Ο Όρκος των Δώδεκα

Ορκίστηκαν να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα

Στις 13 Μαρτίου, πολύ καθυστερημένα, τιμήθηκαν σε ειδική τελετή στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα οι δώδεκα πρωτοπόροι αγωνιστές, που έδωσαν τον ιερό όρκο να αγωνιστούν, έτοιμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους «διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα». Η μυστική επιτροπή του Αγώνα, προτού ακόμα δώσει τον ιερό όρκο, είχε κινηθεί δραστήρια για την επιλογή των ανθρώπων που έπρεπε να μυηθούν στην προπαρασκευή του Αγώνα και να προσφέρουν ό,τι τους ζητηθεί για την ευόδωση του ιερού σκοπού.

orkos0980.JPG

Πρωτοπόροι των πρωτοπόρων και εμπνευστές της διεξαγωγής ένοπλου απελευθερωτικού Αγώνα ήταν οι εξόριστοι από τους Βρετανούς, δικηγόροι αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, από το κατεχόμενο σήμερα Δίκωμο.

1loizides.JPG

2loizides.JPG

Ο Σάββας Λοϊζίδης γράφει στο βιβλίο του «Άτυχη Κύπρος», πώς κινήθηκαν οι δυο αδελφοί και πώς είχε συσταθεί η Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα:

«Πώς και από ποιους συνελήφθη η ιδέα εμπράκτου δράσεως κατά της ξενοκρατίας εις Κύπρον, ελέχθησαν και εγράφησαν αρκετά. Δεν νομίζω, όμως, εις καμίαν από τας εκτεθείσας απόψεις να ευρίσκεται αποκλειστικώς και πλήρως η αλήθεια. Εξάλλου υπάρχει μεγάλη διαφορά, αν πέρασε από τον νουν κάποιου μια ιδέα και αν έκαμε λόγον περί αυτής εις τον Α ή Β παράγοντα, χωρίς, όμως, πραγματικήν συνέχισιν πραγματοποιήσεώς της. Και αν η ιδέα αυτή εμελετήθη, επιλεγέντων προς τούτο των καταλλήλων ανθρώπων αν κατεστρώθησαν σχέδια υπό ειδικών και εσχηματίσθησαν επιτροπαί προς προώθησιν και ιδίως αν ανευρέθησαν αρχηγοί προς εκτέλεσιν…

»Πάντως εις το σημείον αυτό θεωρώ σκόπιμον να αναφέρω την γνώμη του Γρίβα Διγενή, η οποία είναι αναμφισβητήτως ορθή. Ενώ, δηλαδή, και ο Γρίβας Διγενής γράφει εις τα Απομνημονεύματά του ότι, από το 1948 συνέλαβε την ιδέαν ένοπλου απελευθερωτικού αγώνος, την οποίαν συνεζήτησε κατ’ αρχάς με τον Κύπριον δικηγόρον Χριστόδουλον Παπαδόπουλον, ύστερον δε με τον μακαρίτην Αχιλλέα Κύρου και αργότερον με τον στρατηγόν Γεώργιον Κοσμάν, εν τούτοις καταλήγει εις την ακόλουθον διαπίστωσιν, εις την σελίδα 15 των Απομνημονευμάτων του:

‘‘Πρότασις αναλήψεως ένοπλου αγώνος εν Κύπρω μού εγένετο υπό του Γεωργίου Στράτου, πρώην Υπουργού Στρατιωτικών και Σάββα και Σωκράτη Λοϊζίδη τον Μάϊον του 1951, ην και απεδέχθην υπό τον όρον να μεταβώ εις Κύπρον, προς επιτόπιον μελέτην της όλης καταστάσεως. Από της στιγμής αυτής πλέον το εθνικοαπελευθερωτικόν κίνημα της Κύπρου προσλαμβάνει την μορφήν ουσιαστικής αποφάσεως και μεταπηδά από την σφαίραν του αφηρημένου ιδανικού εις την περιοχήν της ενεργού δράσεως…’’».

Συγκατάθεση Μακαρίου

Όταν ο Μακάριος πέρασε από την Αθήνα για να μεταβεί στη Νέα Υόρκη, όπου θα συζητείτο το Κυπριακό, ο Σωκράτης Λοϊζίδης, που ήταν συμμαθητής του Αρχιεπισκόπου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, τον ενημέρωσε για την κίνησή τους και ο Μακάριος έδωσε τη συγκατάθεσή του για ένοπλο αγώνα. Έμπλεος από χαρά ο Σωκράτης ενημέρωσε τον αδελφό του Σάββα για τη συγκατάθεση του Μακαρίου και οι δυο ήρθαν σ’ επαφή μ’ έναν δοκιμασμένο φίλο της Κύπρου, τον πρώην Υπουργό Στρατιωτικών, Γεώργιο Στράτο, ο οποίος μόλις ενημερώθηκε, συμφώνησε ενθουσιασμένος με την ιδέα.

Γράφει ο Σάββας Λοϊζίδης: «Ο Στράτος μάς συνέστησε ότι έπρεπε να κερδίσωμεν την συνεργασίαν του Κύπριου Συνταγματάρχου ε.α., Γεωργίου Γρίβα, γνωστού διά την ανδρείαν του, την παλληκαριά και τα προσόντα του». Τον Γεώργιο Στράτο συνάντησαν για πρώτη φορά ο Σωκράτης Λοϊζίδης και ο Καπετάν Ζήσης, ο οποίος τον γνώριζε από τον καιρό της γερμανικής κατοχής και είχε συνεργαστεί μαζί του εναντίον των κατακτητών. Του μίλησαν για τα σχέδιά τους και τον ρώτησαν αν είναι πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί τους στον καταρτισμό της Επιτροπής Αγώνα για απελευθέρωση της Κύπρου. Ο Στράτος άκουε με ιδιαίτερη προσοχή όσα του έλεγαν. Αποδέχθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και βαθύτατα συγκινημένος δέχθηκε να συμβάλει στον καταρτισμό της Επιτροπής. Και σε κάποια στιγμή είπε δακρύζοντας: «Είμαι έτοιμος δι’ οτιδήποτε. Και να πεθάνω ακόμη για την Κύπρο». Και στη συνέχεια πρότεινε να προσεγγιστούν αξιωματικοί κυπριακής καταγωγής και πρώτος απ’ όλους ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, γνωστός για τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα και την άρτια στρατιωτική του κατάρτιση. Επίσης, πρότεινε να προσεγγιστεί ο συνταγματάρχης Ηλίας Αλεξόπουλος, που είχε νυμφευθεί Κυπρία. Προσεγγίστηκε πράγματι ο Αλεξόπουλος και με συγκίνηση αποδέχθηκε κι αυτός να συμμετάσχει στην Επιτροπή και να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια. Σε μια στιγμή είπε: «Να μην αργούμε, να δούμε τον Γρίβα. Η συμμετοχή του είναι απολύτως αναγκαία». Ο συνταγματάρχης Αλεξόπουλος είχε πλούσια αντιστασιακή δράση κατά την Κατοχή και περιλαμβανόταν στον τελευταίο κατάλογο 70 πατριωτών, που αναζητούσε η Γκεστάπο για να εκτελεστούν με διαταγή του αρχηγού των Ες-Ες, στρατηγού Σεμάνα.

Συνάντηση αδελφών Λοϊζίδη - Γρίβα

Για τη συνάντηση των αδελφών Λοϊζίδη με τον Γρίβα, γράφει ο Σάββας Λοϊζίδης: «Ένα μεσημέρι του Μαΐου, μαζί με τον αδελφό μου Σωκράτη, τον συναντήσαμεν εις μίαν απομονωμένην γωνίαν του εξώστη του ζαχαροπλαστείου “Τσίτα”, στην οδό Πανεπιστημίου. Του είπαμε καθαρά τα σχέδιά μας δι’ απελευθερωτικόν αγώνα προς Ένωσιν της ιδιαιτέρας μας πατρίδος Κύπρου με την Ελλάδα, αφού οι Άγγλοι δεν τήρησαν τας κατά τον Β’ Παγκόσμιον Πόλεμον υποσχέσεις των, ούτε σέβονται τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών και ιδίως την αρχήν της Αυτοδιαθέσεως, του ετονίσαμεν ότι, ήδη ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι σύμφωνος να συμβάλει οικονομικώς και να μετέχει προσωπικώς μιας μυστικής επιτροπής, που θα ήρχιζε τας προπαρασκευαστικάς ενεργείας και εις την οποίαν είχαν ήδη μυηθεί υπό του αδελφού μου ο τέως Υπουργός Γεώργιος Στράτος και ο κατά την κατοχήν συνεργασθείς μαζί του, τέως ανώτερος αξιωματικός των Μυστικών Υπηρεσιών Ηλίας Αλεξόπουλος. Χωρίς κανέναν δισταγμόν εξεδήλωσεν ο Γρίβας την επιθυμίαν συμμετοχής, δεδομένου δε, ως ήτο φυσικόν εθέσαμεν αμέσως ως προϋπόθεσιν, ότι θα είχε την στρατιωτικήν ηγεσίαν του αγώνος, εξεδήλωσεν αμέσως την πρόθεσιν να μεταβή σύντομα εις Κύπρον ως επισκέπτης συγγενών του, διά να μελετήσει την κατάστασιν απ’ όλας τας απόψεις και όλας τας ενδεχομένως εξελίξεις. Ομολογώ ότι εκείνο το οποίον αμέσως μας εγέμισε την ψυχήν και μας διέθεσεν ενθουσιαστικά διά την εκ μέρους του ανάληψιν της στρατηγικής ηγεσίας, ήτο η αδίστακτος θέλησίς του να μεταβεί διά τον Αγώνα εις την Κύπρον και με προσωπικόν κίνδυνον της ζωής του να διευθύνει τον αγώνα. Άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί και Κύπριοι ακόμη, που αργότερα κάτι μυρίστηκαν και μου επρότειναν συμμετοχήν των, έθεταν ως προϋπόθεσιν ότι ο στρατιωτικός ηγέτης έπρεπε να μείνει και να διευθύνη τον αγώνα από τας Αθήνας. Αυτή ήτο η διαφορά από την παλληκαριάν και την αποφασιστικότητα διά κινδύνους και αυτοθυσίαν του Γρίβα…».

Μετά τις επαφές των αδελφών Λοϊζίδη άρχισε να σχηματίζεται η Επιτροπή, ενώ ταυτόχρονα στενοί συνεργάτες του Γρίβα από τον καιρό της κατοχής και τους αγώνες της «Χ» άρχισαν να κινούνται με άκρα μυστικότητα και να συγκεντρώνουν όπλα και πυρομαχικά για τον Αγώνα της Κύπρου. Παράλληλα, οι αδελφοί Λοϊζίδη συνέχισαν τις επαφές και μυήσεις προσωπικοτήτων. Ο Σάββας ήρθε σ’ επαφή με τον καθηγητή της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεράσιμο Κονιδάρη, που συνδεόταν μαζί του από καιρό. Ο καθηγητής αποδέχθηκε αμέσως συμμετοχή στον Αγώνα και στο σπίτι του γίνονταν αργότερα οι περισσότερες μυστικές και άκρως επικίνδυνες συσκέψεις της Επιτροπής. Στη συνέχεια ο Σάββας πλησίασε τον καθηγητή τότε της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών, Δημήτριο Βεζανή, ο οποίος δέχθηκε πρόθυμα συμμετοχή στον Αγώνα και εισηγήθηκε ακόμη δυο μέλη, τον Ηλία Τσατσόμοιρο και τον Δ. Σταυρόπουλο. Συνεχίζοντας τις επαφές του ο Σάββας προσήγγισε τον στρατηγό Νικόλαο Παπαδόπουλο, τον επιλεγόμενο Παππού, νικητή των κομμουνιστοσυμμοριτών στη μάχη της Φλώρινας. Ο στρατηγός Παπούς πήρε στην ομάδα των μυημένων τον δικηγόρο Αντώνιο Αυγίκο, στο γραφείο του οποίου γίνονταν αργότερα συνεδριάσεις της Επιτροπής.

Όταν ωρίμασε ο χρόνος, η Μυστική Επιτροπή Αγώνα συνήλθε σε ολομέλεια τον Ιούλιο του 1952 για πρώτη φορά στο σπίτι του καθηγητή Δημήτρη Βεζανή, στην οδό Σκουφά, 34. Αργότερα η Επιτροπή συνήλθε στο σπίτι του Σάββα Λοϊζίδη, στην οδό Μαυρομιχάλη, στην παρουσία του Μακαρίου και του Γρίβα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1952 οι συνεδρίες συνεχίστηκαν, υπό την προεδρία του Γεώργιου Στράτου, όταν ο Μακάριος δεν ήταν στην Αθήνα. Συνήθως, οι συνεδριάσεις γίνονταν στο δικηγορικό γραφείο του Αντώνη Αυγίκου, οδός Σατωβριάνδου 10, που δεν είχε γίνει ακόμη γνωστός ως αγωνιστής για την Κύπρο και δεν ήταν πιθανή η παρακολούθησή του από τις Μυστικές Υπηρεσίες της Ελλάδας και ξένους πράκτορες, ιδιαίτερα τα «λαγωνικά» της Ιντέλιτζενς Σέρβις, τις βρετανικές δηλαδή Μυστικές Υπηρεσίες. Κάποτε γίνονταν συνεδριάσεις και στο σπίτι του καθηγητή Γεράσιμου Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού. Στο σπίτι αυτό έγινε και η ορκωμοσία των 12, παρόντος του Αρχιεπισκόπου και απόντος του Γρίβα, που την υπέγραψε αργότερα.

Γράφει σχετικά ο Σάββας Λοϊζίδης: «Το παρατιθέμενον κατωτέρω κείμενον του όρκου είναι καθ’ εαυτό απλούν και αποδίδει την ιερότητα του σκοπού. Η γλωσσική, όμως, διατύπωσις θα έπρεπε, αναλόγως της περιστάσεως, να ήτο υψηλοτέρας μορφής. Εν τούτοις, υπεγράφη ως μας παρουσιάσθη για την ιστορική εκείνη ορκωμοσία».

Γράφει ο καθηγητής Κονιδάρης για την ιστορική ορκωμοσία: «Την Καινήν Διαθήκην έθεσα επί της τραπέζης, μεθ’ ο ηγέρθημεν πάντες διά να δώσωμεν τον όρκον, συνταχθέντα κατά τα πρότυπα του μεγάλου Αγώνος, κατά τρόπον, δηλαδή, ουχί απολύτως σαφή. Και ο μεν Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έθεσε την χείρα επί του στήθους, ημείς δε επί του ιερού Ευαγγελίου. Και τον μεν όρκον ανεγίνωσκεν η Αυτού Μακαριότης ο Αρχιεπίσκοπος, ημείς δε τον επανελαμβάνομεν φράσιν προς φράσιν, εν βαθυτάτη συγκινήσει».

Ο ιερός, ιστορικός εκείνος όρκος, που υπεγράφη από τα 12 μέλη της Επιτροπής, έχει ως εξής: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου, θα υπακούω δε τυφλώς εις τας εκάστοτε διδομένας μοι σχετικάς επιταγάς».

Εν Αθήναις τη 7η Μαρτίου 1953.

Ο Κύπρου μακάριος,

(με κόκκινην μελάνην)

Γ. Στράτος

Ν. Παπαδόπουλος

Γερ. Κονιδάρης

Αντ. Αυγίκος

Σάββας Λοϊζίδης

Σωκράτης Λοϊζίδης

Γ. Γρίβας

Ηλ. Τσατσόμοιρος

Δ. Σταυρόπουλος

Δ. Βεζανής

Ηλ. Αλεξόπουλος.

Σημείωση: Το πρωτότυπο του ιερού όρκου παραδόθηκε το 1978, από τα επιζόντα τότε μέλη της Επιτροπής, στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου, για φύλαξη. Αντίγραφό δόθηκε και στην κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων.