Διάκριση «πολιτικής εξουσίας» με τη «διοικητική λειτουργία» «Συνεργάτες Υπουργού»

Σε μια εντελώς πρόσφατη απόφαση, που χειρίστηκα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η ανάμειξη αναρμόδια ενός λεγόμενου «συνεργάτη του Υπουργού» οδήγησε σε τρίτη κατά σειρά ακύρωση της ίδιας άδικης για πάσχοντα συμπολίτη που έχει ανάγκη κοινωνικής βοήθειας από το Κράτος.

Κρίση πολύ επίκαιρη, για το συζητούμενο θέμα «Συνεργατών» που διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε συμβόλαιο «συνεργασίας» με περιεχόμενο τη δυνατότητα αυτός ο μη Δημόσιος Υπάλληλος να ετοιμάζει και να υποβάλλει εκθέσεις, ως συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση, σχετικά με τη χορήγηση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.

Επειδή υπάρχει προβληματισμός για νομοθετική ρύθμιση της υπόστασης των «συνεργατών» Υπουργών, καλό θα ήταν να θυμηθούμε τα όσα η Νομολογία μάς τόνισε κατ’ επανάληψιν για τη διάκριση μεταξύ των οργάνων της πολιτικής εξουσίας αφενός και της διοικητικής λειτουργίας αφετέρου, ως ζήτημα που ανάγεται στις θεμελιακές αρχές που διέπουν την οργάνωση του Κράτους. Η νομολογία αναγνώρισε και οριοθέτησε, με ιδιαίτερη σαφήνεια, τη διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, όπως πηγάζει από σειρά διατάξεων του Συντάγματος, οι οποίες και διαχωρίζουν το οργανικό και λειτουργικό πεδίο των φορέων της πολιτικής εξουσίας από εκείνο της διοικητικής λειτουργίας. Με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται ο θεσμικός διαχωρισμός της πολιτικής εξουσίας ως προβλέπεται από το Σύνταγμα από τη διοικητική λειτουργία (υπαλληλική ιεραρχία) και εξασφαλίζεται το απρόσωπο των δημοσίων υπηρεσιών και η σύννομη λειτουργία της διοίκησης, μακράν «πολιτικής επιρροής».

Η πρώτη ανάμειξη της ανεπίτρεπτης πολιτικής επιρροής θεσπίστηκε με Νόμο (Υπόθεση ΡΙΚ ν. Καραγιώργη) και προέβλεψε τη συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούντο στη Βουλή με την «παρουσία» εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων όπως και τη συμμετοχή τους, ως «παρατηρητών εκπροσώπων», κατά τις συνεδρίες των συμβουλίων των ημικρατικών οργανισμών. Ο Νόμος, βεβαίως, κρίθηκε αντισυνταγματικόςεπί τη βάσει της συμμετοχής νομοθετικής εξουσίας, μέσω των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνταν στη Βουλή, στο έργο της εκτελεστικής εξουσίας, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών:

Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι:

«Συνισταμένη του κρινόμενου νόμου είναι η θεσμοθέτηση της ανάμειξης της πολιτικής εξουσίας στους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, σώματα επιφορτισμένα με την ευθύνη στελέχωσης βασικών τομέων του Δημοσίου. Τι συνιστά πολιτικό αξίωμα για τους σκοπούς διάκρισης της κρατικής πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας εξετάστηκε στην υπόθεση Pavlou v. Returning Officer and Others (1987) 1 CL.R. 252. Πολιτικό αξίωμα είναι εκείνο το οποίο συνεπάγεται πρωτογενώς την άσκηση κρατικής λειτουργίας...».

Ακολούθησε η αναφορά Προέδρου της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων του 2011, όπου αναγνωρίστηκε και επαναλήφθηκε η συνταγματική επιταγή, για την τήρηση της αρχής της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών μακράν της πολιτικής επιρροής, έτσι ώστε να απαγορεύεται η ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας στη διοικητική λειτουργία του Κράτους. Η αρχή της ουδετερότητας της διοίκησης, όπως τονίστηκε στην απόφαση, έχει σκοπό τη διασφάλιση της λειτουργίας των δημοσίων Αρχών μακριά από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή, έτσι ώστε η λειτουργία αυτή να είναι πολιτικά απρόσωπη. Απαίτηση και ανάγκη του Κράτους Δικαίου για χρηστή διοίκηση, αλλά και διαφάνεια.

Αφού δεν πέτυχε η Νομοθετική καθιέρωση της ανάμειξης της «πολιτικής επιρροής», τα κόμματα διαχρονικά εξυπηρέτησαν την πελατειακή σχέση τους με τους κομματικούς φίλους ή οπαδούς με «υπόγεια» ανάμειξη, που επέβλεπε να μη γίνονταν επιλογές κατά την αξία της προσωπικής δυνατότητας εκάστου για διεκδίκηση διορισμού ή προαγωγής, αλλά με πλάγιο τρόπο (το λεγόμενο «ρουσφέτι» ή «διαφθορά»).

Η από πολλών ετών διαμόρφωση του «συμβούλου» ως εξω-υπηρεσιακού «Συνεργάτη» Υπουργού ή στο Προεδρικό διαμόρφωσε μια σχέση έξω από τη διοικητική πυραμίδα, που παράλληλα δεν ανήκει ούτε στην εκλελεγμένη πολιτική εξουσία. Δεν είναι μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας και δεν είναι όργανο της πολιτικής εξουσίας.

Πρόκειται για μια κομματική εξωνομική επιλογή και πάγια τακτική, που ίσως ακόμη και εάν προβλεφθεί με Νόμο, δεν θα είναι και πάλι συνταγματικά επιτρεπτή η όποια ανάμειξή τους. Ένα Κράτος δικαίου πρέπει να φαίνεται και να είναι με τα νόμιμα όργανα και υπηρεσίες του, δίκαιο έναντι κάθε απλού πολίτη και κάθε προς επίλυση προβλήματος.