Κρατική «προχειρότητα», χρηστή διοίκηση και Δικαιοσύνη

Ασκώντας το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης στο πλαίσιο του προβληματισμού και της καλόπιστης διαφωνίας προς δικαστική απόφαση θεώρησα αναγκαίο να αναφερθώ σε πολύ πρόσφατη απόφαση σε Αναθεωρητική Έφεση, για να συγκριθεί με όσα ανέδειξε η «προχειρότητα» στη δράση της κρατικής μηχανικής. Αφορμή το πώς ερμηνεύθηκε κατά τρόπο που συγκρούεται με το περί δικαίου αίσθημα, η εξουσία Υπουργού ως «Αρμόδια Αρχή» κατά τον Νόμο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (όπως και της Δημόσιας Υπηρεσίας).

Συγκεκριμένα, ως ανέφερε και η ίδια η απόφαση, ο Νόμος καθόρισε ότι "αρμόδια Αρχή" σημαίνει τον Υπουργό ενεργούντα συνήθως διά του Γενικού Διευθυντή, όρος όμως που έκρινε ότι η υπάρχουσα εξουσιοδότηση που είχε δοθεί πριν από πολλά χρόνια (2003) από προηγούμενο και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό, στον τότε Γενικό Διευθυντή για σκοπούς πλήρωσης στον τότε χρόνο κενών θέσεων, παρέμενε δήθεν ισχυρή διαρκώς και κατ’ εξακολούθησιν. Τούτο γιατί, ως κρίθηκε, δεν είναι αντικειμενικά αναμενόμενο ότι θα πρέπει να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός!

Όμως ο συγκεκριμένος Νόμος προσδιορίζει ότι η δυνατότητα αυτή ανήκει στον "Υπουργό", δηλαδή, τον εκάστοτε κατέχοντα κατά το Σύνταγμα το αξίωμα του Υπουργού. Ο μόνος που δικαιούται κατά τη διάρκεια της θητείας του να εκχωρήσει τέτοια εξουσία, εάν το επιθυμεί, είναι ο έχων αυτήν την ιδιότητα στον ουσιώδη χρόνο. Προφανώς δεν μπορεί μια εξουσιοδότηση προηγούμενου Υπουργού που δόθηκε κατά τη δική του θεώρηση πραγμάτων ή βούληση, κατά τον χρόνο εκείνο, να συνεχίζει να ισχύει μετά τη λήξη της θητείας του. Συνεπώς με τη λήξη της θητείας του δεν μπορούν να συνεχίζουν να ισχύουν μονίμως ή διαρκώς για το μέλλον επιλογές του πρώην διατελέσαντος υπουργού. Ιδιαίτερα αφού ο ίδιος ο Νόμος καθόρισε ότι η εξουσία αυτή ασκείται «συνήθως» διά του Γενικού Διευθυντή. Συνεπώς η όποια εξουσιοδότηση δεν μπορεί να επεκταθεί και να μετατραπεί σε μόνιμα ισχύουσα και επί θητείας άλλων, επόμενων, Υπουργών. Πέραν τούτου, δεν μπορεί να ισχύει μια επιλογή προηγούμενου Υπουργού, για μια τέτοιας μορφής γενική εξουσιοδότηση, σε άγνοια και χωρίς να την γνωρίζει και να την έχει εγκρίνει ο εν ενεργεία Υπουργός, ώστε να έχει ο ίδιος και την όποιαν ευθύνη περί τούτου.

Στην υπό κρίση υπόθεση η Γενική Διευθύντρια, με βάση αυτήν τη δυνατότητα που άσκησε το 2003 άλλος τότε Υπουργός και εξουσιοδότησε άλλον τότε Γενικό Διευθυντή, την χρησιμοποίησε για να αυτοδιοριστεί ως Πρόεδρος τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπή και ενώ μάλιστα επέλεξε η ίδια, τα αλλά δύο μέλη. Διαδικασία που αφήνει την ευχέρεια να έχει την εξαιρετική δυνατότητα ο Γενικός Διευθυντής, σε άγνοια του αρμόδιου Υπουργού, τελικής διαμόρφωσης, μεροληπτικής ενδεχόμενα σύστασης, για το ποιοι θα παραπεμφθούν για επιλογή, στην ΕΕΥ! Γι’ αυτό ο Νόμος αναφέρει ότι «συνήθως» εξουσιοδοτεί ο Υπουργός, οπότε η επιλογή και των τριών μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής να γίνεται από τρίτο όργανο, ώστε η γυναίκα του Καίσαρα να είναι και να φαίνεται τιμία.

Όμως πρόσθετα στα πιο πάνω, ας υπενθυμίσω και μιαν άλλη πρόσφατη απόφαση δικαστηρίου, που έκρινε πρωτογενώς, ανεπίτρεπτα, ότι θα μπορούσε να ερμηνευθεί δικαστικά πως το πρακτικό μιας συνεδρίασης της ΕΔΥ που αναφέρει ότι το πρώτο θέμα συζητήθηκε στις 9 π.μ. και το Δικαστήριο με δεδομένο ότι υπήρχε ένσταση εμπρόθεσμη που έφθασε στην ΕΔΥ 10:45 π.μ., να θεωρεί κατά δική του πρωτογενή θεώρηση ότι λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε «νόμιμα» η εν λόγω ένσταση από την ΕΔΥ. Δεν μπορεί να αποφασίζει η ΕΔΥ στις 9:00 π.μ. ένα θέμα που όμως ολοκληρώθηκε για εξέταση στις 10:45 π.μ.! Ιδιαίτερα όταν η Νομολογία για χρόνια σταθερά διακήρυξε ότι είναι το πρακτικό και μόνο που «μιλά», για ό,τι αποφασίστηκε από το κάθε συλλογικό όργανο, άρα και την ΕΔΥ!

Κάπου η ανάγκη για λειτουργία νόμιμα όλων των συντελεστών της δημόσιας ζωής απαιτεί τομές δικαίου σε βάθος κατά τον Νόμο και την κοινή λογική. Άλλωστε είναι καθήκον κάθε αξιωματούχου ή λειτουργού για να υπάρχει Κράτος Δικαίου. Έτσι θα αποφεύγονται παθήματα όπως και το πρόσφατο της πλημμύρας των servers του Κράτους!