Τι επιδιώκει η Τουρκία από την προσέγγισή της με την Ελλάδα;

Σε ένα περίφημο κείμενο του το 1988, ο Joseph Grieco, κορυφαίος πολιτικός ρεαλιστής, υποστήριξε το εξής: Ο στόχος των κρατών, σε κάθε σχέση που αναπτύσσουν με άλλα κράτη, δεν είναι να επιτύχουν το μέγιστο δυνατό δικό τους όφελος. Ο θεμελιώδης τους στόχος είναι πάντα να αποτρέψουν τα άλλα κράτη, με τα οποία συνεργάζονται, να αποκτήσουν στρατηγικό πλεονέκτημα ισχύος σε βάρος τους. Με άλλα λόγια, η συνεργασία ανάμεσα σε κράτη, ιδίως κράτη που έχουν αναμεταξύ τους ανταγωνιστική σχέση, πρέπει να καθορίζεται με έγνοια, όχι το όφελος που ενδεχομένως να προκύψει υπέρ τους, αλλά το πλεονέκτημα που ενδέχεται να αποκτήσει το άλλο κράτος σε βάρος τους. Αυτή η βασική, διαχρονική αρχή των διεθνών σχέσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μια αλλαγή στάσης από μέρους της Τουρκίας προς την Ελλάδα. Είναι προφανές ότι η Άγκυρα επιδιώκει μια τακτική αποκλιμάκωσης με στόχο να κερδίσει τη θετική δημοσιότητα που χρειάζεται την περίοδο αυτή για ν’ αντιμετωπίσει κάποιες επείγουσες μεσοπρόθεσμες ανάγκες. Η Τουρκία τηρεί ανάλογη στάση και με άλλα γειτονικά κράτη, όπως η Συρία και το Ιράκ, για τα οποία, μέχρι πρότινος, εξαπέλυε απειλές χρήσης βίας, καθώς παραβίαζε διαρκώς τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Τι επιζητά, λοιπόν, η Τουρκία; Ή, καλύτερα, ποια είναι η τακτική προσέγγιση του Ερντογάν προς την Ελλάδα;

Η επιθυμία του Ερντογάν την περίοδο αυτή δεν διαφέρει από την επιθυμία όλων των Τούρκων ηγετών από την περίοδο του Κεμάλ Ατατούρκ και του Συμφώνου Φιλίας το 1930. Κάθε φορά που η Τουρκία προσέγγιζε την Ελλάδα, κάθε φορά που εμφανιζόταν πρόθυμη να λειτουργήσει σε ένα καθεστώς αποκλιμάκωσης και συνεργασίας, επεδίωκε τον ίδιο στόχο: Να παρασύρει την ηγεσία, την κοινωνικοπολιτική ελίτ και τον λαό της Ελλάδας σε μια κατάσταση εφησυχασμού, ενώ η ίδια η Τουρκία, την ίδια περίοδο που οι Έλληνες θεωρούν ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα με τη γείτονα, να χτίζει στρατηγικά πλεονεκτήματα στους συντελεστές ισχύος της, με πρόθεση να επανέλθει με πιο έντονο τρόπο στο πρόγραμμα αναθεώρησης και αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και συμφερόντων της Ελλάδας.

Αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς της Τουρκίας είναι τόσο ίδιο και, θα έλεγε κάποιος, τόσο προβλέψιμο, αλλά, ταυτόχρονα, η διάθεση στην Αθήνα τόσο καλοπροαίρετη, πρόθυμη να πιστέψει ότι «αυτήν τη φορά τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά». Και, όμως, η εξέλιξη των πραγμάτων τα τελευταία εκατό χρόνια δεν έχει αλλάξει. Δεν έχει αλλάξει όσον αφορά τις προθέσεις της Τουρκίας και την καλοπροαίρετη, πλην όμως πάντα διαψευσμένη στάση των Αθηνών.

Σήμερα, τα πράγματα είναι όντως διαφορετικά. Η Ελλάδα έχει αρχίσει ένα πρόγραμμα αναβάθμισης των στρατιωτικών συντελεστών ισχύος της, με στόχο, μέχρι το 2030, να εδραιώσει μιαν αξιόπιστη δύναμη ισχύος, η οποία να είναι σε θέση μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, όχι μόνο να αποτρέπει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, αλλά και να μπορέσει η Αθήνα ν’ αρχίσει μια πολιτική ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού. Οι επιλογές της Τουρκίας είχαν κόστος, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας στερούνται πρόσβαση σε σύγχρονα εξοπλιστικά προγράμματα. Αυτή λοιπόν τη στιγμή, η Τουρκία επιδιώκει την προσέγγιση με την Ελλάδα προκειμένου να κερδίσει πίσω την πρόσβασή της στις αγορές των ΗΠΑ, να αποκτήσει οπλικά συστήματα, με τα οποία θα παρεμποδίσει τις δυνατότητες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

Το ερώτημα είναι κατά πόσον η Αθήνα, με τη σοφία και τα μαθήματα - παθήματα των τελευταίων εκατό ετών, μπορεί να αντιστρέψει τα δεδομένα και, αυτήν τη φορά, να χρησιμοποιήσει την τακτική προσέγγισης της Άγκυρας για να κερδίσει στρατηγικό πλεονέκτημα. Ή, κατά πόσον, θα επαναλάβει τα ίδια λάθη. Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα έχει συμφέρον να εργαστεί με φίλους και υποστηρικτές στην Ουάσιγκτον προκειμένου να πείσει ότι, μια ενδυναμωμένη Ελλάδα, σαφώς καλύτερα εξοπλισμένη από την Τουρκία, είναι σε θέση να εγγυηθεί τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο, θέτοντας τέλος στον ανορθολογικό και επιζήμιο αναθεωρητισμό της Άγκυρας.