Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να οικοδομήσουν κοινή αντίληψη συμφέροντος

Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, Αθήνα και Λευκωσία δεν έχουν αναπτύξει ποτέ μια κοινή αντίληψη συμφέροντος για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και γεωπολιτικής, καθώς ούτε και για ζητήματα ασφάλειας και άμυνας, πέρα από το στενό πλαίσιο του Κυπριακού. Ακόμα και στο Κυπριακό, Ελλάδα και Κύπρος εργάστηκαν από κοινού για να οικοδομήσουν κοινή αντίληψη μόλις το 2016-17, στο πλαίσιο των τότε συνομιλιών, όπου και ετοιμάστηκε, με πρωτοβουλία της Αθήνας, ένα περιεκτικό κείμενο για τα ζητήματα της ασφάλειας. Έκτοτε, δεν υπήρξε καμία συστηματική προσπάθεια οικοδόμησης αντίληψης κοινού συμφέροντος.

Το μόνο πεδίο, στο οποίο τα δύο κράτη έχουν αναπτύξει κοινή αντίληψη, αφορά τη συνεργασία για επιχειρησιακά, αμυντικά ζητήματα. Αυτό το πεδίο αφορά αποκλειστικά ζητήματα επιτελικής διαχείρισης, τακτικές αντιμετώπισης ενδεχόμενων επιχειρήσεων και σχέδια αντίδρασης σε περίπτωση εκδήλωσης νέας τουρκικής επιθετικής ενέργειας στην Κύπρο. Πρόκειται για στρατιωτικό συντονισμό ανάμεσα στα δύο κράτη στο πλαίσιο της συνδρομής της Αθήνας για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας και της ικανότητας ανταπόκρισης των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου σε περίπτωση που απαιτηθούν άμεσες αμυντικές ενέργειες. Όμως και στο πεδίο αυτό υπάρχει ακόμα αρκετό περιθώριο βελτίωσης και συντονισμού, όπως και μεγάλο περιθώριο ενίσχυσης των κοινών αμυντικών δυνατοτήτων Ελλάδας και Κύπρου.

Η σχέση Αθηνών-Λευκωσίας βασίζεται σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ισχυρών συμβολισμών, ιστορικών σχέσεων και, σε κάποιο βαθμό, συντονισμό. Όταν υπάρχει ουσιαστικός συντονισμός, τα αποτελέσματα είναι καλά. Ταυτόχρονα, όμως, η σχέση Αθηνών-Λευκωσίας χαρακτηρίζεται από ταμπού και προκαταλήψεις. Η Ελλάδα στηρίζει την Κύπρο για τους ευνόητους λόγους που όλοι μπορούν ν’ αντιληφθούν. Η Αθήνα έχει αναλάβει θεσμικές υποχρεώσεις στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Συνθηκών Συμμαχίας και Εγγυήσεων. Η ιστορική ευθύνη για το πραξικόπημα του 1974 έχει δημιουργήσει αίσθηση πολιτικής ευθύνης για τη διαρκή συμβολή της Αθήνας στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού.

Η διμερής σχέση Αθηνών-Λευκωσίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει βασιζόμενη μόνο στην παράδοση, τις ιστορικές ευθύνες και ενδεχομένως τις ιστορικές τύψεις. Πρέπει να αναδομηθεί στο πλαίσιο μιας αντίληψης, όχι μόνο κοινού, αλλά πρωτίστως ενιαίου συμφέροντος. Τα τελευταία χρόνια, τα δύο κράτη έχουν κάνει κάποια βήματα προς τα εμπρός για μια πιο ορθολογική ανάπτυξη της διμερούς σχέσης. Όμως, στην Αθήνα, κυρίως, και στη Λευκωσία, δευτερευόντως, αναπτύσσονται απόψεις για περιορισμό της διμερούς σχέσης. Για παράδειγμα, στην Αθήνα μερικοί θεωρούν το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου ως «βαρίδι» στην ανάπτυξη της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Όπως και στη Λευκωσία, μερικοί θεωρούν ότι θα πρέπει να αποσυνδεθεί εντελώς η εξωτερική πολιτική της Κύπρου από εκείνην της Ελλάδας.

Οι απόψεις αυτές είναι προφανώς προβληματικές, καθώς αγνοούν θεμελιώδη ζητήματα της περιφερειακής και διεθνούς πολιτικής. Σε γεωπολιτικό επίπεδο, τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου αντιμετωπίζουν την Ελλάδα και την Κύπρο ως ένα ενιαίο μέτωπο. Είναι αλήθεια ότι η αντίληψη αυτή έγινε κατανοητή από δρώντες σε Αθήνα και Λευκωσία, με αποτέλεσμα τα δύο κράτη να εργαστούν ως μια ατμομηχανή για τη θέσπιση και διεύρυνση σειράς διμερών και πολυμερών περιφερειακών συνεργασιών. Ταυτόχρονα, το πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφέρει αρκετές ευκαιρίες θέσπισης περιφερειακών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέχρι στιγμής, το πεδίο αυτό δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς.

Το κυριότερο όλων, όμως, είναι η Ελλάδα και η Κύπρος να σταματήσουν να εργάζονται με βάση ένα συνειρμικό ιστορικό μοτίβο για να επιδιώξουν την οικοδόμηση κοινών συμφερόντων. Η γλώσσα της πολιτικής είναι η γλώσσα του συμφέροντος. Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να μιλήσουν αυτήν τη γλώσσα και να αναζητήσουν ένα κοινό λεξιλόγιο. Η διμερής σχέση πρέπει να θεσμοθετηθεί στη βάση αυτή με στόχο την ενίσχυση των συντελεστών ισχύος των δύο κρατών. Με τον τρόπο αυτό, η συνεργασία θα είναι πιο εποικοδομητική, με μακροχρόνιο στρατηγικό ορίζοντα.