«Ιδιωτικές εισφορές» για εκλογικούς σκοπούς: «Ελπίδα» ανταπόδοσης;

Το θέμα των εισφορών προς υποψηφίους ή προς τα κόμματα, πάντα επίκαιρο, έχει ιστορία που θα πρέπει να μελετηθεί για να οδηγηθούμε ως Κράτος Δικαίου σε λύσεις που να μην επιτρέπουν στον οποιοδήποτε εισφέρει, να ελπίζει «σε ανταπόδοση» σε σχέση προς την εισφορά του. Η λαϊκή απαξίωση προς τα κόμματα έχει καθιερώσει, δικαίως, την αντίληψη ότι η πελατειακής μορφή δράση των κομμάτων συνδέεται ή συνετέλεσε στη «διαπλοκή και στην εξυπηρέτηση μη νομίμων επιδιώξεων». Η αποτυχία της Βουλής να ψηφίσει Νόμο από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που να ρυθμίζει τα της λειτουργίας των κομμάτων και τις προς αυτά «εισφορές», κατέστησε το πρόβλημα πιο σύνθετο. Θα μπορούσε ο Νόμος να είχε ρυθμίσει ανάλογα και τις εισφορές υπέρ κάθε υποψηφίου για το αξίωμα του βουλευτή, όπως και του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Επειδή λοιπόν δεν υπήρχε Νόμος που να προβλέπει την ίδρυση και λειτουργία των κομμάτων, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας πριν από χρόνια Εκλογική Αίτηση του 1997, έκρινε ως εξής τη σημασία ύπαρξης και λειτουργίας κομμάτων: «Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν έκφραση της άσκησης του ατομικού δικαιώματος του ‘‘συνεταιρίζεσθαι’’ - (βλ. Άρθρο 21.2 του Συντάγματος). Η συνένωση ατόμων σε πολιτικά κόμματα, για την προαγωγή κοινών σκοπών, αποτελεί σημαντική πτυχή της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Προφανώς αυτή η εξαίρετη και λακωνική διατύπωση της ουσίας του κόμματος ως του «κυττάρου της Δημοκρατίας», που κατέγραψε η Νομολογία, προϋποθέτει, όπως άλλωστε συμβαίνει για κάθε Δημοκρατικό Κράτος, Νόμο για ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κομμάτων. Όμως, ούτε η Εκτελεστική Εξουσία, ούτε η ίδια η αποτελούμενη από κόμματα Βουλή, προχώρησαν στη νομοθετική ρύθμιση της δράσης των κομμάτων.

Μετά τις πρώτες εκλογές που διεξήχθησαν στην Κύπρο για ανάδειξη ευρωβουλευτών και με αφορμή νομικό πρόβλημα που προέκυψε τότε, με οδηγίες του αείμνηστου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, κατέθεσα πρόταση νόμου εκ μέρους του ΔΗΚΟ, που απέβλεπε στη νομοθετική ρύθμιση της ίδρυσης, λειτουργίας και οικονομικού ελέγχου των κομμάτων. Βέβαια είχαν προηγηθεί πολλές άλλες, ανάλογες στο παρελθόν προσπάθειες, οι οποίες, όμως, παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Αυτή η πρόταση Νόμου (ταλαιπωρήθηκε πέραν των πέντε ετών), τελικά ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2011, ως η πρώτη νομοθετική ρύθμιση ενός θέματος, που παράλληλα αποτελούσε και υποχρέωσή μας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να υπάρξει η πρώτη αυτή νομοθετική ρύθμιση, ισορρόπησαν πολλές αντίθετες απόψεις (εξ ου και τα χρόνια που απαιτήθηκαν για να ψηφιστεί) που τελικά δεν επέτρεψαν να υπάρξει ένα πλήρες και άριστο κείμενο. Στους όσους συμβιβασμούς έγιναν, επέμενα, χωρίς υποχώρηση, στην εξής ιδέα, που και τελικά περιλήφθηκε στην πρόνοια του άρθρου 5 (4):

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) είναι δυνατή επιπρόσθετα ονομαστική ή ανώνυμη χρηματική εισφορά προς τα πολιτικά κόμματα γενικά, απευθείας προς Ειδικό Κοινό Ταμείο που τηρείται από τις Υπηρεσίες της Βουλής των Αντιπροσώπων, ως ήθελε καθοριστεί και ακολούθως τα οποιαδήποτε συγκεντρωθέντα ποσά κατανέμονται κατ’ έτος, κατ’ αναλογία της δύναμης των κομμάτων ως η κρατική χρηματοδότηση και υπόκεινται σε οικονομικό έλεγχο από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας».

Μια πρόνοια ιδιαίτερα πρωτότυπη, η οποία διαμόρφωσε την προϋπόθεση να απαλλαχθούν οριστικά τα κόμματα από επηρεασμό των αποφάσεων ή δράσεών τους, από την όποια διεκδίκηση, εάν υπήρχε, «ανταλλαγμάτων» από τους μεγαλοεισφορείς!

Η πρόνοια αυτή, όμως, εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι θεωρήθηκε ως μη «εξυπηρετική» από τους μεγάλους εισφορείς προς τα κόμματα, με αποτέλεσμα να μην καταθέσουν ούτε ένα ευρώ στο κοινό αυτό ταμείο. Το πλέον όμως δυσάρεστο ήταν το γεγονός ότι τα ίδια τα κόμματα έσπευσαν να «απαλλάξουν» τους μεγάλους εισφορείς από το «βάρος» της νομοθετικής καθιέρωσης της απρόσωπης προς όλα τα κόμματα οικονομικής ενίσχυσης. Τους «διευκόλυναν» χάριν και των ίδιων συμφερόντων τους, στην επιθυμία για την κατάργηση αυτής της πρόνοιας, στο να συνεχίσουν να εκδηλώνουν την προτίμησή τους με εισφορές απ’ ευθείας στα κόμματα! Έτσι, ο νέος Νόμος του 2012 δεν περιέλαβε την «ενοχλητική» αυτή πρόνοια, χωρίς να δοθεί βέβαια η όποια εξήγηση.

Διαγραφή ακατανόητη και οπωσδήποτε αξιοκρατικά αναίτια, μιας πρόνοιας που θα καθιέρωνε διαφάνεια. Μάλιστα αποφασίστηκε το 2012, σε μια περίοδο κατά την οποία διαφαίνονταν και αποκαλύπτονταν οικονομικά και άλλα σκάνδαλα, με κάποιους από τους πρωταγωνιστές αυτών να είναι μεγαλοεισφορείς σε κόμματα (π.χ. FOCUS) και/ή θα πρέπει επιτέλους με όσα έχουν προσφάτως αποκαλυφθεί (χρυσά διαβατήρια), αλλά και πολλά που εξήγγειλαν ως προεκλογικές δεσμεύσεις τους τα ίδια τα κόμματα, να σταθμιστεί ορθολογικά το ζήτημα και να καθιερωθεί ότι οι υποψήφιοι Πρόεδροι ή βουλευτές ή ευρωβουλευτές κ.λπ. (κομματικοί ή ανεξάρτητοι) θα δαπανούν για προεκλογικά έξοδα εισφορές που απέκτησαν κατά πλήρη διαφάνεια, ώστε ουδείς να μπορεί να υποθέτει ή να ισχυρίζεται ότι οφείλουν αντάλλαγμα σε μεγαλοεισφορείς. Τούτο ως θέμα επιβεβαίωσης ότι η διεκδίκηση για εκλογή σε δημόσιο αξίωμα στηρίζεται στην προσωπική αξία και θέσεις εκάστου.