Αναλύσεις

Ο ελληνοτραφής Μέγας Βεζίρης Μεχμέτ Κιαμίλ Πασάς - Κυπρισλή

Ο Μεχμέτ Κιαμίλ Πασάς καταγόταν από το χωριό Κάτω Δευτερά, κατ’ άλλους από τη Λουρουτζίνα. Η επικρατέστερη, όμως, άποψη θέλει την Κάτω Δευτερά ως γενέτειρα του Κιαμίλ

Γόνος εξισλαμισθέντων χριστιανών εβραϊκής καταγωγής ήταν και ο Μεχμέτ Κιαμίλ Πασάς, που είχε διατελέσει τέσσερεις φορές Μεγάλος Βεζύρης (Πρωθυπουργός) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Μεχμέτ Κιαμίλ Πασάς καταγόταν από το χωριό Κάτω Δευτερά, κατ’ άλλους από τη Λουρουτζίνα. Η επικρατέστερη, όμως, άποψη θέλει την Κάτω Δευτερά ως γενέτειρα του Κιαμίλ. Γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και οι γονείς του ήταν εβραϊκής καταγωγής γαιοκτήμονες και τον έστειλαν στο ελληνικό δημοτικό σχολείο της Πάνω Δευτεράς, γεγονός που προκάλεσε δυσαρέσκεια στους Τούρκους συγχωριανούς τους. Όταν τέλειωσε το Δημοτικό, οι γονείς του τον έστειλαν για ανώτερες σπουδές στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, το σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, που είχε τότε διευθυντή τον ξακουστό Κυπριανό Οικονομίδη. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Κιαμίλ είχε κηδεμόνα και προστάτη τον Ταμία της Κύπρου (Σαντίκ Εμινί), τον ξακουστό Χαραλάμπη, σεβαστό όχι μόνο στους Έλληνες κατοίκους της πόλης αλλά και στους Τούρκους αξιωματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά την αποφοίτησή του από την Ελληνική Σχολή, ο Μεχμέτ Κιαμίλ, με τη βοήθεια πάντοτε του προστάτη του, Χαραλάμπη, πήγε στην Αίγυπτο, όπου έμαθε ξένες γλώσσες, πολύ χρήσιμα εφόδια για έναν μέλλοντα αξιωματούχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βρισκόμενος στην Αίγυπτο η φήμη του έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης. Με τη μόρφωση και τα εξαιρετικά πνευματικά και διοικητικά του χαρίσματα και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του, προαγόταν αξιοκρατικά στα διάφορα αξιώματα. Έγινε διοικητής Ιερουσαλήμ, Βηρυτού, Κοσσυφοπεδίου, Σμύρνης και Χαλεπίου. Μη ξεχνώντας τη χριστιανική του καταγωγή, συνέδεσε τη διοίκησή του στα Ιεροσόλυμα με την ιστορία του Ελληνισμού της Παλαιστίνης και του Ελληνο-ορθόδοξου Πατριαρχείου.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μυριανθόπουλος στο πόνημά του, «Κιαμίλ Πασάς-Ο Κύπριος Μέγας Βεζύρης, μαθητής της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας»: «Ως διοικητής της Ιερουσαλήμ εμελέτησε βαθύτατα το καθεστώς των ιερών προσκυνημάτων και τα επ’ αυτών δίκαια του Ελληνικού Πατριαρχείου και της Ιεροσολυμικής Αδελφότητας. Δι’ ό και εν έτει 1870 υπέβαλε προς την Υψηλήν Πύλην μακρόν υπόμνημα, διά του οποίου υπερημύνετο του Πατριαρχείου απέναντι των αξιώσεων των ιθαγενών αραβοφώνων ορθοδόξων υποκινουμένων υπό των Ρώσων Πανσλαβιστών. Δυνάμει του υπομνήματος εκείνου ανεγνωρίσθη και κατεκυρώθη το καθεστώς, καθορισθέντος έκτοτε του τρόπου εκλογής του πατριάρχου Ιεροσολύμων».

Αν και Οθωμανός, ο Κιαμίλ δεν διστάζει να έχει πολύ στενές σχέσεις με τους Έλληνες των Ιεροσολύμων και ιδιαίτερα τους Κυπρίους, που ήταν αρκετοί, τους οποίους θεωρούσε συμπατριώτες του. Επισκεπτόταν συχνά τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, όπου δίδασκαν Κύπριοι καθηγητές και φοιτούσαν Κύπριοι σπουδαστές. Δεν δίσταζε μάλιστα να καλεί στο διοικητήριο τους Κυπρίους σπουδαστές, να τους συγχαίρει για την πρόοδό τους στα μαθήματα, να τους νουθετεί πατρικά και να τους βοηθά ακόμη και οικονομικά. Επίσης, πάντοτε τους συμβούλευε, μετά το πέρας των σπουδών τους να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα και, με τη μόρφωση και τις γνώσεις τους, να συμβάλουν στην πρόοδο και την ανάπτυξη του κυπριακού λαού, Ελλήνων και Τούρκων.

Ανυπόκριτη αγάπη για την Κύπρο

Η αγάπη του ελληνοτραφούς Μεχμέτ Κιαμίλ Πασά για τη γενέτειρά του Κύπρο ήταν πηγαία και ανυπόκριτη, όπως ειλικρινές ήταν και το ενδιαφέρον του για την ευημερία του λαού της. Και από τα αξιώματα που κατείχε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την βοηθούσε αθόρυβα και ποικιλότροπα, όπου και αν βρισκόταν. Ο Κ. Μυριανθόπουλος αναφέρει το εξής συγκεκριμένο γεγονός: «Την προς την γενέτειραν Κύπρον αγάπην αυτού ο Κιαμίλ επεδείκνυε πάντοτε ποικιλοτρόπως, όπου και αν ευρίσκετο, είτε προς Κυπρίους ως πρόσωπα, είτε προς άπασαν την νήσον. Κατά το 1870, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος έμελλε να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν διά τοπικά ζητήματα. Ο Κιαμίλ έγραψεν αυτώ εξ Ιεροσολύμων και, συγχαίρων επί τούτω, έλεγεν ότι λίαν προθύμως θα τω έστελλε συστατικάς επιστολάς προς ισχυρούς φίλους του εν Κωνσταντινουπόλει, ίνα βοηθήσωσι την Α.Μ. διά τα υπέρ της Κύπρου ζητήματα…».

Με τα χαρισματικά του προσόντα, τη μόρφωση και την ευρυμάθειά του, σπάνια εφόδια για τους οθωμανούς υπαλλήλους του Δοβλετιού, ο Κιαμίλ μετά από μακρά ευδόκιμη υπηρεσία άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια της ανώτατης κρατικής ιεραρχίας. Και το 1881, ενώ ήταν Υφυπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για τα θέματα Βακουφίων (θρησκευτικών κληροδοτημάτων), έγινε Μέγας Βεζύρης (Πρωθυπουργός), αξίωμα που κράτησε μέχρι το 1887. Επί της πρώτης αυτής πρωθυπουργίας του η Υψηλή Πύλη κράτησε θερμή αγγλόφιλη πολιτική, βλέποντας πάντοτε με υποψία τους Ρώσους και τους λοιπούς Σλάβους, τους οποίους ο Κιαμίλ θεωρούσε πάντοτε ως τους μεγαλύτερους εχθρούς των Τούρκων. Λόγω ακριβώς αυτής της θέσης ο Κιαμίλ επεδίωκε πάντοτε τη φιλία με την Ελλάδα, παρά τις έντονες αντιδράσεις στενών συμβούλων του Σουλτάνου.

Για δεύτερη φορά ο Κιαμίλ έγινε Μέγας Βεζύρης το 1896 και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για συνεννόηση με την Ελλάδα και αποτροπή του ατυχούς, για τον Ελληνισμό, πολέμου του 1897. Γι’ αυτές τις προσπάθειές του έπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ, απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία και στάληκε διοικητής στη Σμύρνη, όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε του τουρκικού. Στη θέση αυτή παρέμεινε δέκα περίπου χρόνια. Από τη Σμύρνη ανακλήθηκε το 1907 για ν’ αναλάβει και πάλι τα καθήκοντα του Μεγάλου Βεζύρη, για τρίτη φορά. Αποπέμφθηκε όμως και πάλι, διότι τον διέβαλλαν συνεχώς κακοί σύμβουλοι του Σουλτάνου και οι ανερχόμενοι Νεότουρκοι, χαρακτηρίζοντάς τον ως «επικίνδυνο φανατικό φιλέλληνα».

Όταν όμως το1912 η Τουρκία αντιμετώπιζε το συνασπισμό των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής και ο πόλεμος εναντίον της ήταν επικείμενος, ο Σουλτάνος και οι σύμβουλοί του θυμήθηκαν πάλι τον Κιαμίλ και τον κάλεσαν να αναλάβει, για τέταρτη φορά, την πρωθυπουργία. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντα του Μεγάλου Βεζύρη, για τέταρτη φορά, ο Κιαμίλ άρχισε να εργάζεται απεγνωσμένα για την αποτροπή του επερχόμενου πολέμου των συνασπισμένων χωρών της Βαλκανικής εναντίον της ασθενούσας σοβαρά Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πίστευε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τα άλλα βαλκανικά κράτη στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, αν της δινόταν η Κρήτη, που ήταν ήδη αυτόνομη και αν ικανοποιούνταν μερικές άλλες αξιώσεις της, που ήταν και δίκαιες και λογικές, ενώ για την Τουρκία ήταν ασήμαντες. Οι κοντόφθαλμοι όμως και πολεμοχαρείς, κακοί σύμβουλοι του Σουλτάνου, που συνεργάζονταν και συνωμοτούσαν σε βάρος του διορατικού και συνετού Κιαμίλ, ματαίωσαν τις προσπάθειές του αυτές. Σε λίγο, όμως, ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος και η Τουρκία έχανε το ένα μετά το άλλο τα ευρωπαϊκά - βαλκανικά εδάφη της επικράτειάς της. Κυνηγημένος σε όλα τα μέτωπα ο τουρκικός στρατός, όσος δεν παραδόθηκε, ζητούσε ανακωχή, για να προλάβει την πλήρη συντριβή του. Ο Κιαμίλ, στην κρίσιμη για την Τουρκία αυτή στιγμή, προσπαθούσε να πετύχει μια έντιμη ειρήνη, έστω και οδυνηρή, για ν’ αποτρέψει μεγαλύτερη καταστροφή. Ο Σουλτάνος, περιστοιχισμένος από κακούς συμβούλους και φανατικούς Νεότουρκους, ήταν αδύναμος και ανίκανος να ασκήσει τα καθήκοντά του. Οι Νεότουρκοι εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία αυτή του Σουλτάνου και εξανάγκασαν τον Κιαμίλ Πασά να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία, θέτοντάς του το πιστόλι στην κρόταφο.

Απογοητευμένος και βαθιά πικραμένος ο Κιαμίλ εγκατέλειψε την πρωθυπουργία και απομακρύνθηκε οριστικά από την πολιτική. Και τον Απρίλη του 1913 γύρισε στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία, όπου καθημερινά τον επισκέπτονταν επίσημοι της αποικιακής κυβέρνησης, ο Αρχιεπίσκοπος και πλήθος παραγόντων - Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Ο Κιαμίλ είχε ανταποδώσει την επίσκεψη στον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Β’ στην Αρχιεπισκοπή και αντάλλαξαν απόψεις για την πρόοδο του κυπριακού λαού στο σύνολό του. Από την Αρχιεπισκοπή ο Κιαμίλ πήγε στο απέναντι Παγκύπριο Γυμνάσιο, την πνευματική του τροφό, συναντήθηκε με τους καθηγητές και μίλησε, σε άπταιστα Ελληνικά, στους μαθητές δίνοντάς τους νουθεσίες και παραγγέλλοντάς τους να αγαπούν τον τόπο τους και να εργαστούν για την πρόοδο και την προκοπή του.

Λίγο αργότερα γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, μέσω Βηρυτού και Σμύρνης. Κατά τον γυρισμό του στην Κύπρο πέρασε από τον Πειραιά, όπου δέχθηκε τους δημοσιογράφους, στους οποίους ανέπτυξε τις θέσεις του για την κατάσταση που επικρατούσε στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Ο γηραιός πολιτικός υποστήριξε και πάλι με ζέση και επιχειρήματα τη σύναψη ελληνοτουρκικής συμμαχίας. Γυρίζοντας στην Κύπρο συνέχισε να ενδιαφέρεται για το μέλλον της τασσόμενος υπέρ της ειρηνικής συμβίωσης και αγαστής συνεργασίας Ελλήνων και Τούρκων, μέχρι που τον πρόδωσε η καρδιά του και τον βρήκε ο θάνατος στις αρχές Νοεμβρίου 1913. Στην κηδεία του παρέστησαν ο Άγγλος Ύπατος Αρμοστής, καθώς και Έλληνες και Οθωμανοί προύχοντες απ’ όλα τα μέρη της Κύπρου. Ο Κιαμίλ τάφηκε στο προαύλιο του τεμένους Αράπ Αχμέτ, στην κατεχόμενη Λευκωσία.

Το εγκώμιο του κυπριακής καταγωγής οθωμανού πολιτικού έπλεξαν όλες οι τότε εκδιδόμενες ελληνικές εφημερίδες της Κύπρου. Ο Μανιάτης εθνικός αγωνιστής Νικόλαος Καταλάνος, διευθυντής του «Κυπριακού Φύλακος», έγραψε για τον Κιαμίλ και τα εξής: «Αστήρ πρώτου μεγέθους απασβέσθη τω μωαμεθανικώ στερεώματι, διανύσας εν αυτώ φωτεινήν και περίλαμπρον τροχιάν…». Και ο Κωνσταντίνος Μυριανθόπουλος, που εγνώριζε προσωπικά τον Κιαμίλ, έγραψε: «Ο Κιαμίλ Πασάς υπήρξεν ασφαλώς η ευρυτέρα και φωτεινοτέρα διάνοια εν τη νεωτέρα Τουρκία…».

Οι Λινοβάμβακοι της Πάφου

Αναφορά στους Λινοβάμβακους της Πάφου κάνει επίσης στο βιβλίο του «Μαρτυρίες για τον Αγώνα του 1955» και ο αείμνηστος λαμπρός αγωνιστής - εκπαιδευτικός Ανδρέας Λαμπριανίδης. Γράφει συγκεκριμένα:

«Σε αρκετές χιλιάδες ανέρχονται οι εξισλαμισθέντες Έλληνες, που είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, χωρίς, όμως, να χάσουν τη γλώσσα τους. Σε αρκετά τουρκικά χωριά της Πάφου η γλώσσα ήταν η Ελληνική, όπως και σε άλλες επαρχίες. Σε πλείστες θρησκευτικές πανηγύρεις των χριστιανών, πολλοί Τούρκοι προσήρχοντο με τα αφιερώματα και τάματα, προσηύχοντο με θρησκευτική κατάνυξη και προσκυνούσαν με ευλάβεια τα εικονίσματα των Αγίων. Στο βάθος της καρδιάς τους και στο υποσυνείδητο της ψυχής τους δεν έπαυσαν να είναι χριστιανοί. Στην περιοχή των Κοκκίνων - Τηλλυρίας σεβαστός αριθμός Τούρκων ανέβαιναν στην ιερά μονή Κύκκου με τα τάματα ανά χείρας. Εξομολογούντο και κοινωνούσαν των αχράντων μυστηρίων».

Και για να πείσει ότι τα γραφόμενά του είναι αληθή, παραθέτει σχετική πειστική απόδειξη: «Αυτήν τη μαρτυρία έχω από τον συναγωνιστή και εκλεκτό θεολόγο μακαριστό Αντώνη Γεωργίου, ομογάλακτο δόκιμο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαίωσε ο γέροντάς του μοναχός και εξομολόγος, στην απορία του για τους προσερχόμενους στο μοναστήρι για εξομολόγηση υποτιθέμενους Τούρκους στην καταγωγή, αλλά χριστιανούς στην ψυχή. Ήταν οι γνωστοί κρυπτοχριστιανοί, οι λεγόμενοι Λινοβάμβακοι, που είχαν δυο ονόματα, ένα τουρκικό και ένα χριστιανικό, και δυο θρησκείες. Οι επαοΐοντες γνωρίζουν ότι η ολιγωρία και ατολμία όχι μόνο των εκκλησιαστικών ταγών, που αδυνατούσαν, αλλά και των κοινοτικών αρχόντων που μπορούσαν με λίγη προσπάθεια να ιδρύσουν ελληνικά σχολεία που τα ζητούσαν τα τουρκικά αυτά χωριά, δεν επέτρεψαν τον επανελληνισμό όλων αυτών των ανθρώπων. Αυτή η αμέλειά μας στοίχισε πολλά και στην Εκκλησία και στην Πολιτεία, αφού η Τουρκία, με το όψιμο ενδιαφέρον της, που υποκίνησε η Γηραιά Αλβιών, πέτυχε, στην Τριμερή του Λονδίνου το 1955, να επανέλθει στην Κύπρο σαν προστάτιδα της τουρκικής μειονότητας. Πολλοί από τους Τούρκους αυτούς -που αλλαξοπίστησαν-, αν και γαλουχήθηκαν από Ελληνίδες μητέρες, λάκτισαν τη μήτρα που τους γέννησε και τους έθρεψε με το αίμα της, μίσησαν το μητρικό γένος και το κτύπησαν με μανία και μίσος. Και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην τουρκική τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ. Ήταν οι κύριοι εμπνευστές, οργανωτές και καθοδηγητές των ανθελληνικών τουρκοκυπριακών ταραχών με πολλούς νεκρούς και τραυματίες…». Τρανότερο παράδειγμα ο απόγονος των Πικένιδων της Λινού - Φλάσου - Αγίου Επιφανίου Σολέας, Ραούφ Ντενκτάς, στον οποίο θα αναφερθούμε την επόμενη Κυριακή, στο Μέρος Γ’.

Έχει απόλυτο δίκαιο ο αείμνηστος Λαμπριανίδης. Οι πρώτοι που αποφάσισαν να πάρουν όπλα και να ξεσηκωθούν εναντίον των Βρετανών κατακτητών και των Ελλήνων συμπατριωτών τους, ήταν παιδιά εξισλαμισθέντων Ελλήνων από τα Κόκκινα της Τηλλυρίας.