O Διγενής στην Κακοπετριά

Κάτω από νεροποντή και χαλαζοθύελλα δυο ημερών, πριν από 66 χρόνια ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ έφτασε στην Κακοπετριά

Κακοπετριά, 12 Δεκεμβρίου 1955. Άγριος καιρός. Χαλάζι, βροχές, καταχνιά. Νωρίς το απόγευμα τα σύννεφα αραίωσαν σιγά-σιγά και πρόβαλε μέσ’ από τα σύννεφα ο ήλιος για να δύσει σε λίγη ώρα και να ξαναρχίσει βροχή, συνοδευόμενη από χαλάζι. Βγήκα από το γραφείο του νονού μου Ανδρέα Παπαδόπουλου για να πάω στο σπίτι του, που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο «Λουκούδι», προκειμένου να κάμω κάτι, που μου είχε αναθέσει. Δεν πρόλαβα να προχωρήσω 150 μέτρα και βλέπω να έρχεται από την αντίθετη μεριά του δρόμου ένας γεροδεμένος άντρας, με βρεγμένη αντάρτικη στολή. Τα ρούχα του ήταν μούσκεμα κι ο ίδιος αξύριστος. Επειδή με είδε που έβγαινα από το γραφείο του νονού μου, που τον γνώριζε, με ρώτησε:

- Ο Αντρέας Παπαδόπουλος είναι μέσα;

- Ναι, είναι στο γραφείο του, του απάντησα και τον οδήγησα στο πίσω δωμάτιο του ισογείου του σπιτιού του νονού μου, όπου ήταν τότε το γραφείο της εταιρείας αυτοκινήτων «Σολέα».

Ο νονός μου, μόλις είδε τον άγνωστο σ’ εμέ αντάρτη, κατάλαβε τι ακριβώς συνέβαινε και μου παρήγγειλε να βγω στο ανώγι να πω στη νονά μου να ετοιμάσει φαγητό και μετά να κινηθώ αμέσως για να βρω τον Χαράλαμπο Κυριακίδη. Βγήκα στο ανώγι και είπα στη νονά μου να ετοιμάσει φαγητό για πεντέξι άτομα. Μου είπε να σφάξω δυο όρνιθες, όπως και έκανα. Μετά έτρεξα σε αναζήτηση του Κυριακίδη. Πήγα στο σπίτι του, αλλά δεν ήταν εκεί. Οι δικοί του μου είπαν πως δεν ήξεραν πού είναι κι έφυγα. Γύρισα αμέσως στον νονό μου. Του ανέφερα πως δεν βρήκα τον Χαμπή και μου ‘πε να ψάξω παντού μέχρι να τον βρω.

Για την ιστορική εκείνη μέρα, ο αείμνηστος νονός μου θα μου αφηγηθεί αργότερα: «Ήταν περασμένο μεσημέρι της 12ης Δεκεμβρίου 1955. Γνώριζα ότι ο Διγενής είχε διαφύγει από τα Σπήλια, όπου έγινε η μάχη την προηγούμενη μέρα και ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα ερχόταν στην Κακοπετριά, που ήταν γνωστή του περιοχή. Κι αυτός ήταν ένας λόγος να μη φύγω καθόλου από το γραφείο εκείνη τη μέρα. Όπως θυμάσαι κι εσύ, ενώ καθόμουν στο γραφείο μού έφερες τον Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου. Σου είπα αμέσως ν’ ανέβεις από την πίσω κινητή σκάλα και να πεις της νονάς σου να ετοιμάσει φαγητό. Μετά, χωρίς καθυστέρηση, να πας να βρεις τον Χαμπή τον Κυριακίδη. Μόλις έφυγες, άρχισα να επιπλήττω τον μακαρίτη τον Ευαγόρα. ‘‘Ρε Ευαγόρα -του είπα-, γιατί ήρθες μέρα μεσημέρι, ‘μουσκίδι’ με τα άρβυλα και τα στρατιωτικά ρούχα; Αν σε είδε κανένας που σε ξέρει; Ανέπεφτες σε περίπολο στρατιωτών;’’.

»‘‘Κύριε Παπαδόπουλε, μού είπε, ο ίδιος ο Αρχηγός μ’ έστειλε. Από χθες είμαστε νηστικοί. Τα ρούχα όλων μας, όπως βλέπεις, είναι μούσκεμα. Έπρεπε να έρθω για να σε ενημερώσω πού βρίσκεται ο Αρχηγός, να πάρω τροφή για τον ίδιο και τους άλλους που είναι μαζί του κρυμμένοι κάτω από μια πυκνόφυλλη λατζιά στα υψώματα ανατολικά της Κακοπετριάς’’.

»Από την πίσω κινητή σκάλα βγήκαμε στο ανώγι , όπου η νονά σου είχε στο μεταξύ ετοιμάσει φαγητό. Ο Ευαγόρας κάθισε στη σόμπα να ζεσταθεί, του δώσαμε άλλα ρούχα ν’ αλλάξει και μετά κάτσαμε στο τραπέζι για γεύμα. Ενώ τρώγαμε, μας εξιστορούσε πώς έγινε η μάχη των Σπηλιών, πώς ο Διγενής, ο Λάμπρος Καυκαλίδης, ο Χαρίλαος Ξενοφώντος και ο ίδιος έφθασαν, κυνηγημένοι από Βρετανούς στρατιώτες, στα ανατολικά υψώματα της Κακοπετριάς, κάτω από χαλάζι και αδιάκοπη βροχή. Αφού φάγαμε, ετοιμάσαμε με την πεθερά μου Αγάθη Τοφαρή φαγητό για τους άλλους και περιμέναμε τον Χαμπή Κυριακίδη, που είχες αναλάβει να τον βρεις, και να του πεις να έλθει που τον ήθελα…».

Εγώ, δυο-τρεις φορές πήγα στο σπίτι του Χαμπή, αλλά δεν τον βρήκα, οπότε είπα στους δικούς του μόλις έρθει, χωρίς καθυστέρηση, να πάει να συναντηθεί με τον νονό μου που τον περιμένει στο σπίτι του, απέναντι από την πλατεία. Γύρισα στον νονό μου, του ανέφερα ότι ο Χαμπής δεν γύρισε ακόμη σπίτι και μου είπε να συνεχίσω να τον αναζητώ. Κάθισα στην ΑΕΚ και συχνά-πυκνά πήγαινα στο σπίτι του Κυριακίδη. Γύρω στις τρεις το απόγευμα τον συνάντησα μεσοστρατίς. Ας τον αφήσουμε όμως να μας πει ο ίδιος ό,τι θυμάται, απ’ όσα συνέβησαν:

«Από το μεσημέρι της 11ηςΔεκεμβρίου είχα πληροφορίες ότι στα Σπήλια κάποιος τραυματίστηκε. Η αδελφή μου η Ευθυμία με τον σύζυγό της Χαράλαμπο Σωφρονίου είχαν πάει στο χωριό για να δουν τον Ρένο, χωρίς να γνωρίζουν ότι εκεί ήταν κέρφιου. Οι Άγγλοι τούς ανέκριναν και τους άφησαν να φύγουν, χωρίς να ξέρουν ότι ήταν συγγενείς του ‘‘Ρωμανού’’, που είχαν συλλάβει λίγο νωρίτερα, ενώ προσπαθούσε να διασπάσει τον κλοιό. Όταν γύρισαν στην Κακοπετριά και μου είπαν τα νέα, ειδοποίησα τους άλλους αγωνιστές, τον Αντρέα Παπαδόπουλο και τον Τομεάρχη Γρηγόρη Γρηγορά. Κι όταν αργότερα μάθαμε ότι ο Διγενής έσπασε τον κλοιό και διέφυγε, ήμασταν σχεδόν βέβαιοι ότι ο Αρχηγός θα ερχόταν στην Κακοπετριά. Όλο το απόγευμα της 11ης Δεκεμβρίου μέχρι αργά τη νύχτα και το πρωί της 12ης Δεκεμβρίου γύριζα στα υψώματα ανατολικά της Κακοπετριάς, προσπαθώντας, κάτω από βροχή και χαλάζι, να έρθω σ’ επαφή με τον Αρχηγό. Το απόγευμα κατέβηκα στο σπίτι για φαγητό, οπότε μου είπαν οι δικοί μου ότι σε είχε στείλει ο Παπαδόπουλος να με βρεις. Πηγαίνοντας στου Παπαδόπουλου με συνάντησες έξω από το σπίτι του Χατζηγεράσιμου και μου είπες να πάω γρήγορα στον νονό σου. Σου είπα να πας κι εσύ να βρεις τους δικούς σου και, μόλις αρχίσει να βραδιάζει, να πάτε στην Παλιά Κακοπετριά και να παρακολουθείτε τις κινήσεις στον δρόμο. Κι αν δείτε στρατιώτες, να τρέξεις αμέσως στον νονό σου και να του το αναφέρεις. Παρόμοια αποστολή ανέθεσα και στους Χριστάκη Κουλουντή και Αντρέα Λεμονάρη…».

Επιτήρηση του δρόμου

Έτρεξα να βρω τον Αντρέα Στρογγυλό, τον Αυγουστή Σπύρου και τον Αντρέα Μ. Πιλλακούρη (μακαρίτες σήμερα και οι τρεις), στους οποίους ανέφερα ότι, από κείνη τη στιγμή, αναλαμβάναμε καθήκοντα επιτήρησης του δρόμου της Παλιάς Κακοπετριάς, από το γεφύρι μέχρι το τέλος, έξω από το σπίτι μου. Ήταν διαταγή της ΕΟΚΑ, τους είπα, και δεν έπρεπε να με ρωτήσουν τίποτε περισσότερο, διότι ούτε εγώ γνώριζα. Στην Πέτρα του Αντρογύνου κρύφτηκα εγώ, στην εκκλησία ο Αυγουστής, στο καφενείο του Φίκαρου ο Πιλλακούρης και στο σταυροδρόμι -Κακοσκάλι- στο μπαλκόνι του σπιτιού του, στεκόταν ο Στρογγυλός. Απ’ εκεί θα μπορούσε να επιτηρεί δυο δρόμους. Τον έναν που ερχόταν από τα περβόλια και τ’ αμπέλια του χωριού και τον άλλο που ερχόταν από του Πίτσιλλου. Αν έβλεπα εγώ στρατιώτες, όπως ήμουν κρυμμένος, θα έτρεχα αμέσως στον νονό μου να του το αναφέρω. Αν έβλεπε ο Στρογγυλός στρατιώτες να έρχονται από το Καλούδι ή τον Άη Νικόλα, θα έτρεχε να ειδοποιήσει τον Πιλλακούρη, εκείνος τον Αυγουστή κι ο Αυγουστής εμένα, για να τρέξω στον νονό μου.

Γύρω στα μεσάνυκτα άκουσα βήματα στην άσφαλτο, έξω από το καφενείο «Δυο Ποταμοί» του Χαράλαμπου Κυπραίου. Κατέβηκα με προσοχή πίσω από την πέτρα προς το γεφύρι για να δω ποιοι ήταν, διότι η Κακοπετριά ήταν στρατοκρατούμενη και περιπολούσαν συχνά στους δρόμους της ένοπλοι στρατιώτες. Τότε είδα να προπορεύεται ο Χαμπής Κυριακίδης και ν’ ακολουθούν μερικοί άλλοι. Όταν πέρασαν το γεφύρι και μπήκαν στο λιθόστρωτο, τα βήματα σταμάτησαν. Ανησύχησα και κινήθηκα προσεχτικά ξανά προς τα κάτω, οπότε είδα τον Χαμπή και τους άλλους, που τον ακολουθούσαν, να βγάζουν μπότες και άρβυλα και μετά ν’ ανηφορίζουν ξυπόλητοι στον λιθόστρωτο ανηφορικό δρόμο. Έτρεξα προς τον Αυγουστή και του είπα να τρέξει στον Πιλλακκούρη για να του πει να προχωρήσει στον Στρογγυλό και να με περιμένουν. Μόλις συγκεντρωθήκαμε και οι τέσσερεις στο τρίστρατο, στο Κακοσκάλι, έξω από το σπίτι του Στρογγυλού, προχωρήσαμε ίσια προς το σπίτι μου, 50 περίπου μέτρα απόσταση, ανεβήκαμε στην ταράτσα κι απ’ εκεί κοιτάζαμε αθέατοι στον δρόμο από ψηλά. Σε λίγο φάνηκαν ο Χαμπής και οι σύντροφοί του, που δεν ξέραμε ποιοι ήταν. Από το Κακοσκάλι έστριψαν δεξιά, προς τον Άγιο Νικόλαο. Τότε, οι τρεις που ήταν μαζί μου τράβηξαν στα σπίτια τους. Εγώ έμεινα στο δικό μου χωρίς να μάθω τι έγινε στη συνέχεια. Αργότερα έμαθα ότι, αυτοί που συνόδευε ο Κυριακίδης ήταν ο Αρχηγός Διγενής, ο Ευαγόρας Παπαχριστοφόρου, ο Χαρίλαος Ξενοφώντος και ο Λάμπρος Καυκαλιάς. Πήγαν στο σπίτι του Νικόλα Πίτσιλλου, όπου τους περίμενε ζεστή σούπα τραχανά και βραστό κοτόπουλο, που είχε ετοιμάσει η γυναίκα του Νικόλα, η Μερπού (Μελπομένη). Εκεί, μετά το δείπνο, ο Διγενής και οι τρεις αντάρτες διανυκτέρευσαν, φρουρούμενοι από ένοπλους αγωνιστές που ήταν κρυμμένοι στο σπίτι του Ττοουλή (Χριστόδουλου) Κόρωνου, πατέρα του αγωνιστή Αντρέα Κορωνίδη, που ήταν επικεφαλής των ένοπλων φρουρών.

Ο Χαράλαμπος Κυριακίδης στη συνέντευξή του μου εξιστόρησε τις κοπιώδεις κινήσεις του με τον Παπαχριστοφόρου για εντοπισμό του Αρχηγού, του Χαρίλαου Ξενοφώντος και του Λάμπρου Καυκαλίδη, που τους περίμεναν κρυμμένοι κάτω από μια πυκνόφυλλη λατζιά, για να προστατευθούν από το χαλάζι και τη βροχή, που έπεφταν εναλλασσόμενα ασταμάτητα. Μετά αναφέρθηκε στη συνάντησή μας και συνέχισε: «Μετά τη συνάντησή μας πήγα στου Παπαδόπουλου, όπου με ανέμενε ο Ευαγόρας, πήραμε τη βούρκα με τα τρόφιμα και ξεκινήσαμε για τα υψώματα, να συναντήσουμε τον Διγενή. Πηγαίνοντας ρώτησα τον μακαρίτη τον Ευαγόρα πού είναι ο Αρχηγός και οι άλλοι κι εκείνος μου απάντησε: ‘‘Έβαλα σημάδι το νεκροταφείο. Απ΄εκεί δεξιά θ΄ανεβούμε την πλαγιά’’. Ενώ προχωρούσαμε προς το νεκροταφείο, άρχισε δυνατή βροχή. Σε λίγο, αντί βροχή, έπεφτε πυκνό χαλάζι. Μετά από αρκετή ώρα, χαλαζοδαρμένοι και κατάκοποι αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά το σύνθημα, αλλά δεν παίρναμε καμιάν απάντηση. Είχαμε βγει στη Μούττη του Λουκάνικου. Εξήγησα στον Ευαγόρα ότι βρισκόμαστε μακριά από το νεκροταφείο, πάνω από το Σινά Όρος. ‘‘Δεν είναι αυτό το μέρος’’, μου είπε και γυρίσαμε παίρνοντας άλλη βουνοπλαγιά. Κάθε 100 μέτρα φωνάζαμε δυνατά το σύνθημα, ενώ είχε προχωρήσει η άγρια νύχτα και πύκνωνε το χαλάζι. Αποκάμαμε από την κούραση, αλλά εξακολουθούσαμε ασθμαίνοντας να προχωρούμε, όπου βλέπαμε λατζιά. Τελικά οι κόποι μας έφεραν το ποθούμενο αποτέλασμα. Όταν πλησιάσαμε σε μια πυκνόφυλλη λατζιά και φωνάξαμε το σύνθημα ‘‘Σπήλια’’, ακούσαμε το παρασύνθημα ‘‘Κακοπετριά’’».

Μπήκαν στη λατζιά ο Κυριακίδης κι ο Παπαχριστοφόρου και κάθισαν να ξεκουραστούν. Η πρώτη ερώτηση του Αρχηγού ήταν: «Τι έγινε στα Σπήλια; Τι μάθατε;«, και ο Κυριακίδης απάντησε: «Το μόνο που μάθαμε είναι ότι κάποιος πληγώθηκε» (δεν γνώριζε ότι ήταν ο αδελφός του ο Ρένος) κι ο Αρχηγός άρχισε με τους άλλους θεονήστικους να τρώνε λαίμαργα. Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε μια δυνατή χαλαζοθύελλα, που διαπερνούσε την πυκνόφυλλη λατζιά και το κρύο τούς πηρούνιαζε τα κόκκαλα.

Αφού έφαγαν, κάτω από το ασταμάτητο πυκνό χαλάζι, σε παγωμένη ατμόσφαιρα, σηκώθηκαν κι άρχισαν όλοι μαζί να κατηφορίζουν προς την Κακοπετριά. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη, το χαλάζι δεν έλεγε να σταματήσει και προχωρούσαν με μεγάλη δυσκολία, διότι το έδαφος ήταν πολύ επικλινές. Κάθε λίγο γλιστρούσαν και για λόγους ασφαλείας και για να προχωρούν, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, για να φτάσουν στο χωριό, κρατούσε ο ένας το χέρι του άλλου. Κάποτε, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, φτάσανε στο υπό ανέγερση σπίτι του θείου μου Αγαθοκλή Χαραλάμπους, που ήταν στεγασμένο.Εκεί τους περίμεναν άλλοι αγωνιστές. Ο Αρχηγός με τους άλλους τρεις αντάρτες, που τον συνόδευαν από τα λημέρια, κάθισαν να ξεκουραστούν. Και επειδή είχαν πεινάσει, ο Κυριακίδης, μέσω του Παπαδόπουλου και του Χρίστου Καμπούρη, διευθέτησε και προμηθεύτηκαν τρόφιμα από το σπίτι του ξάδερφού του Τάκη Αντωνιάδη, που ήταν κάπου εκεί κοντά.

dig=-098.JPG


«Πρέπει ν’ αγωνιστούμε κι ας είμαστε και γέροι…»

Κόντευαν σχεδόν μεσάνυχτα, όταν όλες οι πληροφορίες από εμάς που επιτηρούσαμε τους δρόμους ανέφεραν ότι δεν παρατηρήθηκε καμιά κίνηση στρατιωτών, οπότε ο Αρχηγός με τη συνοδεία του κινήθηκαν προς το σπίτι του Νικόλα Πίτσιλλου, που ήταν προκαθορισμένο, για να ξεκουραστούν, να δειπνήσουν και να διανυχτερεύσουν. Ο Γερονικόλας με τη γυναίκα του Μερπού (Μελπομένη), είχαν ανάψει από νωρίς τη νησκιά (τζάκι), κι ετοίμασαν σούπα τραχανά στο ζουμί της όρνιθας, ενώ το σπίτι φρουρούσαν αθέατοι ένοπλοι αγωνιστές, με υπεύθυνο τον Αντρέα Κορωνίδη. Μόλις έφτασαν, ο Αρχηγός, κρυολογημένος και κατάκοπος, όπως ήταν, ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Ο Χαμπής και οι άλλοι το έπεισαν να γδυθεί, για να του κάνει εντριβές με ζιβανία ο Νικόλας. Εκεί που τον έτριβε ο Νικόλας, που δεν γνώριζε ότι ο άγνωστος ήταν ο Αρχηγός, του είπε: «Εσύ, άδρωπος γέρος, τι ανακατώνεσαι σε έτσι δουλειές; Εν της ηλικίας σου να γυρίζεις με τους νέους πα’ στα βουνά; Αν το μάθει ο Διγενής, κατύσιη σου. Τα βουνά θέλουν νέους…». Ο Αρχηγός, που δεν ήθελε ν’αποκαλύψει την ταυτότητά του, παρατήρησε: «Αφού η πατρίδα μάς χρειάζεται, πρέπει ν’ αγωνιστούμε κι ας είμαστε και γέροι…».

Μέχρι να κάνει τις εντριβές στον Αρχηγό ο Νικόλας, η Μερπού έστρωσε το τραπέζι με τη σούπα του τραχανά και τη βραστή όρνιθα. Αφού έφαγαν, ο Γερονικόλας και η Μερπού ξεκίνησαν για το άλλο τους σπίτι στη Νέα Κακοπετριά. Κι ο αρχηγός με τους συντρόφους του ξάπλωσαν να κοιμηθούν, φρουρούμενοι από ένοπλους αγωνιστές. Έμειναν εκεί μέχρι το βράδυ της επόμενης μέρας. Τότε, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας, ο Τομεάρχης Γρηγόρης Γρηγοράς με άλλους ένοπλους αντάρτες συντρόφους του, παρέλαβαν τον Αρχηγό, τον Παπαχριστοφόρου, τον Κυριάκο Καυκαλιά και τον Χαρίλαο Ξενοφώντος και τους οδήγησαν στα κρησφύγετα του Βρυσιού, όπου διανυκτέρευσαν. Και το επόμενο βράδυ προωθήθηκαν στη Γαλάτα με τελικό προορισμό τον Κύκκο.