Ο διπλός στόχος του Ισραήλ στη «μετά-Χαμάς» Γάζα
Ποιος θα πληρώσει για τον έλεγχο του Ισραήλ, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση των 2,2 εκατομμυρίων ανθρώπων της Γάζας;

Μετά από σχεδόν ένα μήνα σφοδρών βομβαρδισμών στη Γάζα, το Ισραήλ παραμένει προσηλωμένο στον στόχο για «ολική εξόντωση της Χαμάς από προσώπου γης». Εντούτοις, δημιουργείται το ερώτημα τι σκοπεύει να κάνει με την περιοχή της Γάζας, όταν και αν καταφέρουν να εξολοθρεύσουν την τζιχαντιστική οργάνωση. Άμεσα συνυφασμένες είναι και οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας, με τον Πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αυξανόμενο κύμα αμφισβήτησης.
Ο διπλός στόχος του Νετανιάχου στη Γάζα
Σχεδόν ένα μήνα μετά τη βάρβαρη επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ, το αίσθημα δικαιοσύνης της κοινής γνώμης φαίνεται να έχει αλλάξει. Η σφοδρότητα της αντεπίθεσης του Ισραήλ στους πολίτες της Γάζας πλέον έχει επισκιάσει το τρομοκρατικό κτύπημα της Χαμάς, ηρωοποιώντας κατά κάποιον τρόπο την οργάνωση, ενώ την ίδια ώρα αναγκάζει τους Άραβες φίλους του Ισραήλ να πάρουν αποστάσεις από τις Συμφωνίες του Αβραάμ.
Ειδικοί εξηγούν ότι ο τρόπος αντιμετώπισης του χτυπήματος της Χαμάς δύναται να δημιουργήσει προβλήματα και στο ίδιο το Ισραήλ. Για παράδειγμα, θεωρείται βέβαιο ότι η επιστράτευση 360.000 εφέδρων θα επηρεάσει την οικονομία της χώρας εάν συνεχιστεί ο πόλεμος στη Γάζα για πολλούς ακόμα μήνες. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι η ισραηλινή οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 10% σε ετήσια βάση για τους τελευταίους τρεις μήνες του έτους, παρά το γεγονός ότι ο Economist κατέταξε το Ισραήλ ως την τέταρτη οικονομία με τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για το 2022.
Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν αμφισβητεί τις ελάχιστες επιλογές απάντησης που είχε στη διάθεσή του το Ισραήλ για να αντιμετωπίσει τη φονικότερη επίθεση από την εποχή του Ολοκαυτώματος. Εντούτοις, σιγά-σιγά αυξάνονται οι φωνές για πιο στοχευμένες επιχειρήσεις, οι οποίες να επικεντρώνονται στην απελευθέρωση των ομήρων. Αντίθετα, η Κυβέρνηση Νετανιάχου άμεσα έθεσε σε εφαρμογή το φιλόδοξο σχέδιο της ολικής εξόντωσης της Χαμάς από προσώπου γης. Εντούτοις, όσο οι εβδομάδες περνούν, αυξάνονται δραματικά οι απώλειες αμάχων και οι καταστροφές στη Γάζα, την ώρα που το σχέδιο για στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Ισραηλινού Πρωθυπουργού, θα είναι «μακρύ και δύσκολο».
Σε άρθρο του στη New York Times o Thomas Friedman, επικαλούμενος Ισραηλινούς αξιωματούχους, προσπαθεί να αναλύσει τον διπλό στόχο της κυβέρνησης Νετανιάχου για τη Γάζα. Ο πρώτος είναι να καταστήσει αδύνατη την επαναφορά της Χαμάς στη διακυβέρνηση της Γάζας. Ο δεύτερος στόχος είναι το Ισραήλ να μην κυβερνήσει την περιοχή της Γάζας στη μετά- Χαμάς εποχή. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι προωθούν μια συμφωνία παρόμοια με αυτήν που εφαρμόζεται σε περιοχές της Δυτικής Όχθης, όπου οι Παλαιστίνιοι διαχειρίζονται τα της καθημερινής ζωής και ο ισραηλινός στρατός ασκεί τον πραγματικό έλεγχο από το παρασκήνιο. Ο αρθρογράφος όμως εξηγεί ότι ένα τέτοιο σχέδιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει, καθώς θα δημιουργήσει περαιτέρω αποσταθεροποίηση και ρήξη ανάμεσα στους Παλαιστινίους.
Επίσης, διερωτάται ποιος θα πληρώσει για τον έλεγχο του Ισραήλ, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση των 2,2 εκατομμυρίων ανθρώπων της Γάζας. Ούτε η ΕΕ, ούτε τα αραβικά κράτη του Κόλπου αλλά ούτε και οι ΗΠΑ θα δεχθούν να χρηματοδοτήσουν μια επ' αόριστον ισραηλινή εποπτεία της Γάζας, ενώ ο Νετανιάχου την ίδια ώρα θα προωθεί την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης χωρίς ίσα δικαιώματα για τους Παλαιστινίους εκεί. Το κόστος της κατοχής της Γάζας θα μπορούσε να επιβαρύνει υπερβολικά τον ισραηλινό στρατό και την οικονομία για τα επόμενα χρόνια.
Τι μέλλει γενέσθαι με τον Νετανιάχου;
Το ζήτημα είναι όμως κατά πόσον μπορεί να επιβιώσει πολιτικά ο Νετανιάχου, ώστε να είναι σε θέση να εφαρμόσει το σχέδιό του στην περιοχή της Γάζας. Ενώ τις πρώτες ημέρες του πολέμου μπορούσε να «κρυφτεί» πίσω από την πολιτική ενότητα που προκάλεσε η τραγωδία, δειλά-δειλά άρχισαν να αναζητούνται πολιτικές ευθύνες.
Πάντως, ο Μπίμπι αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη του συμβάντος, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε λάβει προειδοποίηση για τις προθέσεις της Χαμάς να αρχίσει πόλεμο εναντίον του Ισραήλ και κατηγόρησε τις υπηρεσίες ασφαλείας -και συγκεκριμένα τον επικεφαλής των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων, Αχαρόν Χαλίβα και τον επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόναν Μπαρ- ότι ευθύνονται για την αποτυχία που οδήγησε στην επίθεση της οργάνωσης στις 7 Οκτωβρίου. «Σε καμία περίπτωση και σε κανένα στάδιο δεν προειδοποιήθηκε ο Πρωθυπουργός Νετανιάχου για τις πολεμικές προθέσεις της Χαμάς», έγραψε σε ανάρτηση που δημοσίευσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την οποία, μετά τη δημόσια κατακραυγή, ανακάλεσε, ζητώντας συγγνώμη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών, και συγκεκριμένα το 80%, θεωρούν ότι ο Νετανιάχου πρέπει να αποδεχθεί δημόσια την ευθύνη για τις τεράστιες αμυντικές αποτυχίες που οδήγησαν στη φονική επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας Maariv. Μέσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται και το 69% όσων ψήφισαν υπέρ του κόμματος Λικούντ στις περσινές εκλογές, ενώ μόλις το 8% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι Νετανιάχου δεν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη. Στο ερώτημα ποιος είναι πιο κατάλληλος για να γίνει πρωθυπουργός, το 49% επιλέγουν τον ηγέτη του κόμματος Εθνική Ενότητα Μπένι Γκαντζ και μόνο το 28% επιλέγουν τον Νετανιάχου.
Πλέον οι φωνές για παραίτηση του Ισραηλινού Πρωθυπουργού πληθαίνουν, ενώ υπάρχουν αναφορές και για εσωκομματικά πυρά. Σύμφωνα με τον αναλυτή, Daniel Seidemann, «υπάρχει αυξημένος αριθμός εξεχουσών προσωπικοτήτων, πολλές οι οποίες προέρχονται από τον χώρο του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών, που αποκαλούν τον Νετανιάχου όχι μόνο ανάξιο της θέσης του αλλά και διανοητικά ανίκανο ν’ αντεπεξέλθει της κρίσιμης αυτής κατάστασης».
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι ολοένα και πλησιάζει το πολιτικό τέλος του Νετανιάχου. Όπως έχει αναφερθεί ξανά, οι Ισραηλινοί δεν συγχωρούν τις αποτυχίες σε θέματα ασφαλείας, ειδικά όταν πρόκειται για την πιο αιματοβαμμένη μέρα στην 75χρονη ιστορία του ισραηλινού κράτους. Αν και ο Νετανιάχου έχει επιβιώσει πολλών προκλήσεων, όπως για παράδειγμα οι δικαστικές του περιπέτειες, δεν αμφισβητείται η πολιτική του πτώση, παρά μόνο το πότε θα γίνει αυτή.
Φυσικά δεν σημαίνει ότι το πολιτικό του τέλος θα είναι σύντομα. Οι επόμενες εκλογές είναι προγραμματισμένες σε τρία χρόνια και δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από μόνος του. Ο μόνος τρόπος είναι τουλάχιστον πέντε βουλευτές που στηρίζουν την κυβέρνησή του ψηφίσουν εναντίον του στην Κνεσέτ. Φυσικά, το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο καθώς μια πιθανή απομάκρυνση του Νετανιάχου θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην ισραηλινή πολιτική στο παλαιστινιακό ζήτημα σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα.