Αναλύσεις

Στο περιθώριο της ιστορίας: Πώς φθάσαμε στο ψευδοκράτος

40 χρόνια από το δεύτερο τουρκικό έγκλημα σε βάρος της Κύπρου

Συμπληρώνονται σε λίγες μέρες 40 ολόκληρα χρόνια από τη μαύρη μέρα της ανακήρυξης του ψευδοκράτους των κατεχομένων, την 15η Νοεμβρίου 1983. Το δεύτερο τουρκικό έγκλημα σε βάρος της Κύπρου. Και τα δυο εγκλήματα, πρωταγωνιστή είχαν τον εγκάθετο της Άγκυρας στην Κύπρο, τον λατινοχριστιανικής καταγωγής Ραούφ Ραΐφ Ντενκτάς. Τον άνθρωπο, που μοναδικό σκοπό της ζωής του είχε τάξει να εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, ακόμη και όταν αυτά ήταν σε βάρος των Τουρκοκυπρίων, τους οποίους χρησιμοποιούσε ως πιόνια για την επίτευξη των στόχων του. Δυο κραυγαλέα χαρακτηριστικά περιστατικά καταμαρτυρούν τη συνεχή εκμετάλλευση των Τουρκοκυπρίων από τον Ντενκτάς. Μια εκμετάλλευση, που αγγίζει τα όρια της προδοσίας. Η πρώτη εκδήλωση της προδοσίας έγινε μόλις απέτυχαν τα σχέδια της Άγκυρας για διχοτόμηση της Κύπρου με την τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963. Τρομαγμένος ο Ντενκτάς κατέφυγε στον Γλαύκο Κληρίδη και ζήτησε τη βοήθειά του να διαφύγει στην Τουρκία. Και η δεύτερη το 1974, όταν απέτυχε και πάλι στις πρώτες μέρες η εισβολή του Αττίλα. Και τότε ο κακός ολετήρας της Κύπρου διέφυγε άρον-άρον στην Τουρκία, για να επιστρέψει στο μοιρασμένο πια νησί μας από τις ορδές του Αττίλα.

Η έκθεση Νιχάτ Ερίμ

Τα τουρκικά σχέδια για διχοτόμηση της Κύπρου δεν είναι πρόσφατα. Χρονολογούνται από το 1956 και βασίζονται στη διαβόητη έκθεση του καθηγητή και αργότερα πρωθυπουργού, Νιχάτ Ερίμ, με εντολή τού τότε πρωθυπουργού, Ισμέτ Ινονού, που ήταν υπαρχηγός του Κεμάλ Ατατούρκ κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Έμπειρος όχι μόνο στρατιωτικός, αλλά και πολιτικός, ο Ινονού κάλεσε το Νιχάτ Ερίμ να ετοιμάσει μια έκθεση που να αφορά τους χειρισμούς της κυβέρνησής του στο Κυπριακό, λίγο μετά τις ζυμώσεις που άρχισαν για τη λύση του προβλήματος, το οποίο προσλάμβανε διεθνείς διαστάσεις με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Ιδιαίτερα ο Ινονού θεώρησε απαραίτητο να γνωρίζει πώς η Τουρκία θα χειριζόταν το πρόβλημα, για να εγείρει δικαιώματα στο νησί, που ήταν τότε αποικία της Βρετανίας, και να ματαιώσει κάθε προσπάθεια για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιασδήποτε άλλης λύσης που δεν θα ευνοούσε και τα τουρκικά συμφέροντα. Στην έκθεσή του ο Νιχάτ Ερίμ υποστηρίζει ότι η Τουρκία πρέπει να εμμένει στη διχοτόμηση της Κύπρου, σε περίπτωση που η Βρετανία εγκαταλείψει το νησί. Και τονίζει εν προκειμένω: «Η περίπτωση που ουδέποτε θα δεχθεί η Τουρκία είναι η διάνοιξη της οδού για προσάρτηση της νήσου στην Ελλάδα, υπό το πρόσχημα της παροχής στους κατοίκους τής Κύπρου του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως…».

Στην ίδια έκθεσή του ο Νιχάτ Ερίμ προτείνει τη λύση της διχοτόμησης ή των δύο κρατών, με τη μετακίνηση πληθυσμών. Μια λύση που υποστήριζε πάντοτε η Τουρκία και προωθούσε, μη αποδεχόμενη διάφορες άλλες λύσεις και σχέδια που είχαν συζητηθεί με τη συμμετοχή ή την υποστήριξη και των Ηνωμένων Εθνών αλλά δεν προέβλεπαν ούτε τη διχοτόμηση, ούτε τη λύση δύο κρατών. Το μόνο σχέδιο που είχαν δεχθεί ήταν το αλήστου μνήμης διχοτομικό σχέδιο Ανάν, το οποίο σε δημοψήφισμα η συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού απέρριψε, παρά τις αφόρητες πιέσεις που είχε δεχθεί ο αείμνηστος Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος, όχι μόνο από ξένους παράγοντες αλλά και δικούς πολιτικούς ηγέτες και οικονομικούς παράγοντες.

Οι ενισχυμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες

Η μόνη περίπτωση που είχαν έρθει πολύ κοντά οι θέσεις των δυο πλευρών ήταν κατά τις ενισχυμένες, όπως είχαν χαρακτηρισθεί, ενδοκοινοτικές συνομιλίες, στις οποίες συμμετείχαν από ελληνικής πλευράς ο Γλαύκος Κληρίδης και ο Μιχαήλ Δεκλερής και από τουρκικής ο Ραούφ Ντενκτάς και ο καθηγητής Ορχάν Αλτικαστί. Στο βιβλίο του «Κυπριακό 1972-1974: Η τελευταία ευκαιρία», ο Μ. Δεκλερής επισημαίνει: «Στην ιστορία του Κυπριακού η διετία 1972-74 είναι κρίσιμη καμπή, γιατί τότε παρουσιάστηκε και χάθηκε η τελευταία ευκαιρία να διασωθεί η συμβίωση και συνεργασία των Ελλήνων και των Τούρκων του νησιού, όπως είχαν διαμορφωθεί από το κοινό παρελθόν τους. Έλληνες και Τούρκοι κατόρθωσαν να φτάσουν πολύ κοντά στην ειρηνική λύση του προβλήματος, που στηριζόταν στον σεβασμό των εστιών και του πολιτισμού των δύο κοινοτήτων. Η επιτυχημένη αυτή προσπάθεια θα είχε τεράστια σημασία στις σχέσεις των δύο εθνών, αν δεν καταστρεφόταν απροσδόκητα από βίαια γεγονότα, άσχετα με αυτήν…».

Οι ενισχυμένες ενδοκυπριακές συνομιλίες άρχισαν επίσημα στη Λευκωσία στις 8 Ιουνίου 1972, όπως σημειώνει ο Μ. Δεκλερής, και επρόκειτο να κρατήσουν σχεδόν δυο χρόνια. Στην αίθουσα αξιωματικών της ΟΥΦΙΚΥΠ. Ενώπιον στρογγυλής τραπέζης με τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων, κάθισαν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κουρτ Βάντχαϊμ, ο Ειδικός Αντιπρόσωπός του στην Κύπρο, Βιβιάνο Ταφάλ, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης, Ραούφ Ντενκτάς, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης, Ορχάν Αλντικαστί και ο Πάρεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Μιχαήλ Δεκλερής (I.S. D. Yele).

Το ναυάγιο και η προώθηση της ανακήρυξης του ψευδοκράτους

Οι συνομιλίες κράτησαν σχεδόν δυο χρόνια και ήταν επίπονες. Και οι δυο πλευρές προσπάθησαν να ωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά με τη συμβολή των Δεκλερή και Αλντικαστί γινόταν ένας συγκερασμός θέσεων, που είχε θετικά αποτελέσματα. Και, τελικά, με τις ευλογίες των εκπροσώπων Ελλάδας και Τουρκίας, Κληρίδης και Ντενκτάς κατέληξαν σε κατ’ αρχήν συμφωνία, η οποία θα έπρεπε να εγκριθεί και από τις ηγεσίες των δυο πλευρών. Ο Κληρίδης παρουσίασε το κείμενο της συμφωνίας στον Μακάριο, ο οποίος ζήτησε από το Εθνικό Συμβούλιο ν’ ακούσει τις απόψεις του. Ο Κληρίδης, που ήταν και ο εκπρόσωπος της δικής μας πλευράς στις συνομιλίες, τάχθηκε υπέρ της αποδοχής της συμφωνίας, η οποία, μεταξύ άλλων, ικανοποιούσε και τα 13 Σημεία που είχε υποβάλει για βελτίωση του Συντάγματος και είχαν απορριφθεί τότε από την τουρκική πλευρά και αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την έκρηξη της τουρκικής ανταρσίας. Τελικά ο Μακάριος απέρριψε τη συμφωνία και ο Κληρίδης παρέδωσε την αρνητική απάντηση της δικής μας πλευράς. Υπέκυψε και βρέθηκε στην τραγική θέση να δώσει την αρνητική απάντηση σε μια συμφωνία, στην οποία ο ίδιος είχε καταλήξει με τον Ντενκτάς μετά από πολύμοχθες σκληρές διαπραγματεύσεις. Η στάση του Κληρίδη να μην αντιδράσει στην αρνητική θέση του Μακαρίου είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και δικών του ακόμη ανθρώπων, οι οποίοι τον είχαν καλέσει να παραιτηθεί και να εκφράσει δημόσια τη διαφωνία του με τον Αρχιεπίσκοπο. Ο ίδιος, κατόπιν εορτής, ομολόγησε δημόσια το λάθος του με τον γνωστό «mea culpa».

Πολύ πιο έντονη για την αρνητική στάση του Μακαρίου ήταν η αντίδραση της κυβέρνησης της Αθήνας, οι σχέσεις της οποίας με τον Αρχιεπίσκοπο είχαν φθάσει στο Ναδίρ. Είναι γνωστές οι απειλητικές επιστολές του Παπαδόπουλου με «τα σκληρά» μέτρα, που έφεραν την Αθήνα και τη Λευκωσία στα πρόθυρα της διακοπής σχέσεων. Το ναυάγιο των ενισχυμένων ενδοκυπριακών συνομιλιών τελμάτωσε το Κυπριακό και οι ελπίδες για ειρηνική λύση του προβλήματος είχαν εξανεμιστεί. Η Τουρκία είχε σκληρύνει περισσότερο τη στάση της, στους τουρκικούς θυλάκους αξιωματικοί του τουρκικού στρατού εκπαίδευαν τους Τουρκοκυπρίους και τους εξόπλιζαν, σε σημείο που είχαν οργανώσει στρατό δέκα χιλιάδων ανδρών… Παράλληλα ο Ντενκτάς με την Άγκυρα προωθούσαν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους των κατεχομένων.

*Στο επόμενο: Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους