Αναλύσεις

Περίπλοκες εξισώσεις

Η απαιτούμενη επαγρύπνηση και ο «γόρδιος δεσμός» των υψηλών ποσοστών πληθωρισμού, της αναταραχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομικής επιβράδυνσης

Οι εθνικές οικονομίες καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα δύσκολο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Πέραν των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των γεωστρατηγικών συγκρούσεων, τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού, η αναταραχή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τα σημάδια της οικονομικής επιβράδυνσης συνθέτουν ένα πολύπλοκο παζλ.

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν να διαχειριστούν αντικρουόμενα ζητήματα, αναζητώντας το ύψος του επιτοκίου που θ’ αποτελέσει το ισοζύγιο μεταξύ του περιορισμού του πληθωρισμού, της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των θετικών ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας.

Η αύξηση των επιτοκίων ήταν κάτι που αναμενόταν, αυτό που ενδεχομένως να ξάφνιασε είναι η επιθετικότητα και η ένταση με την οποία ήρθε η συγκεκριμένη αύξηση. Πληθωρισμός και επιτόκια έχουν αντίθετες πορείες στην οικονομική θεωρία, όμως οικονομίες και κοινωνία θα πρέπει για κάποιο διάστημα, ίσως μέχρι το τέλος της τρέχουσας περιόδου, να διαχειριστούν ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων σε συνδυασμό με αυξημένο κόστος ζωής και δανειοδότησης.

Παρά τις μειώσεις στα προϊόντα που αφορούν τον τομέα της ενέργειας και την αύξηση των επιτοκίων, η ακρίβεια παραμένει και μπορούν να δοθούν διάφορες ερμηνείες στο φαινόμενο. Τα ποσοστά πληθωρισμού φαίνεται να μειώνονται σε σχέση με πέρσι, όμως αυτό ήταν αναμενόμενο, εφόσον η βάση σύγκρισης είναι πολύ υψηλή αν κάποιος αναλογιστεί την κατάσταση με την έναρξη της επέμβασης της Ρωσίας στην Ουκρανία και την εκτίναξη των τιμών διεθνώς.

Ο πληθωρισμός φαίνεται πλέον να κινείται οριζόντια και να επηρεάζει όλους τους τομείς της οικονομίας. Αυτό φαίνεται από τη διατήρηση του δομικού πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, δηλαδή αφού αφαιρεθεί ο αντίκτυπος από την αύξηση των τιμών επεξεργασμένων τροφίμων και καυσίμων. Όσο οι πληθωριστικές τάσεις μπαίνουν πιο βαθιά στην οικονομία, αντιμετωπίζονται δυσκολότερα.

Επιπλέον, σημειώνεται ότι οι τιμές των τροφίμων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα λόγω των προκλήσεων στην προσφορά αλλά και των δομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η αγορά. Η σημαντική μείωση των εξαγωγών δημητριακών από την Ουκρανία έχει επηρεάσει σημαντικά την αγορά, ενώ στα θετικά καταγράφεται το σταδιακό άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας μετά τα περιοριστικά μέτρα για τον κορωνοϊό. Φυσικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι η ζήτηση και η κατανάλωση παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, κάτι που διατηρεί και τις τιμές.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, συμπεραίνουμε ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν επιφέρει τη μείωση του πληθωρισμού με την ταχύτητα που θα αναμενόταν. Την ίδια στιγμή η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί αναταραχή στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις χρηματαγορές. Ομόλογα σταθερού επιτοκίου χάνουν από την τρέχουσα αξία τους, ενώ τα χρηματιστήρια παρουσιάζουν σημαντική μεταβλητότητα. Τραπεζικά ιδρύματα καλούνται να διαχειριστούν τις απομειώσεις των επενδυτικών και δανειακών τους χαρτοφυλακίων από την απότομη αύξηση των επιτοκίων.

Υπενθυμίζεται ότι οι κεντρικές τράπεζες, σε μια προσπάθεια ν’ αντιμετωπίσουν την κρίση του 2008, προχώρησαν στη θέσπιση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, τα οποία αν και εκ φύσεως προσωρινά και έκτακτα, διατηρήθηκαν πέραν της δεκαετίας, διαφοροποιήθηκαν και ενισχύθηκαν την περίοδο εξάπλωσης του κορωνοϊού, όταν υπήρξε αδρανοποίηση των παραγωγικών μονάδων του πληθυσμού. Μεγάλο μέρος της ρευστότητας που παραχωρήθηκε τροφοδότησε την ενίσχυση των χρηματαγορών και τον ίδιο τον πληθωρισμό. Ενδεχομένως, αν υπήρχαν πιο στοχευμένες πολιτικές, από τη μια να μην υπήρχαν τόσο μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις, και από την άλλη να ήταν πιο διαχειρίσιμη η κατάσταση μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων.

Οι αναταράξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα έφεραν τις άμεσες και με εύρος παρεμβάσεις των εποπτικών Αρχών και των κυβερνήσεων. Παρά το γεγονός ότι μετά την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση θεσπίστηκε ένα σχεδόν διεθνές αποδεκτό πλαίσιο εξυγίανσης, αυτό δεν εφαρμόστηκε. Ενδεχομένως οι εποπτικές Αρχές, ούσες πιο σοφές από την προηγούμενη κρίση, έσπευσαν να διαφυλάξουν το σύνολο των καταθετών, ώστε να αποτραπεί διάχυση του προβλήματος.

Στην περίπτωση της ελβετικής διάσωσης, την ώρα που οι μέτοχοι ελάμβαναν έστω και μειωμένο αντίτιμο για τις μετοχές τους, υπήρξε απόφαση για πλήρη απομείωση της αξίας των ομολόγων χαμηλής εξασφάλισης, κάτι που οδήγησε σε συζητήσεις τόσο εντός Ελβετίας αλλά και εκτός, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρεί στην έκδοση ανακοίνωσης, σημειώνοντας ότι, στο πλαίσιο εξυγίανσης και διάσωσης τραπεζών, τα πρώτα χρηματοοικονομικά μέσα του εκδότη που απομειώνονται είναι οι μετοχές.

Παρόλο που διαφαίνεται ότι εξομαλύνεται η αναταραχή που υπήρξε στον χρηματοπιστωτικό τομέα, απαιτείται επαγρύπνηση και συνεχής αξιολόγηση των επενδυτικών και δανειακών χαρτοφυλακίων. Σημειώνεται ότι υπάρχουν πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα, όπως τα παράγωγα που η αξία τους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και δείχτες, οπότε θα πρέπει να γίνεται ενδελεχής εξέταση των κινδύνων που απορρέουν.

Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ένα από τα ζητήματα που έχουν να διαχειριστούν κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις είναι η διατήρηση των θετικών ρυθμών ανάπτυξης σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν επιβράδυνση στην παγκόσμια οικονομία, αλλά όχι ύφεση. Ενδεχομένως να μην έχει ακόμη καταγραφεί ο πλήρης αντίκτυπος των συνεχόμενων αυξήσεων των επιτοκίων στην οικονομία, αλλά οι οικονομολόγοι των κεντρικών τραπεζών θεωρούν την κατάσταση διαχειρίσιμη.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού οδηγεί σε αναβολή επιχειρηματικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται επιβράδυνση στην οικονομική δραστηριότητα. Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής έχει ως στόχο τη μείωση της ρευστότητας στην αγορά, τον περιορισμό της ζήτησης και των πληθωριστικών πιέσεων.

Πρόσθετα, σημαντικό είναι το επιπλέον κόστος για τους δανειολήπτες, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν αυξημένες δόσεις την ώρα που βλέπουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων τους να μειώνεται σημαντικά.

Πέρα από τις προκλήσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω και πρέπει να τύχουν διαχείρισης, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ζούμε μια νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα, με την Κίνα να προσπαθεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Πέρα από την ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία, η διαμεσολάβηση για επαναφορά των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν ενισχύει τη θέση της στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Μπορεί οι συγκεκριμένες κινήσεις να έχουν σχέση με τα θέματα ενέργειας και ενδεχομένως την αποδυνάμωση του δολαρίου, την ίδια ώρα, όμως, δίνονται και ισχυρά πολιτικά μηνύματα.

Είναι ξεκάθαρο ότι το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν οι οικονομίες, οι κυβερνήσεις, οι εποπτικές Αρχές και η κοινωνία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τις σημαντικές προκλήσεις και τη μεταβλητότητα. Απαιτείται συνεχής αξιολόγηση της κατάστασης, ώστε εκεί και όπου χρειάζεται να λαμβάνονται οι σωστές αποφάσεις που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα εν τη γενέσει τους.