοι ανάπτυσσαν διάφορες θεωρίες τις οποίες προσπαθούσαν να τεκμηριώσουν κατά το δοκούν και το δύνασθαι. Κάποιες από αυτές αφορούσαν και το αίτιο της δημιουργίας του σύμπαντος. Ας δούμε, σε μετάφραση στην Νεοελληνική, τι είπε ο Μέγας Βασίλειος στη α΄ ομιλία του στην «Εξαήμερον», στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, αναφορικά με το θέμα αυτό:

«Ο θαυμασμός που θαμπώνει τη διάνοιά μου δεν με αφήνει να μιλήσω. Τι να πω πρώτα; Από πού να αρχίσω την εξήγηση; Να ελέγξω τις ανοησίες των απ' έξω; Ή να εξηγήσω τη δική μας αλήθεια;

Πολλά διαπραγματεύτηκαν για τη φύση οι σοφοί των Ελλήνων, αλλά καμία θεωρία τους, δεν τους έμεινε χωρίς να κλονιστεί και να ανατραπεί· πάντοτε ο επόμενος ανέτρεπε τον προηγούμενο.

Έτσι εμείς δεν έχουμε καμία ανάγκη να ελέγξουμε τις θεωρίες εκείνων· αρκούν οι ίδιοι να ανατρέπουν ο ένας τον άλλον. Διότι αυτοί που αγνόησαν τον Θεό, ακόμα δεν παραδέχθηκαν ότι στη γέννηση του παντός προϋπήρξε μία σκεπτόμενη αιτία, αλλά σύμφωνα με την αρχική τους άγνοια, συμπέραναν και τα επακόλουθα συμπεράσματά τους.»

Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι ο Μέγας Βασίλειος δεν ήταν απλώς ο θεμελιωτής της Καππαδοκικής Θεολογίας και ο απόλυτα πιστός ακόλουθος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης. «Η παιδεία την οποία απέκτησε στην Καισάρεια, την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει τότε το ανθρώπινο πνεύμα», σημειώνει ο Στυλιανός Παπαδόπουλος στην Πατρολογία του. Και συνεχίζει: « Την ελληνική παιδεία την αγάπησε με πάθος και της δόθηκε πολύ, ώστε την έμαθε πλατιά και τη σπούδασε βαθιά όσο σπάνια κατορθώνουν οι άνθρωποι. Οι Έλληνες ποιητές, οι τραγικοί και οι φιλόσοφοι, τον σαγήνευαν. Έτσι, έγινε και η παιδεία ποταμός που πότισε και την τελευταία ίνα του είναι του. Ας σημειωθεί ότι σπούδασε ακόμα αστρονομία, μαθηματικά και ιατρική. Εκείνο που παρέλειψε να σπουδάσει ήταν η μουσική». Επομένως, κάθε λόγος του Μεγάλου Βασιλείου ήταν λόγος που δεν αφίσταται της επιστήμης. Κάθε λόγος του ήταν ταυτόχρονα λόγος θεόπνευστος και λόγος επιστημονικός.

Στη σύγχρονη τώρα Φυσική και Αστροφυσική, διατυπώνεται η άποψη ότι κενός χώρος στο σύμπαν με την έννοια της παντελούς απουσίας οποιουδήποτε είδους σωματιδίων δεν υπάρχει. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, το σύμπαν αποτελείται από το μέρος εκείνο που μπορεί να γίνει αντιληπτό από τον ανθρώπινο εγκέφαλο και ονομάζεται Μη Κενός Χώρος και από το μέρος εκείνο που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τον ανθρώπινο εγκέφαλο και λέγεται Κενός Χώρος. Όπως, δηλαδή, εδώ κάτω στη Γη, μεταξύ δύο ορατών αντικειμένων δεν βλέπουμε να υπάρχει κάτι, αλλά σίγουρα υπάρχει ο αέρας που αναπνέουμε, ο οποίος αποτελείται από μόρια οξυγόνου, αζώτου, αργού, διοξειδίου του άνθρακα, μικροσωματιδίων σκόνης κ.τ.λ., έτσι και στο διάστημα μεταξύ οποιοδήποτε δύο ή περισσοτέρων αστέρων υπάρχουν σωματίδια που δεν γίνονται αντιληπτά από τον ανθρώπινο βιουπολογιστή. Η άποψη αυτή, επίσης δεν είναι τόσο σύγχρονη όσο ακούγεται. Στην Αρχαία Ελλάδα, ο ατομικός Δημόκριτος ο οποίος διδάχτηκε από τον Λεύκιππο τη φιλοσοφία του Παρμενίδη, αναφέρεται στο «Όν» και το «Μη όν». Αυτό που η σημερινή επιστήμη ονομάζει Κενό Χώρο, ο Δημόκριτος το ονομάζει «Μη όν» και αυτό που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας το ονομάζει «Όν» και το ταυτίζει με το «πλήρες» και το «στερεό». Μιλώντας στο σεμινάριο, με θέμα «Κοσμολογία του Δημόκριτου», που οργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Παλαίχθων, στην Αθήνα, ο διακεκριμένος Έλληνας αστροφυσικός, πρώην καθηγητής Αστροφυσικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δρ. Μάνος Δανέζης, αναφέρει σχετικά τα εξής: «Το «Μη όν» για τον Δημόκριτο δεν υπάρχει κατά ένα τρόπο υποδεέστερο του αισθητού «όντος», εφόσον έχει και αυτό ιδιαίτερη φύση και υπόσταση».

Ο Δρ. Μάνος Δανέζης, επανέλαβε, πάρα πολλές φορές, σε σεμινάρια που έχει μιλήσει, και στις, κατά καιρούς, τηλεοπτικές του εμφανίσεις, την άποψη ότι αυτό το ορατό και αντιληπτό, από τον άνθρωπο, μέρος του σύμπαντος, που η κλασσική Φυσική το ονομάζει ύλη, δεν είναι τίποτε άλλο από διακυμάνσεις του Κενού Χώρου ή καμπυλώσεις του Κενού Χώρου προς την τέταρτη διάσταση. Χάριν παραδείγματος, αναφέρουμε μόνο αυτό που ο Δρ. Δανέζης τόνισε στο σεμινάριο, με θέμα « Βαρυτικά κύματα – Μελετώντας την αόρατη θάλασσα του Κενού Χώρου», που οργάνωσε ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, στην Αθήνα: «Η ύλη, το φορτίο, ο ηλεκτρομαγνητισμός και τα υπόλοιπα πεδία (σημ. όπως το πεδίο της βαρύτητας) είναι μόνο οι εκδηλώσεις της κάμψης του κενού χώρου». Να σημειώσουμε μάλιστα ότι ο Δρ. Δανέζης αναφέρει ότι η άποψη αυτή δεν είναι δική του, αλλά του Αμερικανού θεωρητικού φυσικού John Wheeler. Να πούμε, επίσης, ότι ο Δρ. Δανέζης, υπογραμμίζει πάντοτε, με έμφαση, ότι αυτά που λέει δεν είναι δικά του, αλλά άλλων επιστημόνων που ασχολούνται με το θέμα και είναι όλα πειραματικά αποδεδειγμένα. Φαντάζομαι ότι ο Δρ. Δανέζης όλα αυτά τα αναφέρει και στην πλούσια βιβλιογραφία που έχει αναπτύξει, την οποία, δυστυχώς, δεν είχα, μέχρι σήμερα, την ευκαιρία να μελετήσω. Η θέση, λοιπόν, του Δρ. Δανέζη είναι ότι για να δημιουργηθεί αυτό που εμείς, ως βιουπολογιστές, αντιλαμβανόμαστε ως ύλη, πρέπει να υπάρχουν διαταράξεις ή καμπυλώσεις στον Κενό Χώρο. Επομένως, καταλήγει στην άποψη ότι και το σύμπαν δεν μπορεί να δημιουργήθηκε από το τίποτε, αλλά από κάτι που προϋπήρχε, από κάποιες αναταράξεις στον Κενό Χώρο, όπου ο χώρος αυτός δεν είναι εντελώς άδειος, αλλά όπως τον έχουμε περιγράψει πιο πάνω. Μοιραία, αυτή η θέση του Δρ. Δανέζη, τον έφερε αντιμέτωπο με κάποιους ανθρώπους της εκκλησίας μας οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η δημιουργία του κόσμου έγινε από το τίποτα. Εξηγεί, μάλιστα, ότι αυτοί που υποστηρίζουν τη θέση αυτή, την αντλούν από τα πατερικά κείμενα που λένε ότι «το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μη όντος». Και συνεχίζει, λέγοντας ότι κάποιοι άνθρωποι της εκκλησίας, ιερείς, θεολόγοι κ.τ.λ. δεν γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει η φράση «εκ του μη όντος». Ο Μέγας Βασίλειος, όμως, λέει ο Δρ. Δανέζης, που αναφέρθηκε, επίσης, στο θέμα αυτό, επειδή μελέτησε σε βάθος την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, γνωρίζει την πραγματική έννοια του «μη όντος» και ήξερε ακριβώς τι έλεγε για το θέμα αυτό και τι σημαίνει ο όρος «εκ του μη όντος». Στο σημείο αυτό, μάλιστα, μας παραπέμπει στην α΄ ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου στην Εξαήμερο. Ψάξαμε, λοιπόν, στην, υπό αναφορά, ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου και βρήκαμε τα εξής λεχθέντα από τον Μέγα Βασίλειο, τα οποία, επίσης, δίνουμε σε μετάφραση:

«Επειδή, όπως φαίνεται, υπήρχε κάτι και πριν από αυτό τον κόσμο, κάτι το οποίο μπορούμε μεν να το καταλάβουμε θεωρητικά με τη διάνοιά μας, όμως αφέθηκε ανιστόρητο, επειδή δεν ήταν κατάλληλο προς αποκάλυψη, γι' αυτούς που τώρα μόλις εισάγονται στη γνώση και είναι ακόμα νήπιοι ως προς αυτήν.

Υπήρχε μία κατάσταση παλιότερη της δημιουργίας του κόσμου που άρμοζε στις υπερκόσμιες δυνάμεις, που υπερβαίνει τον χρόνο, αιώνια, αΐδια. Και ο Κτίστης όλων και Δημιουργός σε αυτή την κατάσταση έπλασε δημιουργήματα, το νοητό φως που στολίζει την μακαριότητα αυτών που αγαπούν τον Κύριο, τις λογικές και αόρατες φύσεις, και όλο τον αρμονικό κόσμο των νοητών, όσων υπερβαίνουν τη διάνοια μας, των οποίων δεν είναι δυνατό να συλλάβουμε ούτε τις ονομασίες τους.»

Συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι ο Δρ. Δανέζης, στο θέμα αυτό, έχει απόλυτο δίκαιο. Επομένως, η ανακάλυψη της επιστήμης συμβαδίζει απόλυτα με τη σωστή θέση της Ορθόδοξης Πίστης, στο θέμα αυτό, που δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου.

Πάγια θέση μου, την οποία διατύπωσα πολλές φορές και τη διατυπώνω και τώρα, είναι η εξής: Όσοι από εμάς πιστεύουμε ότι η Ορθόδοξη Πίστη είναι η μόνη αληθινή πίστη, γιατί εκπροσωπεί την εξ΄ αποκαλύψεως, από τον ίδιο τον Κύριο, Αλήθεια, δεν έχουμε να φοβηθούμε, ποτέ και για τίποτε, από οποιαδήποτε νέα ή παλιά ανακάλυψη της επιστήμης, αρκεί να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για αυτό που, ακριβώς, λέει η Πίστη μας και γι αυτό που, ακριβώς, έχει αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η επιστήμη.