Μιχαλάκης Καραολής - Αντρέας Δημητρίου

Ο δυο ηρωομάρτυρες, που βάδισαν πρώτοι στην αγχόνη στις 10 Μαΐου 1956 για τη λευτεριά και την Ένωση με την Ελλάδα

Συμπληρώθηκαν στις 10 Μαΐου 67 ολόκληρα χρόνια από την ημέρα που οι πρώτοι ηρωομάρτυρες της ΕΟΚΑ, Μιχαλάκης Καραολής από το Παλαιχώρι και Αντρέας Δημητρίου από τον Άη Μάμα, βάδισαν στο ικρίωμα της αγχόνης, προσφέροντας τη νεανική ζωή τους θυσία στον πανίερο βωμό της τρισάγιας λευτεριάς. Βάδισαν αγέρωχοι με τον ύμνο της λευτεριάς στα χείλη και πέταξαν σαν αρχάγγελοι στο Πάνθεον των Αθανάτων. Από τα κείμενά τους, που έγραψαν από το κελί των μελλοθανάτων, αναβλύζει το μυροβόλο μεγαλείο της ψυχής τους. Και, αντί να μοιρολογούν για τον χαμό της νεανικής ζωής τους, δίνουν θάρρος στον αγωνιζόμενο για τη λευτεριά και την Ένωση Κυπριακό Ελληνισμό.

Ο Αντρέας Δημητρίου γεννήθηκε στον Άγιο Μάμα Λεμεσού και ορφάνεψε από μικρός. Προσλήφθηκε από τον συγχωριανό του Ευέλθοντα Χριστοδούλου, που ήταν διάκος στην Αμμόχωστο και παράλληλα διατηρούσε κατάστημα θαλασσινών όπλων. Μόλις άρχισε ο Αγώνας της ΕΟΚΑ μυήθηκε στην Οργάνωση κι άρχισε αμέσως δράσεις στις ομάδες του εκτελεστικού και των δολιοφθορών. Είχε προσληφθεί ως χειριστής γερανού φορτοεκφόρτωσης στο λιμάνι Αμμοχώστου. Στις 16-17 Οκτωβρίου 1955 οι Βρετανοί μεταφέρουν από το Σουέζ στην Αμμόχωστο μεγάλες ποσότητες οπλισμού. Ο Αντρέας ενημερώνει τον τομεάρχη Παύλο Παυλάκη ότι στην αποθήκη του στρατού αποθηκεύτηκαν όπλα και πυρομαχικά, συσκευασμένα σε μεγάλα κιβώτια. Του τονίζει ότι οποιαδήποτε ενέργεια της ΕΟΚΑ για απόσπαση του οπλισμού έπρεπε να γίνει το αργότερο τη νύχτα της 19ης προς την 20ή Οκτωβρίου, διότι την άλλη μέρα ο οπλισμός θα μεταφερόταν αλλού. Ο Παυλάκης ενεργεί αστραπιαία. Δεν μπορούσε ν’ αναμένει έγκριση του Αρχηγού για την επιχείρηση. Ο χρόνος δεν το επέτρεπε. Ο Αντρέας, που ήξερε τα κατατόπια των αποθηκών, δίνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την κατάρτιση του σχεδίου ενεργείας και συμμετέχει κι ο ίδιος στην ομάδα που θ’ αναλάμβανε την επιχείρηση. Ο Παυλάκης συνεννοείται με τον Αντώνη Παπαδόπουλο και καταρτίζεται η ομάδα δράσης, που την αποτελούσαν, εκτός από τον Αντώνη, οι Γεώργιος Μάτσης, Άγις Ιωακείμ, Λοΐζος Χατζηλοΐζου, Παντελάκης Κυριακίδης, Μίκης Κοκκώνης, Γεώργιος Σκοτεινός, Κυριάκος Χατζηδιονυσίου και ο Αντρέας Δημητρίου.

Η ομάδα επιβιβάζεται δύο μικρών αυτοκινήτων τα μεσάνυχτα και κατευθύνεται στις στρατιωτικές αποθήκες του λιμανιού, κοντά στις οποίες ανέμενε άλλο αυτοκίνητο για να παραλάβει τον οπλισμό. Μάτσης και Χατζηλοΐζου, οδηγούμενοι από τον Αντρέα, απέκοψαν τα συρματοπλέγματα και εξουδετέρωσαν εύκολα τον Έλληνα φρουρό. Ακολούθως η ομάδα παραβίασε τις πόρτες των αποθηκών και άρχισε αμέσως την αφαίρεση των κιβωτίων με όπλα. Αφού αφαιρέθηκαν συνολικά 19 κιβώτια και φορτώθηκαν στο αυτοκίνητο της Οργάνωσης, οι αγωνιστές αποχώρησαν χωρίς κανένα πρόβλημα. Την επιτυχία αυτή των αγωνιστών, που οφειλόταν κυρίως στον Αντρέα Δημητρίου, πανηγύρισε η ΕΟΚΑ, ενώ οι Βρετανοί του φυσούσαν και δεν κρύωνε για το πλήγμα που δέχθηκαν.

Η πλούσια δράση του Αντρέα Δημητρίου, του ατρόμητου παλληκαριού, όπως τον έλεγαν οι συναγωνιστές του, έμελλε να διακοπεί πρόωρα. Στις 22 Νοεμβρίου 1955 αναλαμβάνει να εκτελέσει τον πράκτορα των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών - (Ιντέλιτζενς Σέρβις) - Σίντνεϊ Τέιλορ, που ήταν γνωστός μισέλληνας και φανατικός φιλότουρκος. Είχε ενταχθεί στην τουρκοκυπριακή τρομοκρατική οργάνωση «Βολκάν» και έγινε στέλεχός της. Ο Αντρέας είχε πρόσφατα υποβληθεί σε εγχείρηση και κανονικά δεν έπρεπε να αναλάβει την εκτέλεση. Εφόσον όμως αυτός είχε επιλεγεί, άρχισε να παρακολουθεί τον Τέιλορ και το απόγευμα της 28ης Νοεμβρίου 1955 τον εντοπίζει έξω από το κινηματοθέατρο «Ηραίο» Αμμοχώστου. Χωρίς να χάσει καιρό τράβηξε το πιστόλι του και τον πυροβόλησε, πετυχαίνοντάς τον στον αυχένα. Κατά κακή του τύχη στον δρόμο της διαφυγής έπεσε σε μπλόκο Βρετανών στρατιωτών, που ενέδρευαν στα χτίσματα της παρακείμενης αγοράς χονδρικής πώλησης. Οι στρατιώτες, βλέποντας τον Αντρέα ν’ απομακρύνεται τρέχοντας, αντιλήφθηκαν ότι αυτός ήταν ο δράστης της απόπειρας κατά του Τέιλορ και τον πυροβόλησαν. Ο Δημητρίου δεν μπορούσε να τρέξει, διότι ήταν εγχειρισμένος, συνέχισε όμως να βάλλει με το πιστόλι του εναντίον των στρατιωτών που τον κυνηγούσαν. Από μια σφαίρα τους τραυματίστηκε στον δεξιό βραχίονα και το πιστόλι του έπεσε στην άσφαλτο. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο δικαστήριο, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο.

Μιχαλάκης Καραολής

Ο Μιχαλάκης Καραολής με τον συναγωνιστή του Αντρέα Παναγιώτου πυροβόλησαν και τραυμάτισαν θανάσιμα τον προδότη αστυνομικό Ηρόδοτο Πουλλή έξω από την Αλάμπρα, στο τέρμα της οδού Λήδρας, στη Λευκωσία, στις 28 Αυγούστου 1955. Ο Παναγιώτου κατόρθωσε να διαφύγει, αλλά ο Καραολής συνελήφθη αργότερα σε ενέδρα των αγγλικών δυνάμεων κάτω από γεφύρι και κλείστηκε στις φυλακές. Η σφαίρα που τραυμάτισε θανάσιμα τον Πουλλή στις 28 Οκτωβρίου 1955 προερχόταν από το πιστόλι του Παναγιώτου

Ο Καραολής ήταν φιλομαθής και φιλόμουσος. Μα, πάνω απ’ όλα, ήταν ένας ενσυνείδητος αγωνιστής. Μέσα του ένιωθε χαλασμό για την αδικία των Βρετανών να κρατούν σκλαβωμένη την ιδιαίτερη πατρίδα του. Κι όταν το ηφαίστειο την οργής του σκλαβωμένου ελληνικού νησιού μας εξερράγη, ο ήρωάς μας δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος με σταυρωμένα τα χέρια. Από τους πρώτους εντάχθηκε στη λεβεντομάνα ΕΟΚΑ και άρχισε τη δράση με άλλους συναγωνιστές του στη Λευκωσία. Η δράση του όμως διακόπηκε πρόωρα, μετά την εκτέλεση του προδότη αστυνομικού Πουλλή. Οι Εγγλέζοι, επειδή δεν κατάφεραν να συλλάβουν τον εκτελεστή αγωνιστή Παναγιώτου, αναζήτησαν τον Καραολή. Η Οργάνωση απέκρυψε προσωρινά τον ήρωα και μόλις ενημερώθηκε ο Αρχηγός διέταξε τη μετακίνησή του στον Πενταδάκτυλο, όπου λημέριαζε ο Καπετάν Ζήδρος- Γρηγόρης Αυξεντίου. Κατά τη μετάβασή του ένοπλοι αστυνομικοί είχαν στήσει οδόφραγμα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που τον μετέφερε είχε αντιληφθεί από μακριά τους αστυνομικούς και σταμάτησε. Ο Καραολής έτρεξε και κρύφτηκε κάτω από ένα γεφύρι, ενώ ο οδηγός του αυτοκινήτου κατόρθωσε να διαφύγει. Οι ένοπλοι αστυνομικοί εντόπισαν τον Καραολή και τον συνέλαβαν. Οδηγήθηκε στη Λευκωσία, όπου άρχισαν οι ανακρίσεις και τα βασανιστήρια. Ο Καραολής γνώριζε ποιος ήταν ο εκτελεστής του Πουλλή, αλλά δεν μίλησε. Κράτησε το στόμα του κλειστό και πήρε το μυστικό του μέχρι τον τάφο. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, αν και οι Βρετανοί γνώριζαν ότι άλλος ήταν ο εκτελεστής του αστυνομικού συνεργάτη τους. Η καταδίκη του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στο εξωτερικό, όπου επιφανείς άνθρωποι του πνεύματος και των επιστημών ζήτησαν την αθώωση του νεαρού αγωνιστή, διότι θεωρούσαν ότι ήταν άδικη η θανατική ποινή που του είχε επιβληθεί από τον Βρετανό δικαστή... Μάταιες, όμως, απέβησαν οι διαμαρτυρίες.

Από το κελί του ο Καραολής έγραφε στους δικούς του να μη λυπούνται, αλλά να είναι περήφανοι, που οι μοίρα τον έταξε να θυσιαστεί για την ελευθερία της Κύπρου μας. Η πιο συγκλονιστική στιγμή της μαρτυρικής φυλάκισής του ήταν μια μέρα πριν από την εκτέλεσή του, όταν πήγαν να τον επισκεφθούν η μάνα και οι αδελφές του, Μαρούλα και Νίκη, οι οποίες δεν ήξεραν ότι ο ήρωας επρόκειτο να εκτελεστεί την άλλη μέρα. Η Αστυνομία δεν είχε ειδοποιήσει τους δικούς του, όπως είχε υποσχεθεί ο διευθυντής των Φυλακών, Άιρονς. Και επειδή τα μέτρα ασφαλείας είχαν ενταθεί, είχαν προκαλέσει σ’ αυτές πολλή πικρία και άρχισαν να διαμαρτύρονται και να του φωνάζουν «θάρρος», «μη φοβάσαι». Όταν τελικά τον πλησίασαν, τους αποκάλυψε το τραγικό μυστικό. Οπότε ξέσπασαν σε λυγμούς και αλαλαγμούς. Έκλαιαν γοερά. Έγραψε σχετικά στην τελευταία επιστολή του στον αδελφό του Αντρέα: «Δεν περιγράφεται η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απόγνωσης που επακολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και εκτυπώντο και καθώς ήταν άσπρες σαν το πανί και ελιποθυμούσαν κάθε λίγο, μου επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα που δεν μπόρεσα να κρατήσω τη συγκίνηση και τα δάκρυά μου…».

Στη φυλακή ο Καραολής έγραφε και ποιήματα. Λίγες ώρες προτού οδηγηθεί στο ικρίωμα της αγχόνης έγραψε το τελευταίο, το κύκνειο άσμα του:

Έχε γεια, γλυκιά πατρίδα

Δουλωμένο μου νησί

Τρανή που ’χεις και μεγάλη

την αδούλωτη ψυχή.

Έχετε γεια, λαγκάδια,

Κάμποι, βουνά, βρυσούλες.

Έχετε γεια Κυπριόπουλα

Κι εσείς Κυπριοπούλες.

Αντρέας Δημητρίου

Ο Αντρέας Δημητρίου ήταν 22 χρονών όταν βάδισε τραγουδώντας τον ύμνο της λευτεριάς, στο σχοινί της αγχόνης. Όπως λένε οι χωριανοί του στον Άη Μάμα και οι συναγωνιστές του στην Αμμόχωστο, όπου έδρασε μέχρι τη σύλληψή του, ήταν ένας απίστευτα τολμηρός και γεροδεμένος άντρας, που έπεφτε στη φωτιά χωρίς να υπολογίζει τον θάνατο. Οι χωριανοί του θυμούνται τον Αντρέα, μικρό παιδί στο δημοτικό, να παίζει σ’ ένα θεατρικό έργο τον ρόλο του Λεωνίδα και με παλλόμενη φωνή να φωνάζει στον Ξέρξη το «Μολών Λαβέ». Το «Μολών Λαβέ» εκείνο δεν σταμάτησε να το επαναλαμβάνει και έξω στα βοσκοτόπια, όπου παίζανε. Θυμούνται ακόμη ότι ο Αντρέας ήταν πάντοτε ο προστάτης των παιδιών που ενοχλούνταν από μεγαλύτερά τους.

Το μεγαλείο της ψυχής του Αντρέα έλαμψε την παραμονή της εκτέλεσής του. Όταν πήγαν οι δικοί του να τον δουν μέσα από το κελί του μελλοθανάτου φώναξε με βροντερή φωνή: «Μην κλαίτε, πεθαίνω για τη λευτεριά της Κύπρου μας. Και στο διάστημα της μισής ώρα που δικαιούνταν να μείνουν κοντά του έξω από το κελί, ο Αντρέας τούς συμβούλεψε ‘‘να είστε περήφανοι γιατί πεθαίνω για την Ελλάδα’’».

Στις 10 Μαΐου 1956, Μιχαλάκης Καραολής και Αντρέας Δημητρίου βάδισαν στην αγχόνη κι απ’ εκεί πέταξαν στο Πάνθεον των Αθανάτων. Κι από ψηλά, με τους άλλους ήρωες μάς υπενθυμίζουν το χρέος μας στην ημικατεχόμενη πατρίδα μας, που περιμένει δικαίωση. Μας δείχνουν τον δρόμο του χρέους, τον δρόμο της τιμής και του καθήκοντος.