Διακυβέρνηση και κοινοβουλευτική πλειοψηφία

Με αφορμή τη νίκη του Νίκου Χριστοδουλίδη στις προεδρικές εκλογές, γίνεται αρκετή συζήτηση για τη δυνατότητα ενός Προέδρου να κυβερνήσει χωρίς την ύπαρξη μιας συνεκτικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία να στηρίζει την κυβέρνησή του. Η συζήτηση αυτή είναι βάσιμη στον βαθμό που αφορά τη διάδραση της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, της Κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου. Από την άλλη, οι δύο αυτές εξουσίες είναι διακριτές και ασκούν εξουσίες και αρμοδιότητες, χωρίς η μια να παρεμβαίνει στην άλλη. Η κυπριακή Πολιτεία, το κυπριακό πολιτικό σύστημα είναι Προεδρικό, όχι Κοινοβουλευτικό. Η Κυβέρνηση και το Υπουργικό Συμβούλιο ασκούν τις εξουσίες τους αυτόνομα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος. Η άσκηση του κυβερνητικού έργου γίνεται στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, δηλαδή οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες της κυβερνήσεως καθορίζονται, εκτείνονται και περιορίζονται στα όρια του δικαίου, του συντάγματος και των νόμων. Ταυτόχρονα, και το Κοινοβούλιο έχει εξουσίες και αρμοδιότητες στο ίδιο πλαίσιο κράτους δικαίου. Αυτή είναι μια βασική αρχή του πολιτεύματος.

Η συζήτηση περί δυνατότητας διακυβέρνησης από έναν Πρόεδρο που δεν στηρίχθηκε προεκλογικά από κόμματα, τα οποία έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή, αγνοεί εν πολλοίς τα πιο πάνω, αλλά ταυτόχρονα είναι εθισμένη σε ένα πλαίσιο μιας τοξικής και αντιπαραγωγικής δημόσιας πολιτικής συζήτησης, καθώς αυτή βασίζεται στις προσταγές της κομματικής συσπείρωσης και της άγονης αντιπαράθεσης. Οι προεδρικές εκλογές 2023 έχουν δώσει το στίγμα μιας κοινωνίας που έχει κουραστεί από τον παραδοσιακό κομματισμό και την άσκηση πολιτικής εντυπώσεων. Εάν τα κόμματα και ευρύτερα το πολιτικό προσωπικό δεν αλλάξουν ρώτα και νοοτροπία, θα συνεχίσουν να χάνουν έδαφος και στην ουσία να απολέσουν τη νομιμοποίηση που δίνουν στην ύπαρξη και λειτουργία τους ο λαός, οι πολίτες.

Μια βασική παθογένεια του προεδρικού πολιτικού συστήματος στην Κύπρο είναι η αίσθηση ότι η Κυβέρνηση είναι οιονεί σε ομηρεία από το κόμμα εξουσίας, το κόμμα από το οποίο προέρχεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Διότι παραδοσιακά, στην Κύπρο το Προεδρικό Σύστημα αξιοποιείται για τη νομή της εξουσίας και την εξυπηρέτηση συμφερόντων ημετέρων, έτσι ώστε το κόμμα που είναι στην αντιπολίτευση να αδημονεί να κερδίσει την εξουσία για να πάρει την ρεβάνς, να εξυπηρετήσει τους δικούς του. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν βρίσκω καθόλου ειλικρινή την «ανησυχία» για τα «προβλήματα» που θα συναντήσει μία Κυβέρνηση που δεν στηρίζεται από κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Χωρίς καμιάν αμφιβολία, η Κυβέρνηση θα πρέπει να στέλνει στο Κοινοβούλιο νομοσχέδια, τα οποία να γίνονται αποδεκτά, δηλαδή να ψηφίζονται και να γίνονται νόμοι του κράτους. Μια Κυβέρνηση χρειάζεται, με άλλα λόγια, να πείθει την πλειοψηφία των μελών του Κοινοβουλίου. Έως τώρα, οι κυβερνήσεις που στηρίζονταν από κόμματα με πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, αξιοποιούσαν αυτήν την πλειοψηφία προκειμένου να υιοθετούνται νομοσχέδια ή και προτάσεις νόμου βουλευτών ή κοινοβουλευτικών ομάδων, χωρίς την απαιτούμενη διαβούλευση, παραβλέποντας τις ανησυχίες ή τα συμφέροντα της ευρύτερης κοινωνίας.

Μια θεμελιώδης πρόκληση για την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη θα είναι να ασκήσει μια διαρκή διαβούλευση και διαπραγμάτευση με πολιτικές δυνάμεις, ομάδες ενδιαφερόντων και ομάδες πολιτών, προκειμένου να σχηματίζεται μια καλύτερη αντίληψη για τις ανάγκες, τα προβλήματα και τις λύσεις που πρέπει να δίνονται. Με απλά λόγια, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει μια καινοτόμο διαδικασία μετατροπής των κοινωνικών αναγκών σε δημόσιες πολιτικές. Κι αυτή είναι μια θετική διάσταση, διότι θα οδηγήσει σε μια πιο συμμετοχική και παραγωγική πολιτική διεργασία, προς όφελος της ευρύτερης κοινωνίας. Καθώς, επίσης, τα κόμματα θα πρέπει να ωριμάσουν και να εξασκηθούν σε μιαν άλλου είδους πολιτική διεργασία, η οποία έχει ως στόχο την επίλυση προβλημάτων, με λιγότερες σκοπιμότητες. Τέλος, σε μια διαρκή πολιτική διαβούλευση και διαπραγμάτευση, θα αναδειχθεί και ο ρόλος άλλων ομάδων, ώστε να υπάρξει ένας παραγωγικός πλουραλισμός στην εξέλιξη του πολιτεύματος και του πολιτικού συστήματος.