Σωκράτης Οικονόμου: Ένας λαμπρός Αγιομαμίτης αγωνιστής της ΕΟΚΑ

O Σωκράτης Οικονόμου είναι άλλος ένας λαμπρός αγωνιστής της θρυλικής ΕΟΚΑ, που διακρίθηκε για την πλούσια προσφορά του στον Αγώνα. Η καταγωγή του ήταν από το Πελέντρι, αλλά από νεαρός μνηστεύθηκε και νυμφεύθηκε στον Άη Μάμα, όπου έκανε οικογένεια και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Η συνέντευξή του, που ακολουθεί, από παραδρομή δεν περιλήφθηκε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου μου «Λίκνο της Λευτεριάς» και πολύ λυπήθηκα. Τώρα στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου την περιέλαβα και την παραθέτω.

O Σωκράτης Οικονόμου είναι άλλος ένας λαμπρός αγωνιστής της θρυλικής ΕΟΚΑ, που διακρίθηκε για την πλούσια προσφορά του στον Αγώνα. Η καταγωγή του ήταν από το Πελέντρι, αλλά από νεαρός μνηστεύθηκε και νυμφεύθηκε στον Άη Μάμα, όπου έκανε οικογένεια και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Η συνέντευξή του, που ακολουθεί, από παραδρομή δεν περιλήφθηκε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου μου «Λίκνο της Λευτεριάς» και πολύ λυπήθηκα. Τώρα στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου την περιέλαβα και την παραθέτω.

Η μύηση στον Αγώνα

Αρχικά τον ρώτησα από ποιον μυήθηκε κι ορκίστηκε στην Οργάνωση και μου απάντησε: «Με όρκισε ο Παπαμελής, θείος της γυναίκας μου, αδελφός της πεθεράς μου. Εμένα και μερικούς άλλους -Μιχάλη Κουκκή, Αντρέα Κακονίτη, Πανίκο Νικολάου- μας όρκισε προτού αρχίσει ο Ένοπλος Απελευθερωτικός Αγώνας. Ήταν τότε που ήρθε και εγκαταστάθηκε στο χωριό μας ο Σωκράτης Λοϊζίδης».

  • • Κύριε Σωκράτη, θέλω να φρεσκάρεις τη μνήμη σου και να μου πεις μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα από τον Αγώνα.

  • • Έζησα πολλά γεγονότα. Στον Άγιο Μάμα και το Πελέντρι, ήταν όλοι μυημένοι στον Αγώνα, συνεργαστήκαμε σε αρκετές περιπτώσεις και μου είναι δύσκολο να διηγηθώ τα όσα έζησα κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Αρκεί να σου πω ότι είχα προσωπικές επαφές με τον Αυξεντίου, τον Λένα, τον Δημητράκη Χριστοδούλου και τον συμπέθερό μου Σωτήρη Τσαγκάρη. Επίσης, συνεργάστηκα με όλους τους υπεύθυνους της ΕΟΚΑ των περισσότερων χωριών της Πιτσιλιάς. Είχα διατελέσει μεταφορέας οπλισμού, τροφοδότης, οδηγός καταζητούμενων ανταρτών και Σύνδεσμος της ΕΟΚΑ στα χωριά της Νότιας Πιτσιλιάς.

  • • Πες μου κανένα περιστατικό με τον Αυξεντίου.

  • • Μια φορά πήραμε εντολή με τον μακαρίτη τον κουμπάρο μου, τον Μιχάλη Κουκκή, να πάμε στη Ζωοπηγή, όπου μας ανέμενε ο «Μάστρος». Ξεκινήσαμε περπατητοί από τα μονοπάτια και το βράδυ μάς βρήκε στη Ζωοπηγή. Πήγαμε στο σπίτι του συναγωνιστή μας Μηνά, όπου συναντήσαμε έναν Αυξεντίου παπά. Ήταν αρχές του 1956 και ήταν η πρώτη φορά που τον βλέπαμε. Μόνο ακουστά τον είχαμε. Είχε αναλάβει πρόσφατα την τομεαρχία της Πιτσιλιάς και ήθελε να μας δει και να μας μιλήσει για διάφορα θέματα, που αφορούσαν τον τομέα του και τον Άη Μάμα ειδικότερα. Πρέπει να σας πω ότι το χωριό μας ήταν κέντρο της περιοχής και στο σπίτι του Παναγή Γεωργίου Παρίλλα είχε κατασκευαστεί κρησφύγετο, όπου φιλοξενούνταν οι καταζητούμενοι αγωνιστές και ο ίδιος ο Αυξεντίου.

  • • Τι σας ήθελε ο Αυξεντίου;

  • • Μας ζήτησε να τον ενημερώσουμε για την κατάσταση στο χωριό μας και για ό,τι άλλο ξέραμε σχετικά με τις κινήσεις του στρατού και των πρακτόρων του εχθρού γενικά. Αφού μιλήσαμε, μας είπε να τον συνοδέψουμε στο χωριό μας. Πήραμε το μονοπάτι και προχωρούσαμε προσεχτικά μέσα στη νύχτα. Εγώ, που ήξερα τα μονοπάτια και ήμουν και νέος, «πετούσα» αντί να περπατώ. Κι ο κουμπάρος ο Κουκκής, που είχε πρόβλημα με την καρδία του, μου έλεγε: «Σιγά-σιγά κουμπάρε, να πάρουμε λίγον αέρα». Κι ο Αυξεντίου, που γνώριζε το πρόβλημα του Κουκκή, του έλεγε χαμογελώντας: «Άφησ’ τον, Μιχάλη, να πηγαίνει μπροστά, να μας προφυλάει. Αν συναντήσουμε ‘‘τζιωνήες’’ - έτσι αποκαλούσε τους Άγγλους- αυτός θα φάει τις σφαίρες, θα πάει ‘‘στότσι’’». Προτού ξημερώσει φθάσαμε στον Άη Μάμα, χωρίς να μας πάρει κανένας μυρωδιά, εκτός από τους δικούς μας, οι οποίοι επιτηρούσαν τα μονοπάτια που οδηγούσαν στο χωριό και τους δρόμους μέσα σ’ αυτό.

Η Τριπλή Θυσία

Ο Σωκράτης θυμάται ακόμα, λες και ήταν χθες, τις δραματικές στιγμές που έζησε πριν και μετά τη θυσία των ηρώων Στυλιανού Λένα, Δημητράκη Χριστοδούλου και Σωτήρη Τσαγκάρη. «Εγώ ήμουν -λέγει- εκείνος που οδήγησε τους καταζητούμενους από τον Άη Μάμα έξω από την Ποταμίτισσα, προτού πέσουν στην ενέδρα κατά την οποία σκοτώθηκε ο Δημητράκης Χριστοδούλου».

Τον ρωτούμε πώς συνέβη αυτό το μοιραίο επεισόδιο και μας αφηγείται: «Ο Ευαγόρας Παπαχριστοφόρου με τους Δημητράκη Χριστοδούλου, Μιχάλη Ασσιώτη και Κυριάκο Χριστοφόρου ήρθαν κυνηγημένοι από τη Γεράσα στον Άη Μάμα, με προορισμό την Ποταμίτισσα. Ο Παπαχριστοφόρου, που ήταν επικεφαλής της ομάδας, μου ζήτησε να τους συνοδεύσω εκεί μέσω Πελεντριού. Δεν γνώριζε ότι, πριν δυο μέρες οι στρατιώτες είχαν ζώσει το Πελέντρι, άρχισαν έρευνες και είχαν συλλάβει τον γαμπρό μου, άντρα της αδελφής μου Ελένης, Χαράλαμπο Ζένιο, μόλις γύρισε από ενέδρα. Κάποιος μασκοφόρος από τον Κάτω Αμίαντο είχε οδηγήσει τους Εγγλέζους στο σπίτι της αδελφής μου, που είχε κρησφύγετο. Ο γαμπρός μου απουσίαζε. Ήταν με τον Παναγιώτη Αριστείδου από τους Εργάτες και τον Αντρέα Καπτανή. Έλειπε στον Κακόγυρο, στα Φύλαγρα, όπου έστησαν ενέδρα, κατά την οποία οι Εγγλέζοι είχαν νεκρούς και τραυματίες. Ανυποψίαστος ο γαμπρός μου έφθασε στο σπίτι του. Είδε ότι ήταν όλα θεοσκότεινα και η πόρτα ορθάνοιχτη. Κάτι πέρασε από τον νου του, αλλά δεν ήξερε ότι είχαν γίνει έρευνες, ότι είχε ανακαλυφθεί το κρησφύγετο και ότι μετά τις έρευνες των στρατιωτών η γυναίκα του, αδελφή μου Ελένη,έφυγε από το σπίτι της και πήγε στο σπίτι του πατέρα μας. Κι ενώ πλησίαζε, ένα στρατιώτης που κάτι είχε ξεχάσει στο σπίτι, γύρισε να το πάρει, βρήκε τον γαμπρό μου εκεί και κάλεσε και άλλους στρατιώτες. Τον συνέλαβαν και τον πήραν στις Πλάτρες, όπου τον βασάνισαν άγρια, αλλά στάθηκε βράχος. Δεν άνοιξε το στόμα του να πει λέξη. Ξέχασα να σου πω ότι, κατά τη διάρκεια των ερευνών στο σπίτι της, η αδελφή μου έβγαλε τη μάσκα του προδότη και οι στρατιώτες την έσπρωξαν, την έριξαν κάτω και τη κτύπησαν».

  • • Εσύ πού ήσουνα;

  • • Εγώ είχα πάει στο Πελέντρι και έδωσα επιστολή στον αδελφό μου τον Ευαγόρα να την πάρει στον Λένα, που ήταν σε λαγούμι, με τον Παναγιώτη Αριστείδου στην Ποταμίτισσα. Δεν ξέραμε τίποτε για τις κινήσεις των Εγγλέζων εκεί. Τον ενημέρωσα για τα συμβάντα και περίμενα οδηγίες του τι να κάνω με τους αντάρτες που ήταν στον Άη Μάμα. Έμεινα στο Πελέντρι και περίμενα τον αδελφό μου να μου φέρει απάντηση από τον Λένα. Εκεί πληροφορούμαι ότι στο σπίτι του πατέρα μου έκαναν έρευνες οι στρατιώτες. Έτρεξα αμέσως να προλάβω τον αδελφό μου να μην έρθει από την Ποταμίτισσα. Βγήκα στο βουνό όπου ήταν το μονοπάτι απ’ όπου θα επέστρεφε ο αδελφός μου και τον περίμενα. Συναντηθήκαμε εκεί και του είπα να μην πάει στο σπίτι του πατέρα μας, διότι είχαν καταφθάσει στρατιώτες και άρχισαν να το ερευνούν. Σε λίγο είδαμε τα στρατιωτικά αυτοκίνητα να φεύγουν από το Πελέντρι. Ο Ευαγόρας μού έφερε την επιστολή του Λένα, αλλά δεν μπορούσα να πάω στον Άη Μάμα, διότι δεν ξέραμε τι γινόταν στο Πελέντρι και αν έμειναν στρατιώτες για να συνεχίσουν τις έρευνες στ’ αμπέλια και τα βουνά. Πήγαμε με τον αδελφό μου στην Ποταμίτισσα, στο σπίτι του Σωκράτη του Τσαγκάρη. Διανυκτερεύσαμε εκεί και την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε από το μονοπάτι. Εγώ ήρθα στον Άη Μάμα, για να συνεχίσω το όργωμα του αμπελιού μου, που είχα αφήσει μισοτελειωμένο, κι ο αδελφός μου πήγε στο Πελέντρι. Μόλις έφθασα στο σπίτι, είπα στη γυναίκα μου ότι είμαι πολύ κουρασμένος και νηστικός. Την παρακάλεσα να μου ετοιμάσει φαγητό και πήγα να βγω στ’ ανώγι να ξαπλώσω για να ξεκουραστώ μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Ενώ ανέβαινα τη σκάλα η γυναίκα μου μού είπε ότι είχε έρθει πριν από λίγο στο σπίτι μας ένας ψηλός μελαχρινός, ντυμένος στα αντάρτικα και με ζητούσε. Του είπε ότι δεν ήξερε πού ήμουν, ίσως να πήγα στο καφενείο. Δεν πρόλαβα να ξαπλώσω και είδα από το παράθυρο τον Δημητράκη Χριστοδούλου να έρχεται. Κατεβαίνοντας τη σκάλα, της είπα ότι ο μελαχρινός που είχε έρθει στο σπίτι ήταν ο αντάρτης Δημητράκης Χριστοδούλου και βρίσκεται πάλι έξω από το σπίτι μας. Του άνοιξα και τον ρώτησα τι συμβαίνει. Μου είπε ότι προδόθηκε το κρησφύγετό τους στη Γεράσα και ήρθαν στον Άη Μάμα. Κρύβονται έξω από το χωριό.

  • • Τι άλλο σού είπε;

  • • Ό,τι μου είπε και ο Γιαρίγκος.

  • • Δηλαδή;

  • • Ότι προδόθηκε το κρησφύγετο όπου έμεναν στη Γεράσα και ήρθαν πίσω στον Άη Μάμα για να προχωρήσουν στο Πελέντρι κι από εκεί στην Κυπερούντα. Τον ρώτησα πού είναι οι άλλοι και μου απάντησε: «Είναι έξω από το χωριό κάτω από μια ελιά». Ξεκινήσαμε προς το μέρος που ήταν οι άλλοι και, κατά σύμπτωση, ήταν το χωράφι μου. Βρήκαμε τον Ευαγόρα Παπαχριστοφόρου, τον Μιχαλάκη Ασσιώτη και τον Κυριάκο Χριστοφόρου.Τους παράγγειλα να μην πάνε στο Πελέντρι και την Κυπερούντα, όπως λογάριαζαν, γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος τα χωριά αυτά να είναι «μπλοκαρισμένα» από στρατό, όπως και ήταν. Αντί στο Πελέντρι, τους είπα να πάμε στην Ποταμίτισσα, που δεν υπήρχε στρατός.

  • • Τι έγινε μετά;

Ξεκινήσαμε για την Ποταμίτισσα και δεν συναντήσαμε στρατό. Δυο περίπου χιλιόμετρα έξω από την Ποταμίτισσα τούς είπα να μείνουν κρυμμένοι κάτω από «πευκάρκα»(μικροί πεύκοι) και προχώρησα μόνος στο χωριό, όπου βρήκα τον κουμπάρο τον Σωκράτη τον Τσαγκάρη, αδελφό του ήρωα Σωτήρη Τσαγκάρη, που έμελλε σε μερικές ώρες να πέσει στο πεδίο της τιμής. Συμφωνήσαμε να έρθει μαζί μου να του δείξω πού είναι κρυμμένοι οι αντάρτες. Η γυναίκα του Σωκράτη ετοίμασε πρόχειρη τροφή και μια μπουκάλα κρασί και ξεκινήσαμε. Όταν φθάσαμε εκεί, ο Δημητράκης κοιμόταν στον ήλιο, ανάμεσα σε δυο βράχους. Συνεννοηθήκαμε να μείνουν εκεί κρυμμένοι και μόλις βράδιαζε θα ερχόταν ο Σωκράτης ή κάποιος άλλος αγωνιστής από την Ποταμίτισσα να τους οδηγήσει στο χωριό.

  • • Εσύ πού πήγες;

  • • Εγώ γύρισα στον Άη Μάμα, διότι την άλλη μέρα είχα αποστολή να μεταβώ στη Λεμεσό κι από κει στην Παραμύθα, για να παραλάβω έναν καταζητούμενο να τον φέρω στο χωριό μου. Έτσι και έγινε. Πρωί-πρωί πήγα στη Λεμεσό. Μόλις κατέβηκα από το αυτοκίνητο βρήκα τον χωριανό μου τον Χριστόφορο, που ήταν παντρεμένος στον Κάτω Μύλο, και με πήρε παράμερα για να μου πει εμπιστευτικά: «Κύριε Σωκράτη, να σου πω κάτι πολύ εμπιστευτικό και να με συμβουλέψεις τι να κάμω». «Πες μου», του είπα, «και αν μπορώ, να σε βοηθήσω». Κι άρχισε να μου λέει: «Εψές ενώ ήμουν στο σπίτι μου, μπήκε ένας νεαρός και μου είπε ότι είναι καταζητούμενος, κατάγεται από την Κυπερούντα και ότι έξω από την Ποταμίτισσα, η ομάδα του είχε πέσει σε ενέδρα στρατιωτών και δεν ξέρει τι απέγιναν οι σύντροφοί του. Αν σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, συνελήφθησαν ή διέφυγαν σώοι και αβλαβείς».

Εκείνος γλίτωσε και διέφυγε τραυματισμένος. Ήταν πράγματι τραυματισμένος. Κρατούσε ένα μικρό ραδιόφωνο (τρανζίστορ), του έδωσα τροφή, του έδεσα την πληγή και το πρωί έφυγε για να πάει στο χωριό του.

  • • Πώς αντέδρασες;

  • • Έμεινα άναυδος από τις αποκαλύψεις αυτές, αλλά προσποιήθηκα ότι δεν ήξερα τίποτε και δεν ήμουν σε θέση να τον βοηθήσω.Του είπα: «Ρε Χριστόφορε, δεν ξέρω τίποτε για έτσι κουβέντες. Ρώτησε δικούς μας να σου πουν, αν έγινε τίποτε στις Πιτσιλλιές» και χωρίσαμε. Ανήσυχος πήγα στο Αθηναΐδιο και βρήκα τον Ζαντή, που εργαζόταν εκεί. Του είπα ποιος είμαι και για τον σκοπό που τον επισκέφτηκα. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να φύγει από το σχολείο εκείνη την ώρα για να γίνει η δουλειά μας. Έπρεπε να γυρίσω εκεί το μεσημέρι που θα σχολνούσε. Έφυγα κι έκανα βόλτες στη Λεμεσό για να περάσει η ώρα.

Το μεσημέρι ο Σωκράτης συναντήθηκε με τον Ζαντή. Πήραν το αυτοκίνητό του και πήγαν στην Παραμύθα. Στη μάντρα του Παναγή, όπου κρυβόταν ο Αντρέας Μουστάκας. Διανυκτέρευσαν εκεί και την άλλη μέρα πήγαν στην Απαισιά. Κρύφτηκαν κάτω από τερατσιές (χαρουπιές). Έφαγαν χαλλούμι και μόλις άρχισε να νυχτώνει πήραν το μονοπάτι του ποταμού Ξυλούρικου με προορισμό τον Άη Μάμα μέσω Καπηλειού. Από το χαλλούμι που είχαν φάει η δίψα τούς έκαιγε τα σωθικά, αλλά νερό δεν βρήκαν πουθενά, όσο και αν έψαξαν. Τελικά, μετά από μια ολονύκτια πορεία έφθασαν στον Άη Μάμα, όπου βρήκαν νερό και κόρεσαν τη δίψα τους.

Θυμάται ο Σωκράτης: «Δεν διψούσαμε μόνο, πεινούσαμε επίσης, μα πού να βρούμε φαγητό μες στην ερημιά. Νηστικοί ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε, γιατί είχαμε κουραστεί. Δεν μας έφτανε η πείνα μας, μας κτυπούσε και η παγωνιά. Ευτυχώς, ο Μουστάκας είχε ένα σάκο εκστρατείας και μια κουβέρτα. Μου έδωσε την κουβέρτα. Προχωρήσαμε και βρήκαμε μια καλύβη-στιάδι και ξαπλώσαμε από κάτω. Αγωνιούσα που καθυστερήσαμε, διότι ο Κουκκής και ο Κακονίτης, που με περίμεναν να τους παραδώσω τον Μουστάκα, δεν έδωσαν σημεία παρουσίας.

  • • Πώς συναντηθήκατε τελικά;

  • • Η καθυστέρησή μας μάς έσωσε. Διότι ο στρατός έζωσε το χωριό μας και άρχισε έρευνες. Ευτυχώς, ο Κουκκής κι ο Κακονίτης ξεγλίστρησαν κι άρχισαν να μας αναζητούν. Πήραν τον ανήφορο στ’ αμπέλια του Λιμνάτη, όπου κρυβόμασταν και συναντηθήκαμε. Αργότερα ενώθηκε μαζί μας και ο Παναγής Παρίλλας, που είχε επίσης διαφύγει και είχε διανυκτερεύσει στο σπίτι της αδελφής του, στη Λάνια. Εκεί μας έφερε και τα κακά μαντάτα, όπως τα είχε ακούσει στη Λάνια. Δηλαδή ότι σκοτώθηκαν, ο Λένας, ο Τσαγκάρης κι ένας Δημητράκης. Δεν ήξερε, όμως, ποιος από τους αδελφούς Τσαγκάρη είχε σκοτωθεί. Εγώ υπέθεσα ότι ήταν ο κουμπάρος μου ο Σωκράτης, με τον οποίο είχαμε συνεννοηθεί να παραλάβει τους αντάρτες για να τους οδηγήσει στην Ποταμίτισσα. Άφησα τους άλλους εκεί στ’ αμπέλια και κατέβηκα στο Δορό, όπου συνάντησα έναν γνωστό μου πλανόδιο πραματευτή και του ζήτησα να με μεταφέρει στη Λεμεσό. Μου είπε ότι είχε εργάτες στ’ αμπέλι και έπρεπε να είναι εκεί. Ανέβηκα στον σταθμό της Λάνιας, που τον διαχειριζόταν η χωριανή μας Κυριακού, γνωστή ως Κούλλα. Με ρώτησε αν έμαθα τα νέα που συνέβησαν στο Πελέντρι. Της απάντησα ότι δεν είχα ιδέα και μου είπε ότι υπάρχει στο τραπέζι εφημερίδα που γράφει πολλά σχετικά. Τότε έμαθα από την εφημερίδα ότι ο νεκρός Τσαγκάρης ήταν ο μυρωδικός μου κουμπάρος Σωτήρης και όχι ο επίσης κουμπάρος μου αδελφός του Σωκράτης, εκείνος που είχε σκοτωθεί το προηγούμενο βράδυ, ενώ ερχόταν από το Πελέντρι στον Άη Μάμα. Αφού άκουσα τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο και σιγουρεύτηκα ότι οι έρευνες στο Πελέντρι και τα γύρω χωριά έληξαν, γύρισα στον Άη Μάμα. Τότε έμαθα όλη την τραγική ιστορία της σύλληψης του γαμπρού μου και της θυσίας του Λένα, του Δημητράκη Χριστοδούλου και του κουμπάρου μου Σωτήρη. Αιωνία τους η μνήμη.

Ο Σωκράτης, κάθε φορά που συναντιόμασταν, δεν απέκρυβε τον πόνο του για τη σημερινή κατάντια του νησιού μας. Και δάκρυζε όταν μου έλεγε: «Ξεκινήσαμε για την Ένωση και καταλήξαμε στη διχοτόμηση. Εδώ μάς κατάντησαν οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας και της Κύπρου. Τι να σου πω, αγαπητέ Χαράλαμπε; Ο Θεός να βάλει το χέρι του να φύγουν οι Τούρκοι εισβολείς από την Κύπρο. Μόνο ο Θεός μπορεί να μας σώσει…».