Το δίλημμα μεταξύ Αννίτας και Δημήτρη
Η διαφορά των δύο υποψηφιοτήτων εντοπίζεται μάλλον στη σχέση και τον ρόλο που προτίθενται να «αναθέσουν» ή να «ανεχθούν» για ιστορικά στελέχη όπως οι Νίκος Αναστασιάδης και Αβέρωφ Νεοφύτου
Σε δύο εβδομάδες, και συγκεκριμένα στις 11 Μαρτίου, τα περίπου 50.000 μέλη του Συναγερμού θα έχουν την ευκαιρία να αποφασίσουν αν ο νέος Πρόεδρος του κόμματός τους θα είναι ο Δημήτρης Δημητρίου ή η Αννίτα Δημητρίου.
Σε όλο το οικοδόμημα του ΔΗΣΥ, από τα πάνω δώματα της ηγεσίας μέχρι τη βάση, είναι σαφές πως οι εκλογές της 11ης Μαρτίου είναι από τις κρισιμότερες στην ιστορία της παράταξης, η οποία εκ των πραγμάτων, μετά την ήττα στις Προεδρικές και τα όσα ακολούθησαν μεταξύ 1ης και 2ης Κυριακής, εισέρχεται σε νέα ιστορική φάση.
Όπως σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η απόφαση των μελών του ΔΗΣΥ για το ποιον θα ψηφίσουν για νέο τους Πρόεδρο θα ληφθεί στη βάση ποικίλων κριτηρίων, που εκτείνονται από τις πολιτικές – ιδεολογικές θέσεις Αννίτας και Δημήτρη Δημητρίου, τα προγράμματα και τις προτάσεις που θα καταθέσουν για ανανέωση και αλλαγή στη λειτουργία του κόμματος, ώς τα ατομικά χαρακτηριστικά που αφορούν στις ηγετικές τους ικανότητες και την ανθεκτικότητά τους σε ό,τι αφορά ενδεχόμενες κηδεμονεύσεις από απερχόμενα ιστορικά στελέχη και συγκεκριμένα τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον Αβέρωφ Νεοφύτου κ.ά.
Κοινά χαρακτηριστικά…
Το γεγονός ότι οι δύο υποψήφιοι φέρουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, καθιστά σε έναν βαθμό ευκολότερη την εκτίμηση αναφορικά με την πορεία και το περιεχόμενο της ανανέωσης της παράταξης την επομένη της εκλογής νέου Προέδρου. Από την άλλη, καθιστά, επίσης, σε έναν βαθμό, δυσκολότερη την απόφαση για τους Συναγερμικούς, αφού συρρικνώνει το φάσμα των αντιθέσεων των υποψηφίων και άρα περιορίζει κριτήρια της επιλογής των ψηφοφόρων.
Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η σελίδα στον ΔΗΣΥ θα γυρίσει και στο πηδάλιο θα βρεθεί για πρώτη φορά ένας άνθρωπος που γεννήθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και μετά την ίδρυση του κόμματος το 1976. Ευαγγελίζονται και οι δύο διεκδικητές και θέτουν ως προτεραιότητα την επανένωση των «κομματιών» της εκλογικής βάσης του Συναγερμού, που διασπάστηκε στις τελευταίες εκλογές.
Οι θέσεις τους στα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τον τόπο -όπως επί παραδείγματι το Κυπριακό- δεν φαίνεται να αποκλίνουν. Ανήκουν και οι δύο στο κομμάτι εκείνο της νέας κεντροδεξιάς, που κινείται απενοχοποιημένα στα πεδία των ατομικών δικαιωμάτων που αφορούν τα έμφυλα ζητήματα, τις σεξουαλικές ανισότητες κ.λπ. Είναι και οι δύο δημοφιλέστατοι και πολύ αγαπητοί στις τάξεις των ψηφοφόρων και των μελών του ΔΗΣΥ, καταγράφοντας επαρχιακές πρωτιές σε Λευκωσία και Λάρνακα, σε σταυρούς προτίμησης στις τελευταίες Βουλευτικές του 2021. Η ρητορική και επικοινωνιακή τους ευχέρεια κινείται στην ίδια στάθμη. Στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας επίσης δεν έχει καταγραφεί κάποια ουσιώδης αντίθεση ανάμεσα στους δύο.
Ως εκ των πιο πάνω δεδομένων, γίνεται σαφές πως αν και ο Συναγερμός φέρει στο εσωτερικό του σοβαρές πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις, που αφορούν στην προσέγγιση του Κυπριακού, στην ισορροπία συντηρητισμού – προοδευτισμού, στο φάσμα της φιλελεύθερης οικονομικής προσέγγισης κ.α., οι επερχόμενες εκλογές δεν πρόκειται να «απαντήσουν» τουλάχιστον άμεσα και διά της επιλογής Αννίτας ή Δημήτρη, σε αυτά τα ζητήματα.
Η σχέση με το παρελθόν στο επίκεντρο
Πού λοιπόν εντοπίζονται αντιθέσεις ανάμεσα στους δύο διεκδικητές σε βαθμό τέτοιο, πουη βάση των Συναγερμικών δύναται να επιλέξει τη μία υποψηφιότητα έναντι της άλλης;
Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα και τις δημόσιες τοποθετήσεις των δύο,φαίνεται πως η μεγαλύτερη αντίθεση ανάμεσα σε Αννίτα και Δημήτρη Δημητρίου αφορά στην απαγκίστρωση ή την πρόθεση απαγκίστρωσης από τους μέχρι τώρα εσωκομματικούς μηχανισμούς εξουσίας και από τα πρόσωπα που είχαν τον έλεγχο των μηχανισμών αυτών.
Στις δηλώσεις των δύο διεκδικητών, φαίνεται πως το σημείο αυτό αφορά την πιο μεγάλη και ουσιαστική διαφορά τους.
Από τη μια ο Δημήτρης Δημητρίου προβάλλει ότι έθεσε την υποψηφιότητά πολύ νωρίς μετά τον αποκλεισμό από τον 1ο γύρο των προεδρικών εκλογών και χωρίς να διαβουλευτεί παρασκηνιακά με κανέναν και «χωρίς να υπάρχουν προϋποθέσεις» για να διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος.
Τονίζει ότι η παράταξη υπό τη δική του ηγεσία θα λειτουργεί συλλογικά «και όχι προσωποκεντρικά», με συχνές συνεδριάσεις των οργάνων του κόμματος, της κοινοβουλευτικής ομάδας κ.λπ. Επιπλέον αναφέρει πως «έχει τον χρόνο και τη βούληση» να κατέβει ο ίδιος στη βάση του κόμματος και να συμβάλει στην ενεργοποίηση και ανανέωση των τοπικών επιτροπών προκειμένου να μπει σε μιαν άλλη ρότα λειτουργίας η παράταξη.
Από τις τοποθετήσεις του αυτές και την έμφαση που δίνει στις προτάσεις του για παραταξιακές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούν στο να πάψει το κόμμα να λειτουργεί «προσωποκεντρικά», περνά το μήνυμα πως υπάρχει από μέρους του πρόθεση για περιορισμό ή και εξάλειψη των πρακτικών που υιοθετούνταν αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων από «ένα κλειστό κλαμπ» μεγάλων στελεχών.
Από την άλλη η Αννίτα Δημητρίου, η οποία ευαγγελίζεται και αυτή την αλλαγή λειτουργίας του κόμματος και τη στενότερη επαφή με τη βάση της παράταξης, δεν προτάσσει, τουλάχιστον ρητορικά, την αποφασιστική αλλαγή των πρακτικών που φέρουν στο επίκεντρο της λειτουργίας και των αποφάσεων του κόμματος, παλαιά ιστορικά στελέχη όπως ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Αβέρωφ Νεοφύτου.
Η ίδια η κυρία Δημητρίου δήλωσε πως δεν πρόκειται να κηδεμονεύεται από τα ιστορικά στελέχη της παράταξης. Σημειώνει όμως σε κάθε της δήλωση μετά την υποβολή της υποψηφιότητάς της, πως την απόφασή της για να διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος την έλαβε μετά από συζήτηση που είχε και με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, τον Αβέρωφ Νεοφύτου και με άλλα μεγάλα στελέχη, επικαλούμενη μάλιστα τη χρησιμότητα «των συμβουλών και της ιστορικής καθοδήγησης» των στελεχών αυτών.
Αγώνας ταχύτητας για τα δύο επιτελεία
Πέρα από τις όποιες πολιτικές συγκλίσεις και διαφορές των δύο υποψηφίων για την προεδρία του Συναγερμού, είναι βέβαιο πως η μάχη θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από την κινητοποίηση των υποστηρικτών τους.
Οι δύο διεκδικητές έχουν εδώ και μερικές μέρες οργανώσει τα επιτελεία τους και, στον ελάχιστο χρόνο που απομένει, θα ριχτούν στη μάχη της προσέλκυσης ψηφοφόρων.
Μπορεί τα μέλη της παράταξης να είναι περίπου 50.000, αλλά οι εκτιμήσεις για το πόσοι θα πάνε να ψηφίσουν στις 11 του Μάρτη είναι πολύ πιο χαμηλές.
Ήδη τα τηλέφωνα και οι συναντήσεις επιτελών με μέλη της παράταξης έχουν ξεκινήσει και αναμένεται να κορυφωθούν στις επόμενες μέρες.