Αναλύσεις

Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους και οι προσπάθειες της Τουρκίας για αναγνώρισή του

Στην έκδoση της περασμένης Κυριακής (5/11) είχαμε αναφερθεί στις ενισχυμένες συνομιλίες και στο άδοξο τέλος τους, ενώ οι αντιπρόσωποι της ελληνικής πλευράς Γλαύκος Κληρίδης και της τουρκικής Ραούφ Ντενκτάς, με τη βοήθεια – συνδρομή του Μιχάλη Δεκλερή, εκπροσώπου της ελληνικής Κυβέρνησης και του Ορχάν Αλντικαστί της τουρκικής, είχαν καταλήξει σε κατ’ αρχήν συμφωνία. Τη συμφωνία εκείνη, την οποία δεν αποδέχθηκε ο Μακάριος, ο Δεκλερής είχε χαρακτηρίσει ως «την τελευταία ευκαιρία για να διασωθεί η συμβίωση και συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων του νησιού, όπως είχαν διαμορφωθεί από το κοινό παρελθόν τους. Έλληνες και Τούρκοι κατόρθωσαν να φτάσουν πολύ κοντά στην ειρηνική λύση του προβλήματος, που στηριζόταν στον σεβασμό των εστιών και του πολιτισμού των δύο κοινοτήτων…».

Το απίστευτο ήταν ότι, ο Μακάριος απέρριψε τη συμφωνία, ενώ ενημερωνόταν συνεχώς για την πορεία των συνομιλιών και είχε συχνές σχετικές επαφές και με την ελληνική Κυβέρνηση. Τραγική στην υπόθεση ήταν η θέση του Κληρίδη, ο οποίος υποχρεώθηκε από τον Μακάριο να δώσει την αρνητική απάντηση στον Ντενκτάς σε μια συμφωνία που επιτεύχθηκε από τον ίδιο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, εκπρόσωπο της τουρκικής πλευράς, μετά από πολύμοχθες, σκληρές διαπραγματεύσεις, που κράτησαν δύο χρόνια. Η στάση του Κληρίδη να αυτοαναιρεθεί είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις ακόμη και στενών συνεργατών του, οι οποίοι τον είχαν καλέσει να παραιτηθεί, να δηλώσει δημόσια τη διαφωνία του με τον Μακάριο, να παραιτηθεί από τη θέση τού συνομιλητή εκπροσώπου της ελληνικής πλευράς και να αρνηθεί να επιδώσει στον Ντενκτάς την αρνητική απόφαση του Μακαρίου. Αργά, πολύ αργά αντιλήφθηκε το μοιραίο λάθος του και ομολόγησε δημόσια με «mea culpa».

Η στάση του Μακαρίου είχε ως φυσικό επακόλουθο και την αντίδραση της ελληνικής Κυβέρνησης, διότι είχε εκπρόσωπό της-σύμβουλο στις διαπραγματεύσεις τον Μ. Δεκλερή, ο οποίος την ενημέρωνε για την πορεία των συνομιλίων, που είχαν φθάσει στα πρόθυρα της υπογραφής συμφωνίας, που ευνοούσε και ο ίδιος, χαρακτηρίζοντάς την ως την τελευταία ευκαιρία μόνιμης λύσης του Κυπριακού. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Στην πρώτη γραμμή αμύνης» ο Κωνσταντίνος Παναγιωτάκος, που ήταν τότε πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο, προσπαθούσε «με βήμα σημειωτόν να μη φθάσουν στα άκρα οι σχέσεις Αθηνών -Λευκωσίας». Και η στάση του αυτή φαίνεται ότι δεν ετύγχανε της αποδοκιμασίας των Αθηνών και παρεξηγήθηκε ως ένα είδος «μετώπου Μακαρίου - Παναγιωτάκου». Έτσι, περί τα τέλη Μαρτίου 1971, ο τότε διευθυντής του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων, Άγγελος Χωραφάς, του διεμήνυσε ότι ο Υφυπουργός Εξωτερικών Χριστιανός Ξανθόπουλος Παλαμάς είχε σοβαρές αντιρρήσεις για τον ενδοτικό, όπως τον χαρακτήριζε, τρόπο των χειρισμών του, που θεωρούσε επιζήμιο για την προώθηση του διακοινοτικού διαλόγου.

40 χρόνια από την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους

Μετά το ναυάγιο της κατ’ αρχήν συμφωνίας Κληρίδη- Ντενκτάς, οι Τούρκοι άρχισαν να θέτουν σ’ εφαρμογή τη συνταγή Νιχάτ Ερίμ, «διχοτόμηση ή δυο κράτη». Όλες οι διπλωματικές και στρατιωτικές τους προσπάθειες προς τα εκεί κατέτειναν. Στους τουρκοκυπριακούς θυλάκους μετέφεραν μυστικά οπλισμό για την κάλυψη 10 χιλιάδων αντρών. Τούρκοι αξιωματικοί, που έφθανα στην Κύπρο ως μέλη της ΤΟΥΡΔΥΚ, ή μυστικά από τους αφύλακτους όρμους των Κοκκίνων στην Τηλλυρία και της Γαληνόπορνης στην Καρπασία, προωθούνταν στους θυλάκους και εκπαίδευαν τους Τουρκοκύπριους ηλικίας 18 μέχρι 60 ετών. Ταυτόχρονα, αξιωματικοί του Μηχανικού του τουρκικού στρατού κατασκεύαζαν οχυρωματικά έργα - αντιαρματικές τάφρους και πολυβολεία σε όλους τους θυλάκους. Και όταν όλα ήταν έτοιμα, η Τουρκία άναψε πράσινο στον Ντενκτάς να προβεί στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους.

Η δολιότητα των Τούρκων να προχωρήσουν σ’ αυτήν την ενέργεια καταφαίνεται και από το γεγονός ότι τα Ηνωμένα Έθνη κατέβαλλαν στο παρασκήνιο έντονες προσπάθειες να επαναληφθούν οι ενδοκυπριακές συνομιλίες και τόσο η Άγκυρα όσο και ο Ντενκτάς προσποιούνταν ότι συμφωνούσαν με τις προσπάθειες αυτές. Μάλιστα, είχε διευθετηθεί συνάντηση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βάλντχαϊμ με τον Πρόεδρο Κυπριανού και τον Ραούφ Ντενκτάς. Η συνάντηση ήταν προγραμματισμένη από τα Ηνωμένα Έθνη να πραγματοποιηθεί στη Λευκωσία δυο μέρες μετά την παράνομη τουρκική ενέργεια, γεγονός που αιφνιδίασε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, τις Κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας, καθώς και τις χώρες που είχαν συμβάλει στην προσπάθεια των Ηνωμένων Εθνών να επαναρχίσουν οι συνομιλίες. Δυστυχώς, η τουρκική υστεροβουλία και αναξιοπιστία, που εκδηλώθηκε τόσο αιφνιδιαστικά και με πρωτοφανή τρόπο στα παγκόσμια πολιτικά χρονικά, έδωσε τη χαριστική βολή σε κάθε πρωτοβουλία και προσπάθεια για την εξεύρεση ειρηνικής, μόνιμης λύσης του Κυπριακού.

Η Κύπρος κατέφυγε στα Ηνωμένα Έθνη, όπου κατήγγειλε την παράνομη τουρκική ενέργεια, που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με περιφρόνηση του ίδιου του Διεθνούς Οργανισμού, διότι κουρέλιασε στην πραγματικότητα όλα τα μέχρι τότε ψηφίσματα και τις σχετικές με το Κυπριακό αποφάσεις του. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, όπως ήταν φυσικό επακόλουθο, με σειρά ψηφισμάτων του, όχι μόνο καταδίκασε την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και την χαρακτήρισε ως νομικά άκυρη, αλλά κάλεσε και όλα τα κράτη - μέλη των Ηνωμένων Εθνών να μην αναγνωρίσουν το αποτέλεσμά της. Ειδικότερα: Με τα ψηφίσματα 541 και 550 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών καταδικάζει την απόπειρα απόσχισης τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεωρεί την ενέργεια αυτή νομικά άκυρη και ζητά την ανάκλησή της. Ταυτόχρονα, καλεί όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν και να σέβονται την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τρεις μέρες μετά την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους (18 Νοεμβρίου 1983), ο Ραούφ Ντενκτάς διαμηνύει με ιταμότητα χιλίων πιθήκων στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ: «Για εμάς δεν υπάρχει Κυπριακή Δημοκρατία, η κυβέρνηση στον νότο εκπροσωπεί τους Ελληνοκύπριους, η κυβέρνηση στον βορρά εκπροσωπεί τους Τουρκοκύπριους και προτείνουμε στην ελληνοκυπριακή πλευρά να καθίσει στο τραπέζι για να εγκαθιδρύσουμε ένα Διζωνικό Ομοσπονδιακό σύστημα…». Έτσι, για πολλοστή φορά οι Τούρκοι απέδειξαν ότι, παρά τους ισχυρισμούς τους ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν δίκαιη, ειρηνική λύση στο Κυπριακό, ψεύδονται ασύστολα. Μόνη δίκαιη, ειρηνική λύση του προβλήματος γι’ αυτούς ήταν και παραμένει η υποθήκη του Νιχάτ Ερίμ: «Ή διχοτόμηση ή δυο κράτη».

Το βάρος των προσπαθειών της δικής μας πλευράς, Αθήνας και Λευκωσίας, ρίχνεται κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας είναι μέλη και έχει τρόπους να πιέζει την Τουρκία να σεβαστεί τις αρχές και το κεκτημένο της. Μόλις την περασμένη Τετάρτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεσή της για την Τουρκία χαρακτηρίζει το ψευδοκράτος αποσχιστική οντότητα και υποδεικνύει ότι, οποιαδήποτε ενέργεια συμβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο στη διεθνή αναγνώρισή του, βλάπτει σοβαρά τις προσπάθειες για επανέναρξη των συνομιλιών. Επίσης ζητεί από την Τουρκία σεβασμό των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας για την περίκλειστη Αμμόχωστο, τονίζοντας ότι,παρά τις διεθνείς καταδίκες, η Τουρκία συνεχίζει τους παράνομους σχεδιασμούς για τη διάνοιξη της περιοχής.

Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους καταδίκασε σε στασιμότητα κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, στη βάση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών. Οι Τούρκοι, Άγκυρα και τουρκοκυπριακή ηγεσία επιδόθηκαν σ’ έναν πεισματώδη αγώνα για την προώθηση των σχεδίων τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, ούτε τις σχετικές με το Κυπριακό θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η Τουρκία παλεύει με νύχια και με δόντια να γίνει μέλος. Εκτός από τις διπλωματικές της προσπάθειες, ιδιαίτερα στον ισλαμικό κόσμο, για ανακήρυξη του ψευδοκράτους, η Τουρκία ενισχύει και τα στρατεύματα κατοχής με έμψυχο προσωπικό και υπερσύγχρονο οπλισμό, ιδιαίτερα άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και πυροβολικό. Παράλληλα, ο νεοσουλτάνος Ερντογάν, με κάθε ευκαιρία, συχνά-πυκνά, απειλεί ιταμά την Ελλάδα με πόλεμο, αν δεν ενδώσει στις εξωφρενικές μαξιμαλιστικές αξιώσεις του για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.