Το επόμενο βήμα στην Ευρωπαϊκή Ασφάλεια

Ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της πληρώνουν δυσανάλογο κόστος σε σχέση με άλλα κράτη του δυτικού συνασπισμού, που αντιτίθενται στη ρωσική πολιτική και ενεργούν για τον περιορισμό της. Η Ευρώπη έχει διχαστεί ξανά σε δύο ζώνες ασφαλείας. Από τη μια η Ρωσία αναπτύσσει έντονη αναθεωρητική πολιτική, με τη χρήση βίας και την επιβολή της πολιτικής της με πόλεμο και προσαρτήσεις εδαφών άλλων κρατών. Πέρα από τα ουκρανικά κατεχόμενα εδάφη, η Ρωσία έχει καταλάβει και προσαρτήσει εδάφη της Γεωργίας το 2008, καθώς υποστηρίζει την αποσχιστική οντότητα της Υπερδνειστερίας. Η αναθεωρητική και, ταυτόχρονα, πολεμική, πολιτική της Ρωσίας προκαλεί στρατηγικά διλήμματα ασφαλείας σε ευρωπαϊκά κράτη. Αυτή είναι μια ζώνη έντονης ανασφάλειας, η οποία επιτάσσει την αναπροσαρμογή των αμυντικών σχεδιασμών, των αμυντικών δαπανών και της αμυντικής πολιτικής όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από την άλλη, τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδιώκουν να χτίσουν μια ζώνη ανάσχεσης και περιορισμού της ρωσικής επιθετικότητας. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία είναι ταυτόχρονα και κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, στηρίζονται στο δόγμα πυρηνικής αποτροπής της συμμαχίας τους. Το ΝΑΤΟ παραμένει ο πιο αξιόπιστος οργανισμός συμμαχικής ασφάλειας και αποτροπής στην Ευρώπη. Τα έξι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία δεν είναι κράτη μέλη του ΝΑΤΟ (Αυστρία, Κύπρος, Ιρλανδία, Μάλτα, Σουηδία και Φιλανδία), στηρίζονται αποκλειστικά στα εθνικά μέσα άμυνας και ασφάλειας. Δύο από τα κράτη αυτά, με σχετική γεωγραφική εγγύτητα με τη Ρωσία, η Σουηδία και η Φιλανδία, έχουν κάνει αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Έως και αυτήν τη στιγμή όμως, τα έξι αυτά κράτη δεν καλύπτονται από το δόγμα πυρηνικής αποτροπής και ανταπόδοσης που αναφέρεται στη Συνθήκη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Με απλά λόγια, στο στρατόπεδο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μια «υποδιαίρεση» της ζώνης ασφαλείας, ανάμεσα στα κράτη που καλύπτονται και στα κράτη που δεν καλύπτονται από το ΝΑΤΟ. Αυτή είναι μια ασσυμετρία στα δόγματα ασφαλείας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν υπήρχε αυτή η ασυμμετρία στα στρατηγικά δόγματα ασφαλείας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης), καθώς όλα τα κράτη του Οργανισμού εκείνου ήταν ταυτόχρονα και κράτη μέλη του ΝΑΤΟ. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τις διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του ΝΑΤΟ, τα δεδομένα άλλαξαν και, εν τέλει, διαμόρφωσαν αυτήν τη νέα ασυμμετρία.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, μέχρι και την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η συζήτηση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα είχε πάρει διαφορετικές διαστάσεις. Υπήρξαν, κατά διαστήματα, έντονες συζητήσεις για τη δυνατότητα διαφοροποίησης και αυτονόμησης της ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας από το ΝΑΤΟ, με αφετηρία τη συμφωνία του Saint Malo το 1998 και τη σταδιακή διαμόρφωση της Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές οι συζητήσεις μπορεί να επανέλθουν και στο μέλλον, πλην, όμως, το ζητούμενο αυτήν τη στιγμή είναι κατά πόσον όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα εάν είναι μέλη και του ΝΑΤΟ, θα μπορούσαν να έχουν μια κοινή ομπρέλα πυρηνικής αποτροπής έναντι της Ρωσίας.

Η συζήτηση αυτή είναι ουσιαστική, καθώς το επόμενο βήμα στην ευρωπαϊκή ασφάλεια θα πρέπει να είναι η αποτελεσματική αποτροπή σύρραξης ή απειλής σύρραξης ανάμεσα στη Ρωσία και κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν είναι κράτη μέλη του ΝΑΤΟ. Με την εκκρεμότητα της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, λόγω των γνωστών τακτικών της Άγκυρας, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να μελετήσουν την οικοδόμηση ενός κοινού δόγματος πυρηνικής αποτροπής, το οποίο θα καλύπτει όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης. Βασικό ρόλο σε ένα τέτοιο σενάριο θα πρέπει να έχει η Γαλλία, η οποία είναι το μόνο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πυρηνική ισχύ.