Το άναρχο διεθνές περιβάλλον και η Κύπρος

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε η εκτίμηση από συγκεκριμένους κύκλους για ένα διάστημα ότι ο κόσμος εισήλθε σε μία νέα εποχή, στην οποία οι ανταγωνισμοί θα μειώνονταν. Η θέση αυτή απεδείχθη ότι ήταν λανθασμένη. Οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι συνεχίσθηκαν σε διάφορα επίπεδα. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, οι συγκρούσεις και ο κατακερματισμός της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, καθώς και τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε διάφορες διενέξεις υφίστανται τα στοιχεία της σύγκρουσης αξιακών συστημάτων. Υπό αυτήν την έννοια, η θεωρητική προσέγγιση του Huntington (Samuel Huntington, The Clash of Civilisations and the Remaking of World Order, London: Touchstone Books, 1998) περί σύγκρουσης πολιτισμών δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Κατά την πρόσφατη περίοδο υπάρχουν εξελίξεις οι οποίες έχουν δημιουργήσει σοβαρές ανησυχίες για την ασφάλεια και τη συνεργασία σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στις πλείστες περιπτώσεις των διενέξεων ελλοχεύει ο κίνδυνος της περαιτέρω κλιμάκωσης και της αποσταθεροποίησης. Θα ήταν δυνατόν να προληφθούν τα χειρότερα εάν επιδεικνυόταν ο πολιτικός πραγματισμός καθώς και υπεύθυνη ηγεσία από τα άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενα μέρη.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος άρχισε στις 24/2/2022, συνεχίζεται με αμείωτη σφοδρότητα. Και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα η προοπτική του τερματισμού του. Χιλιάδες άνθρωποι, και από τις δύο πλευρές, έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ οι ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες είναι δυσβάστακτες. Επαναλαμβάνω ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αυτό, όμως, δεν έγινε. Και ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την τελική του έκβαση.

Είδαμε επίσης πριν από λίγες εβδομάδες μια νέα εθνοκάθαρση– αυτή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Για πολλά χρόνια η διένεξη αυτή εθεωρείτο ως παγωμένη σύγκρουση (frozen conflict). Στη συγκεκριμένη περίοδο το Αζερμπαϊτζάν εκμεταλλεύτηκε τις συγκυρίες και επέβαλε το δίκαιο τού ισχυρού. Η Αρμενία παρέμεινε αδρανής. Η Ρωσική Ομοσπονδία, η ΕΕ και οι ΗΠΑ ανέχθηκαν τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι το Ναγκόρνο Καραμπάχ ανήκε πάντοτε στο Αζερμπαϊτζάν. Σε πολιτικό επίπεδο, ούτε η Αθήνα ούτε η Λευκωσία απάντησαν στον Ερντογάν. Θα μπορούσε να είχε λεχθεί, μεταξύ άλλων, ότι και η κατεχόμενη Κύπρος ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η Τουρκία είναι κατοχική δύναμη.

Τα τεκταινόμενα στο Ισραήλ και στη Λωρίδα της Γάζας προκαλούν το διεθνές ενδιαφέρον. Αναμφίβολα η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη. Όμως, ακόμα και χώρες φιλικές προς το Ισραήλ έχουν εκφράσει τη θέση ότι θα πρέπει να περιορισθούν οι παράπλευρες απώλειες και να αποφευχθεί μια ανθρωπιστική κρίση, η οποία ενδεχομένως να οδηγήσει σε μία ευρύτερη κλιμάκωση. Ήδη έχουν υπάρξει έντονες επικρίσεις για το Ισραήλ απ’ όλες σχεδόν τις αραβικές χώρες, μεταξύ των οποίων και εκείνες οι οποίες είχαν εξομαλύνει τις σχέσεις τους με το Τελ Αβίβ.

Σε σχέση με το Παλαιστινιακό είναι σημαντικό να λάβουμε υπ’ όψιν μας κομβικά σημεία του ζητήματος. Με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948 υπήρξε καθολική αντίδραση από τον Αραβικό Κόσμο. Το αφήγημα του Τελ Αβίβ ήταν ότι «για την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος είναι απαραίτητο όπως γίνει σεβαστό το ιερό δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ».

Η σύναψη διπλωματικών σχέσεων πρώτα με την Αίγυπτο και αργότερα με την Ιορδανία χωρίς προηγουμένως την επίλυση του Παλαιστινιακού ήταν επιτυχία για το Ισραήλ. Στην πορεία θα εγένετο κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων στη βάση των δύο κρατών. Δυστυχώς, η συμφωνία αυτή ουδέποτε ολοκληρώθηκε. Ταυτόχρονα, στη Δυτική Όχθη καθώς και στη Λωρίδα της Γάζας ογκούτο η αγανάκτηση για τα κατοχικά δεδομένα.

Η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο του μίσους για το εβραϊκό κράτος. Είχε και πολιτικούς στόχους:

(α) Πρώτο, να υποσκάψει την πολιτική του Ισραήλ, γνωστή ως Abraham Accords, και να ανατρέψει την προοπτική για ομαλοποίηση των σχέσεων του με μετριοπαθείς αραβικές χώρες,

(β) δεύτερο, να προκαταλάβει τη δημιουργία διπλωματικών σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, και

(γ) τρίτο, να προκληθεί μια ευρύτερη κρίση και να έλθει ξανά στο διεθνές προσκήνιο το παλαιστινιακό ζήτημα.

Προφανώς, η διένεξη έχει λάβει ευρύτερες προεκτάσεις. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι στις ευρωπαϊκές χώρες διαβιούν εκατομμύρια Μουσουλμάνοι. Ως εκ τούτου ελλοχεύει ο κίνδυνος εντάσεων, καθώς επίσης και τρομοκρατικών χτυπημάτων.

Το Παλαιστινιακό δεν έχει αρχίσει στις 7 Οκτωβρίου 2023 με το τρομοκρατικό χτύπημα της Χαμάς. Διάφοροι αναλυτές επισημαίνουν ότι, ενώ το Ισραήλ έχει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, και ως εκ τούτου νομιμοποιείται η επιδίωξή του για εξάρθρωση της Χαμάς, δεν είναι δυνατό να διαιωνίζεται η κατοχή καθώς και η συλλογική τιμωρία των Παλαιστινίων ως αποτέλεσμα των τρομοκρατικών οργανώσεων και της δράσης τους.

Η λογική αυτή παραπέμπει αφ’ ενός στην εντατικοποίηση των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και αφ’ ετέρου σε έναν οδικό χάρτη για την κατάπαυση του πυρός και την ανάληψη πρωτοβουλιών για επίλυση της διένεξης. Υπάρχουν αποφάσεις του ΟΗΕ, καθώς και μεταξύ του Ισραήλ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) στη βάση των δύο κρατών. Μια τέτοια προσέγγιση θα είναι προς όφελος των δύο πλευρών καθώς και της περιφερειακής και διεθνούς ασφάλειας.

Και στην Κύπρο είναι καιρός να αντιληφθεί το πολιτικό σύστημα ότι τίποτε δεν είναι στατικό (ιδίως) στις διενέξεις που δεν έχουν επιλυθεί. Σχεδόν 50 χρόνια μετά την εισβολή, η Κύπρος δεν έχει ολοκληρωμένο αφήγημα. Το χειρότερο είναι ότι, εάν υλοποιηθεί η εξαγγελθείσα πολιτική του Προέδρου Χριστοδουλίδη για το Κυπριακό, ο ίδιος αλλά και ο ελληνικός κυπριακός λαός θα βρεθούν ενώπιον σοβαρών διλημμάτων.

Το Κυπριακό είναι υπαρξιακό ζήτημα. Αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος γιατί η Κύπρος δεν μπορεί να είναι απούσα από τη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών. Και δεν μπορεί καμία κυβέρνηση και καμία επιτροπή ή συμβούλιο του κράτους να υποκαταστήσει το έργο των δεξαμενών σκέψης. Δυστυχώς, η απλή αυτή πραγματικότητα δεν έχει γίνει ακόμα επαρκώς κατανοητή. Ως εκ τούτου, πολύ δύσκολα μπορεί να απαντήσω στην κριτική φίλων που ζουν σε ξένες χώρες ότι η Κύπρος χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από αυτό που περιγράφεται ως parochialism (επαρχιωτισμός).

Θα πρέπει να υπάρχει ολοκληρωμένη στρατηγική καθώς και ένα σωστό αφήγημα και προς τα έσω και προς τα έξω. Η διαχείριση του εθνικού ζητήματος δεν μπορεί να είναι αντικείμενο επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων ή ακόμα και ιδεολογικών προσεγγίσεων. Επαναλαμβάνω, επίσης, ότι δεν μπορεί η Κύπρος όχι μόνο να υποτιμά τον ρόλο των δεξαμενών σκέψης αλλά και να μην έχει επαρκή αντίληψη της δράσης αυτών. Από την προσωπική μου πολύχρονη εμπειρία λυπούμαι να παρατηρήσω ότι τα περισσότερα εμπόδια στη δράση των δεξαμενών σκέψης στην Κύπρο είναι ενδογενή. Η θλιβερή αυτή κατάσταση θα πρέπει να αντιστραφεί το συντομότερο δυνατό. Και τούτο σε μια περίοδο κατά την οποία το τουρκικό αφήγημα για λύση δύο κρατών στην Κύπρο θα ενταθεί σε διάφορα επίπεδα, με απώτερο στόχο μια χαλαρή ομοσπονδία ή ακόμα και συνομοσπονδία.

*Καθηγητής, Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας