Το «νέο κοινωνικό και πολιτικό κέντρο» γυρίζει σελίδα στην Ελλάδα
Ο Δρ Γιώργος Ρακκάς, πολιτικός επιστήμονας και αναλυτής, απαντά στη «Σ» για τα αποτελέσματα των εκλογών της περασμένης Κυριακής και τα νέα δεδομένα στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας
Τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής στις εθνικές εκλογές στην Ελλάδα ήταν εν πολλοίς απρόσμενα. Όχι ως προς την κατάταξη των κομμάτων, αλλά ως προς τις διαφορές στα ποσοστά που χωρίζουν κυρίως τον πρώτο, δηλαδή τη ΝΔ, από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ. Η εμφατική διαφορά συνιστά, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα και αναλυτή Γιώργο Ρακκά, την αλλαγή σελίδας στα πολιτικά πράγματα της χώρας, την οποία επιδιώκει μια κρίσιμη μάζα που προσδιορίζεται ως «νέο κοινωνικό και πολιτικό Κέντρο» και στέλνει σαφή μηνύματα για το πώς και το πού θέλει να βαδίσει η χώρα στο επόμενο διάστημα.
Ο κ. Ρακκάς απαντά στη «Σ» για τους λόγους εκτόξευσης των ποσοστών της ΝΔ και την καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Μιλά ακόμη για το ποιοι, πέραν των δύο πρώτων κομμάτων, είναι κερδισμένοι και χαμένοι από την εκλογική αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής και απαντά για το ενδεχόμενο ανατροπής των δεδομένων στις εκλογές της 25ης Ιουνίου.
Πού οφείλεται η εκτόξευση των ποσοστών της ΝΔ και η κατάρρευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ;
Ο καθοριστικός παράγοντας για την εκτίναξη των ποσοστών της ΝΔ και την κατάρρευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ανάδυση ενός νέου ρεύματος στην εκλογική βάση, που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε νέο κοινωνικό και πολιτικό Κέντρο. Σε αυτό εκβάλλει κόσμος και από τη Δεξιά και την Αριστερά, και έχει κατασταλάξει σε συγκεκριμένα αιτήματα μέσα από τις επώδυνες περιπέτειες που βίωσε η χώρα την τελευταία 15ετία.
Τα αιτήματα έχουν να κάνουν με μιαν αποτρεπτική έναντι της Τουρκίας εθνική στρατηγική, με το αίτημα των μεταρρυθμίσεων για το κράτος και γενικότερα την εγκατάλειψη των παλαιοπολιτικών νοοτροπιών - κάτι που τέθηκε εμφατικότερα με το δυστύχημα των Τεμπών, την υπέρβαση ενός συγκεκριμένου αναχρονιστικού κλίματος στα πανεπιστήμια, και ευρύτερα την Παιδεία που συνδέεται με τη μεταπολίτευση. Τέλος, τη στροφή του οικονομικού μοντέλου σε παραγωγικότερες κατευθύνσεις, καθώς και την αποφασιστική ενίσχυση των μεσαίων τάξεων ως βασικού σημείου αναφοράς μιας Δημοκρατίας που θέλει επιτέλους να ωριμάσει.
Το ρεύμα αυτό είναι ορατό ήδη από το 2016-2017 στη χαρτογράφηση του εκλογικού σώματος, και ήταν εκείνο που καθ’ όλη την διάρκεια των προηγούμενων χρόνων διαμόρφωνε τη διαφορά αρκετών μονάδων που απολάμβανε το κυβερνών κόμμα, παρά τη φθορά του και τις κρίσεις τις οποίες είχε.
Πρόκειται, επομένως, για μια κρίσιμη μάζα, που ζητά η Ελλάδα να γυρίσει σελίδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταποντίστηκε γιατί επί της ουσίας δεν αντιστρατεύεται μόνο τη ΝΔ, αλλά αυτό ακριβώς το αίτημα. Είναι δεμένος με τις παθογένειες της μεταπολίτευσης, στα εθνικά ζητήματα τοποθετείται βάσει ιδεοληψιών, επιμένει να προτάσσει έναν παρασιτικό κρατισμό που απειλεί την εθνική αυτοδυναμία και τη βιωσιμότητα της χώρας.
Εκ των πραγμάτων, επομένως, το πολιτικό σύστημα τείνει να πάρει προσωρινώς έναν μονοπολικό χαρακτήρα, ακριβώς διότι οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν αφουγκραστεί τους νέους ανέμους που πνέουν μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η ΝΔ το έχει κάνει; Όχι πλήρως, και όχι μέσω ενός συνεκτικού προγράμματος. Ωστόσο προηγείται στην ιχνηλάτηση αυτών των νέων αναγκών, εξ ου και το προβάδισμά της.
Πέρα από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ποιοι είναι οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι αυτών των εκλογών και γιατί;
Πολλοί εντάσσουν και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στους κερδισμένους των εκλογών, λόγω της αύξησης των ποσοστών του. Ωστόσο, είναι ακόμα αμφίβολο αν η νέα ηγεσία θα πετύχει την υποκατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ από το ΚΙΝΑΛ, ως δύναμης ηγεμονικής στο πλαίσιο της κεντροαριστεράς. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, και πριν από αυτήν, δεν έδειξε σημάδια μιας δυναμικής που να φτάνει σε βάθος. Το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δεν έχει κάνει ακόμα εντελώς ξεκάθαρο το στίγμα του προς την κοινωνία, για το τι ακριβώς θέλει, και ποιες ακριβώς πολιτικές είναι εκείνες που επιθυμεί να υλοποιήσει. Ενδεχομένως, υπό μια άλλη, πιο αποφασιστική και πιο κατασταλαγμένη ηγεσία, τα κέρδη του να ήταν πολύ ευρύτερα.
Στις εκλογές καταψηφίστηκε μια ορισμένη πολιτική κουλτούρα. Ένας τύπος αντιπολίτευσης, που θέλει να καμώνεται την «αντισυστημική» ενώ δεν είναι, που διακρίνεται από έναν διάχυτο μηδενισμό, που επενδύει ιδιαίτερα στην πόλωση, την εχθροπάθεια, τις «δολοφονίες χαρακτήρων».
Καταψηφίστηκαν και παραδεδομένες πολιτικές αντιλήψεις· για παράδειγμα μια στάση εθνομηδενιστική, που αμφισβητεί την πραγματικότητα της τουρκικής απειλής, που αδιαφορεί για την ανεξέλεγκτη μετανάστευση και τις συνέπειές της, που αμφισβητεί τη θέση της Ελλάδος στην Ευρώπη και γυρεύει να μπει πάλι σε αδιέξοδες και εξαιρετικά επώδυνες για τη χώρα και την κοινωνία περιπέτειες, γνώρισε μια μαζική εκλογική αποδοκιμασία.
Οι εκλογές, όμως, επεφύλασσαν και την άνοδο δημαγωγικών σχηματισμών στο δεξί άκρο του πολιτικού φάσματος. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αυτό, είναι κάτι που εξελίσσεται σε όλον τον Δυτικό κόσμο. Υπάρχει ένας καταστροφικού τύπου «πολιτισμικός πόλεμος» -θα λέγαμε- ανάμεσα σε ελίτ που εκφράζουν μιαν αποδομητική ιδεολογία (αμφισβήτηση του έθνους, η ρευστότητα του φύλου, ο καταναγκαστικός πολυπολιτισμός, τα ανοιχτά σύνορα) και μεγάλες μερίδες από τις λαϊκές τάξεις, οι οποίες βιώνουν τους πικρούς καρπούς μιας νέας εκδοχής ανισοτήτων (που είναι ταυτόχρονα μορφωτικές, εισοδηματικές, και προοπτικών). Εκδικούνται αυτά τα κομμάτια στρεφόμενα σε σχηματισμούς που θυμίζουν τον Τραμπ, τον Ορμπάν κ.λπ. Το ενθαρρύνει και η Ρωσία αυτό, αν θέλετε, με την υβριδική της στρατηγική, διότι ακριβώς θέλει να παροξύνει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Δύσης, και να ενισχύσει το αίσθημα αποξένωσης που βιώνουν τα κατώτερα στρώματα από το κράτος, τους θεσμούς.
Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα αυτών των εκλογών; Ποιο είναι το μήνυμα που στέλνουν οι Έλληνες ψηφοφόροι;
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον μια δημοσκόπηση που διενεργήθηκε επί της κάλπης και εστίαζε σε ποιοτικά στοιχεία. Ζητήθηκε από τους ψηφοφόρους να ονοματίσουν 3 κριτήρια, με τα οποία αποφάσισαν για την επιλογή τους στην κάλπη. Οι τρεις κορυφαίες απαντήσεις ήταν: καλύτερη λειτουργία του κράτους (31,9%), Οικονομία (28,4%) και Εθνικά Θέματα (24,9%). Όλα τους συνδέονται με ένα ευρύτερο αίτημα ασφάλειας εθνικής, οικονομικής, θεσμικής.
Αν αντιπαραβάλουμε τα κριτήρια αυτά με την ατζέντα που αναδείχθηκε κατά την προεκλογική περίοδο, θα διαπιστώσουμε, δυστυχώς, μιαν αναντιστοιχία. Ο πολιτικός διάλογος ξεχείλιζε από κραυγές και αλληλοκατηγορίες, αλλά ήταν εξαιρετικά φτωχός σε προγραμματικές θέσεις, προτάσεις, και μια επί της ουσίας συζήτηση για το πού πορεύεται η χώρα, ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει, και πώς θα καταφέρει ν’ αντεπεξέλθει.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, φαίνεται πως έχει ωριμάσει γρηγορότερα από το πολιτικό σύστημα, γυρεύει μια σοβαρότητα και ένα βάθος από την πολιτική αλλά δυστυχώς τα περισσότερα κόμματα, αλλά και οι περισσότεροι βουλευτές μέσα σε όλα τα κόμματα αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στο αίτημα αυτό.
Σε λιγότερο από έναν μήνα θα γίνουν οι δεύτερες εκλογές με την ενισχυμένη αναλογική. Βλέπετε να υπάρχει δυνατότητα ανατροπής ή έστω μερικής διαφοροποίησης των αποτελεσμάτων της 21ης Μαΐου;
Ανατροπή είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει. Θα υπάρξει επιτάχυνση των τάσεων που εκδηλώθηκαν στην κάλπη της 21ης Μαΐου. Οι δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει μετά την 21η Μαΐου δείχνουν τη ΝΔ να κερδίζει ακόμα λίγο έδαφος, την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίζεται, και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να αυξάνει κι άλλο τα ποσοστά του – όχι όμως εντυπωσιακά. Μένει να δούμε αν θα επαληθευθούν.
Το ερώτημα των επόμενων εκλογών έχει να κάνει με τη συγκρότηση αυτοδύναμης κυβέρνησης και τον αριθμό των βουλευτών της - ιδίως μπροστά στην πιθανή προοπτική μιας Βουλής με 7 κόμματα.
Υπάρχει -πάντα- ο αστάθμητος παράγοντας, που στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση είναι εξωεκλογικός. Σε ενδεχόμενη επικράτηση του Ερντογάν, στην Τουρκία, υπάρχει το ενδεχόμενο μιας πρόκλησης από την πλευρά του. Η τοποθέτηση από την ανώτατη ελλαδική πολιτική ηγεσία συγκεκριμένων ανθρώπων στα νευραλγικά πόστα του Υπουργείου Εξωτερικών, του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, καθώς και του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, καταδεικνύουν ότι αντιμετωπίζεται στα σοβαρά η προοπτική αυτή. Στην περίπτωση που κάτι τέτοιο συμβεί, αναμένεται να έχει σοβαρό αντίκτυπο στα αποτελέσματα της 25ης Ιουνίου.