Διεθνή

Ο εθνικισμός της τουρκικής πολιτικής ελίτ και η επόμενη ημέρα των εκλογών

Καθοριστικό ρόλο για την επιβίωση του Ερντογάν έπαιξε και η υποταγή των θεσμών της χώρας στην κυριαρχία του, με τη λειτουργία τους να είναι άμεσα συνυφασμένη με τη βούληση του «πανίσχυρου» Προέδρου της χώρας

Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών της Τουρκίας σε τίποτα δεν θυμίζει το πανηγυρικό κλίμα που επικρατούσε δύο εβδομάδες πριν. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, μετά το σημαντικό προβάδισμα του πρώτου γύρου και τη στήριξη από τον ρυθμιστή των εκλογών, Σινάν Ογάν, οδεύει προς την ανακατάληψη του «θρόνου» του. Από την άλλη, η αντιπολίτευση και ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου μοιάζουν να έχουν αποδεχθεί το αναπόφευκτο της επανεκλογής του «σουλτάνου» στην προεδρία. Ενώ οι αναλυτές «ψάχνονται» για το τι πήγε λάθος με τις εκτιμήσεις τους για τη δυναμική του υποψηφίου της αντιπολίτευσης, υπάρχουν σημαντικά στοιχεία, τα οποία είχαν υποτιμηθεί, που οδήγησαν στην επικράτηση του Ερντογάν στον πρώτο γύρο των εκλογών. Το ζήτημα πλέον είναι η επόμενη ημέρα, ειδικά για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και κατά πόσον θα αλλάξει, εάν παραμείνει ο Ερντογάν στο τιμόνι της χώρας γι’ ακόμα μια θητεία.

Πώς έφτασε στη νίκη του πρώτου γύρου

Μια σειρά από λόγοι, όχι μόνο οδήγησαν τον Ερντογάν στον δεύτερο γύρο, αλλά του δίνουν σοβαρό προβάδισμα για επανεκλογή στην προεδρία της Τουρκίας. Ειδικότερα, αναλυτές θεωρούν ότι επικράτησε του αντιπάλου του κυρίως επειδή η προεκλογική του εκστρατεία βασίστηκε σε τρεις άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορούσε την τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών. Δυόμισι εκατομμύρια πολίτες έλαβαν επιδόματα πρόωρης συνταξιοδότησης, όλα τα νοικοκυριά ελάμβαναν φυσικό αέριο χωρίς κόστος για ένα μήνα και ο κατώτατος μισθός, ο οποίος καλύπτει τους μισθούς του 60% των απασχολουμένων, σημείωσε σημαντικές αυξήσεις. Τα λαϊκίστικα αυτά μέτρα ενίσχυσαν σοβαρά τις προοπτικές νίκης του Ερντογάν, ενώ εξασφάλισαν ότι, σε περίπτωση νίκης της αντιπολίτευσης, θα είχε σοβαρό θέμα διαχείρισης της οικονομικής κατάστασης που θα κληρονομούσε. Το πρόβλημα του Ερντογάν φυσικά είναι ότι η επανεκλογή του προεξοφλεί ακόμα πιο δραματικές περιπέτειες στον τομέα της οικονομίας της χώρας.

Ο δεύτερος άξονας της στρατηγικής του Ερντογάν ήταν να οδηγήσει σε περαιτέρω πόλωση της τουρκικής κοινωνίας. Εάν τα προηγούμενα χρόνια πόνταρε πάνω στον διαχωρισμό κοσμικότητας και συντηρητισμού, πλέον το βασικό του χαρτί είναι ο εθνικισμός. Μάλιστα, η στήριξη των Κούρδων προς τον Κιλιτσντάρογλου ήταν «μάννα εξ ουρανού» για τον Ερντογάν, ο οποίος στιγμάτισε τον πολιτικό αντίπαλό του ως «τρομοκράτη». Σε αυτό το πλαίσιο παρουσίασε την ισχυρή ηγεσία του ως αναγκαιότητα για τη διατήρηση της ενότητας της χώρας και υποσχέθηκε σταθερότητα, παίζοντας με τις φιλοδοξίες των Τούρκων πολιτών για μια ισχυρή Τουρκία στη διεθνή πολιτική σκηνή. Τέλος, δεν δίστασε να κάνει επίκληση στο συναίσθημα των ψηφοφόρων, από τους οποίους ζήτησε να παραμείνουν πιστοί σε αυτόν και να τον στηρίξουν σε ακόμα μία κρίσιμη μάχη. Παραδόξως, το μήνυμά του πέρασε και, παρά τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Τουρκία, η υποστήριξη του Ερντογάν, η οποία ήταν περίπου 52% το 2018, μειώθηκε μόνο στο 49,5% σε αυτές τις εκλογές, ανατρέποντας τις προβλέψεις για μεγάλες απώλειες ποσοστών.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, καθοριστικό ρόλο για την επιβίωση του Ερντογάν έπαιξε και η υποταγή των θεσμών της χώρας στην κυριαρχία του, με τη λειτουργία τους να είναι άμεσα συνυφασμένη με τη βούληση του «πανίσχυρου» προέδρου της χώρας. Σύμφωνα με ανάλυση του Middle East Eye, το καθεστώς Ερντογάν έχει στη διάθεσή του όλα τα εργαλεία για να αναδιατάξει τους κανόνες του παιχνιδιού ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας την εκλογική διαδικασία διάτρητη σε παρεμβάσεις. Από την άλλη, η αντιπολίτευση, μετά από 20 χρόνια διακυβέρνησης Ερντογάν και δεδομένων των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα, είχε υποτιμήσει σε μεγάλο βαθμό αυτά τα στοιχεία και δεν ήταν έτοιμη να παίξει με τους όρους του Τούρκου Προέδρου.

Ο ρυθμιστής στο πλευρό του Ερντογάν

Ο ρυθμιστής των εκλογών, Σινάν Ογάν, ο οποίος πήρε την τρίτη θέση στον πρώτο γύρο των εκλογών, αποφάσισε να στηρίξει τον «σουλτάνο», χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο πόσοι ψηφοφόροι του θα ακολουθήσουν τον πρόσταγμά του, αλλά ούτε και εάν ο Ερντογάν χρειαζόταν πραγματικά τις ψήφους του για την επανεκλογή στην προεδρία.

Έχοντας συγκεντρώσει το αξιοσέβαστο ποσοστό του 5,1%, τις πρώτες ημέρες της εκλογικής του επιτυχίας, κράτησε κλειστά τα χαρτιά του, φλερτάροντας και με τους δύο υποψηφίους. Έτσι κι αλλιώς, ο στόχος ήταν να αναγκάσει τον Ερντογάν και τον Κιλιτσντάρογλου να καθίσουν μαζί του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά με δικούς του όρους. «Όταν έρθει εκείνη η στιγμή, δεν θα κάνουμε καμία παραχώρηση δωρεάν», δήλωνε πριν από τις εκλογές, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα απαιτήσει συγκεκριμένα υπουργεία.

«Στον δεύτερο γύρο των εκλογών, κατόπιν αυτών των διαπραγματεύσεων που είχαμε, δηλώνω πως θα στηρίξουμε τον υποψήφιο της Λαϊκής Συμμαχίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Καλώ επίσης όσους πολίτες μάς ψήφισαν να στηρίξουν τον κ. Ερντογάν στον δεύτερο γύρο», ανακοίνωσε τρία 24ωρα μετά την 60 λεπτών συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Τουρκίας.

Σημείωσε, μάλιστα, ότι «η συμμαχία του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν κατάφερε να μας πείσει. Στόχος μας είναι να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της Τουρκίας. Ο αγώνας μας ενάντια σε κάθε είδους τρομοκρατικές οργανώσεις θα συνεχιστεί».

Με προβάδισμα 2,5 εκατομμυρίων ψήφων έναντι του Κιλιτσντάρογλου, ο Ερντογάν φαίνεται ότι θα έχει και τα 2,79 εκατομμύρια ψήφους του Ογάν, γεγονός που δείχνει ότι η νίκη στον δεύτερο γύρο θα είναι εύκολη υπόθεση για τον Τούρκο Πρόεδρο. Από την άλλη, όμως, δεν είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουν όλες οι ψήφοι στον Ερντογάν, αφού ο πρόεδρος του κόμματος Νίκη, Ουμίτ Οζντάγ, πρώην εταίρος του Σινάν Ογάν, θα στηρίξει τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, με το δικαιολογητικό ότι «το στρατόπεδο Ερντογάν δεν εγγυήθηκε την επιστροφή των Σύρων προσφύγων, που ήταν το βασικό αίτημα του κόμματός του».

Το βιογραφικό του Ογάν πάντως ταιριάζει γάντι με το στρατόπεδο του Ερντογάν, καθώς αρχικά δραστηριοποιήθηκε στους «Γκρίζους Λύκους», ενώ στη συνέχεια διετέλεσε βουλευτής του MHP, σημερινού κυβερνητικού εταίρου του Ταγίπ Ερντογάν. Ωστόσο το 2017, στο πλαίσιο εσωκομματικών αντιπαραθέσεων, εκδιώχθηκε από το κόμμα και έκτοτε αναζητούσε νέα πολιτική στέγη, κατά προτίμηση υπό τη δική του ηγεσία. Τελικά, τον Μάρτιο τέσσερα μικρότερα κόμματα από τον αντι-συστημικό, ακροδεξιό χώρο σχημάτισαν μαζί του την συμμαχία ΑΤΑ και όρισαν τον Σινάν Ογάν υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές.

Η εξωτερική πολιτική μετά τις εκλογές

Ο Γεωστρατηγικός Αναλυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής στο «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας», Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, μιλώντας στο Ράδιο Πρώτο, εξήγησε ότι ο Ογάν συμφώνησε με τον Ερντογάν πάνω σε τρία σημεία. Το πρώτο είναι να «χτυπήσει» την τρομοκρατία, δηλαδή τους Κούρδους και τους Γκιουλενιστές. Το δεύτερο σημείο συμφωνίας είναι η Γαλάζια Πατρίδα και το τρίτο οι πρόσφυγες.

Το ζήτημα είναι εάν οι πολιτικές αυτές διεργασίες αναμένεται να αλλάξουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και ειδικότερα τις σχέσεις με την Ελλάδα, το Κυπριακό και τη στάση της χώρας απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις. Για τα Ελληνοτουρκικά, σημείωσε ότι έχουμε μια διαχρονική αναθεωρητική στρατηγική από πλευράς Τουρκίας, η οποία μάλιστα το τελευταίο διάστημα πήρε τη μορφή εξαναγκαστικής πολιτικής, δηλαδή «δεχθείτε αυτό διαφορετικά θα σας καταστρέψουμε». Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Λουκόπουλο, η τουρκική πολιτική ελίτ, είτε λέγεται μετακεμαλική είτε λέγεται νεοοθωμανική/Ερντογανική, αυτήν τη στιγμή το ένα τέταρτο της Βουλής έχει μια έκφραση εθνικιστική. Αυτή η ελίτ είναι εμποτισμένη με την ιδέα ότι ήρθε για να αποκατασταθούν τα γεωγραφικά και ιστορικά λάθη, τα οποία είχαν συμβεί στο Αιγαίο. Άρα αναμένεται να συνεχιστεί, ίσως με διαφορετικό ύφος, η πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, διαλύοντας τις οποιεσδήποτε ευδαιμονικές «φαντασιώσεις» υπήρχαν στην Αθήνα ότι μετά τους σεισμούς θα άλλαζε. Συχνά πυκνά οι Τούρκοι μάς επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Μάλιστα την ημέρα των εκλογών στην Ελλάδα, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, δήλωσε ότι «εάν δεν ρυθμιστούν τα προβλήματά μας και ειδικότερα των νησίδων και μικρονησίδων, των οποίων δεν έχει καθοριστεί η κυριότητα, θα έχουμε καβγά».

Όσον αφορά το Κυπριακό, ο Γεωστρατηγικός Αναλυτής επεσήμανε ότι «ίσως δεν έχουμε καταλάβει ότι η υψηλή πολιτική της Τουρκίας για την Κύπρο συντίθεται από τις προτάσεις του Νιχάτ Ερίμ το 1956-1957 και προχωράει σιγά-σιγά. Οι πέντε από τους έξι στόχους έχουν υλοποιηθεί και απομένει ο πολιτικός έλεγχος όλης της μεγαλονήσου. Αυτό σημαίνει ότι θα ασκήσουν περαιτέρω πίεση».

Τέλος, όσον αφορά τη στάση της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσία την επομένη των εκλογών, ο κ. Λουκόπουλος ανέφερε ότι «οι σχέσεις των δύο χωρών είναι αλληλένδετες και πολύπλοκες. Ακόμα και ο Κιλιτσντάρογλου να βγει, λόγω των συνδεδεμένων συμφερόντων τους, δεν πρόκειται να δούμε καμιά αλλαγή στις σχέσεις Ρωσίας - Τουρκίας. Στο αντίπαλο στρατόπεδο των ΗΠΑ, μπορεί αυτήν τη στιγμή να ήθελε μια άλλη δυτικότροπη κυβέρνηση και μια άλλη συμμαχική έκφραση, αλλά φαίνεται ότι η αμερικανική γραφειοκρατία που εμπλέκεται στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής ασφάλειας έχει βρει ένα πλαίσιο συνεργασίας με τον Ερντογάν. Μπορεί να μην είναι ο ιδανικός σύμμαχος, αλλά δεν συμφέρει σε κανέναν από τους δύο μια ολοκληρωτική ρήξη». Ο ειδικός εξηγεί ότι, λόγω αυτών των ισορροπιών, για να μην απομακρυνθεί περαιτέρω ο Ερντογάν από τη Δύση, ίσως κάνουν κάποιο «σκόντο» σε διάφορα άλλα ζητήματα, όπως τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.