Το δικαίωμα του Προέδρου για Αναφορά Νόμου που ψήφισε η Βουλή

Η συνταγματική αυτή πρόνοια (αρμοδιότητα Προέδρου και Αντιπροέδρου) διαμορφώνει στην ουσία όρια, κατά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, «…που αποκλείουν την ανάληψη ή άσκηση εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών».

Τελικός κριτής ένα μη πολιτικό όργανο, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, που εξετάζει αυστηρά κατά τη νομική θεωρία κατά πόσον η Βουλή, ως πολιτικό όργανο με δικαιοδοσία εκ του Συντάγματος να ψηφίζει κάθε Νόμο, ρύθμισε απρόσωπα και όχι με συγκεκριμένες ατομικές προβλέψεις κάποια ζητήματα ή διοικητικές λειτουργίες. Τούτο γιατί η Βουλή έχει αρμοδιότητα ως εκπρόσωπος του λαού να καθορίζει το γενικό νομοθετικό πλαίσιο με βάση το οποίο η Εκτελεστική Εξουσία οφείλει να προβαίνει στις διάφορες διοικητικές αποφάσεις και ενέργειές της. Νόμος που πρέπει να μη συγκρούεται με το Σύνταγμα.

Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας για αναφορά Νόμου στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο προϋποθέτει γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, που όμως ως έγινε αποδεκτό από τη Νομολογία, δεν είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο, εκεί όπου χωρεί και πολιτική κρίση (όχι μόνο αυστηρή νομική θεώρηση) από πλευράς Προέδρου.

Συγκεκριμένα κρίθηκε, επί διαφωνίας του τότε Προέδρου (αείμνηστου Δ. Χριστόφια) και του τότε Γενικού Εισαγγελέα περί την καταχώριση ή μη Αναφοράς, όπου δεν εισηγήθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας αλλά ο Πρόεδρος ζήτησε γνώμη και χρησιμοποίησε ιδιώτη Δικηγόρο για να χειριστεί τη διαδικασία Αναφοράς, στην οποία τελικά καταχώρισε και την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο (Αναφορά 1/12) αποδέχθηκε, με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Το δικαίωμα αναφοράς στο Ανώτατο Δικαστήριο διασφαλίζεται από το Άρθρο 140 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το Άρθρο 113 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καθίσταται ο νομικός σύμβουλος του Προέδρου, δεν συνεπάγεται, κατά την κρίση μας, και υποχρέωση εκ μέρους του Προέδρου να δεχθεί την άποψή του, ιδιαιτέρως όπου, όπως στην παρούσα περίπτωση, αυτό θα του στερούσε δικαίωμα που έχει, με βάση το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εφόσον μεν ο Γενικός Εισαγγελέας είχε επεξεργασθεί το κείμενο τού υπό κρίση Νόμου και θεωρούσε αυτό ως συνταγματικό, έκρινε ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να καταχωρίσει και να προωθεί την Αναφορά. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκπροσωπηθεί από άλλο δικηγόρο της επιλογής του, για να ασκήσει το συνταγματικό του δικαίωμα. Κατά συνέπειαν, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται».

Είναι και η πρώτη, έμμεση κρίση, ότι οι Γνωματεύσεις και του Γενικού Εισαγγελέα υπόκεινται, στις κατάλληλες περιπτώσεις, σε έλεγχο νομιμότητας. Βέβαια, ορθά έκρινε ο τότε Γενικός Εισαγγελέας ότι δεν μπορούσε να χειριστεί την Αναφορά όπως η άποψη του Προέδρου, γιατί ήταν ο ίδιος που διαμόρφωσε νομοτεχνικά το Νόμο, τον οποίο και θεωρούσε συνταγματικό.

Διάκριση εξουσιών που πρέπει να ασκείται κατά τρόπο ώστε η Βουλή να μην υποκαθιστά τη διοίκηση, η Εκτελεστική Εξουσία να περιορίζεται στη νόμιμη άσκηση των εξουσιών που οι Νόμοι και το Σύνταγμα τής αναθέτουν και το Δικαστήριο να μην καθίσταται κυβερνούσα πολιτική εξουσία. Όρια και ισορροπίες αναγκαίες σε δημοκρατική χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

*Δικηγόρος