NΕΟ κόμμα με βουλευτή, χωρίς συμμετοχή στις εκλογές!

Στις Βουλευτικές Εκλογές 26.5.1996 η Επαρχία Κερύνειας ανέδειξε για το ΔΗΚΟ στη μια από τις τρεις έδρες, βουλευτή την κα Κ.Π.Π., η οποία όμως σε μεταγενέστερο στάδιο «…προσχώρησε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του Δημοκρατικού Συναγερμού» (απόσπασμα από τη σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου). Πράξη με την οποία διαφώνησαν κάποιοι ψηφοφόροι του ΔΗΚΟ, ισχυριζόμενοι ότι «…αλλοιώθηκε η εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος στη Βουλή» για ό,τι αφορά την Κερύνεια και άρα έπρεπε να επιληφθεί του ζητήματος το Εκλογοδικείο. Η προσχώρηση αυτή στον ΔΗΣΥ, εκ των πραγμάτων αλλοίωσε και/ή ανέτρεψε την κατανομή των εδρών της Βουλής που έγινε από τον Έφορο Εκλογής και επέφερε αύξηση του αριθμού των βουλευτών ενός κόμματος, χωρίς την περί τούτου ανάλογη λαϊκή ψήφο, μετά την καθολική εκλογική αναμέτρηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ως Εκλογοδικείο, έκρινε ότι η διαδικασία και οι θεραπείες που ζητήθηκαν ήσαν «άγνωστες στον εκλογικό νόμο». Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο κατ’ επίκλησιν του Άρθρου 145 του Συντάγματος διαπίστωσε ότι το Σύνταγμα διασφάλισε την «ελευθερία η οποία παρέχεται στη Νομοθετική Εξουσία για τη διαμόρφωση του εκλογικού νόμου» και τόνισε, μεταξύ άλλων ότι, η εξουσία αυτή: «…περιλαμβάνει τη ρύθμιση κάθε θέματος που αφορά ενστάσεις σε εκλογή που ανάγονται στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου» και ότι κάθε θέμα που άπτεται της εγκυρότητας εκλογής ή που μπορεί να προκύψει σε σχέση με αυτήν, εγείρεται με εκλογική αίτηση. Υπέδειξε δε ότι οι θεραπείες οι οποίες καθορίζονται από τον Εκλογικό Νόμο είναι «...αποκλειστικά προσαρμοσμένες στην εγκυρότητα των εκλογών που έχουν ήδη διεξαχθεί»».

Όμως, ενώ το αίτημα αφορούσε όντως στην «εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος», που κρίθηκε ως το επίσημο τελικό αποτέλεσμα από την καταμέτρηση των ψήφων που έλαβε κάθε κόμμα, εν τούτοις ουσιαστικά δεν θεώρησε ότι αλλοιώθηκε η βούληση των εκλογών, αντίθετα στο ποσοστό το οποίο έλαβε το ΔΗΚΟ με την υπό αναφορά προσχώρηση ενός βουλευτή του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΔΗΣΥ. Τούτο προφανώς αντίθετα στην υπό του Εφόρου Εκλογών κατανομή και ανακήρυξη των βουλευτικών εδρών και αντίθετα στη διά της τότε ψήφου εκφρασθείσα επιθυμία του κυρίαρχου λαού.

Κατέληξε δε το Δικαστήριο ότι δήθεν το αίτημα που είχε προς εξέταση:

«…δεν είναι η υποβολή ένστασης σε εκλογή ή θεώρηση του αποτελέσματός της. Ουσιαστικό αντικείμενό της είναι η έκδοση οδηγιών ή απαγορευτικών διαταγμάτων αναφορικά με τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού σώματος, αίτημα καταφανώς εκτός του πεδίου της δικαιοδοσίας του Εκλογοδικείου. Εκτός θέματος είναι και οι θεραπείες οι οποίες επιδιώκονται, πασιφανώς άγνωστες στον εκλογικό νόμο».

Μια θεώρηση, πρωτογενής και αντίθετη με την πράξη ανακήρυξης των βουλευτών κατά τη δύναμη του κάθε κόμματος, αφού η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά αφορούσε, ξεκάθαρα, το κύρος του εκλογικού αποτελέσματος και της σχετικής πράξης ανακήρυξης βουλευτών κατά τα ποσοστά σε ψήφους που έκαστος έλαβε και που ανατράπηκε.

Ήταν διαφορά νομική και όχι θέμα δεοντολογίας για το επιτρεπτό ή όχι προσχώρησης σε άλλο κόμμα, βουλευτού, ενώ ήταν υποψήφιος με άλλο κόμμα.

Η πρόσφατη παραίτηση βουλευτού από τους Οικολόγους και η ανακοίνωση τώρα της προσχώρησής του σε ένα νέο κόμμα, αποτελεί ζήτημα νόμιμης ή μη εκλογικής διαφοράς που άπτεται της εγκυρότητας της όλης προεκλογικής μάχης και της τελικής κομματικής σύνθεσης της Βουλής; Είναι θέμα συνταγματικής τάξης και δημοκρατικής επιβεβαίωσης ότι η ψήφος των πολιτών διαμορφώνει τη δύναμη στη Βουλή των κομμάτων; Πολύ δε περισσότερο γιατί η εξαγγελθείσα προσχώρηση αφορά σε ένα νέο «κόμμα», που δεν ζήτησε, γιατί δεν υπήρχε, τότε, την ψήφο των πολιτών, το οποίο όμως θα «αποκτήσει» μία των 56 εδρών της Βουλής, χωρίς εκφρασμένη περί τούτου θέληση του κυριάρχου λάου!

*Δικηγόρος