Το θέμα των «Συνεργατών» είναι σοβαρό συνταγματικό ζήτημα

Είναι κοινή και ομόφωνη διαπίστωση, ότι το θέμα των «Συνεργατών» για το Προεδρικό και για τους Υπουργούς ως λειτούργησε για χρόνια, δεν είχε πρόβλεψη νομοθετική. Ήταν μια αυθαίρετη πρακτική καθ’ υπέρβασιν εξουσίας. Γι’ αυτό και ο προβληματισμός τώρα περί το εάν πρέπει να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση του θέματος ή, αντίθετα, να κριθεί ως μια πρακτική που πρέπει να καταργηθεί, ως συνήθεια εξω-νομική.

Πρέπει να υπενθυμίσω ότι είναι με Νόμο, επίσης, που προβλέφθηκε αρμοδιότητα στο Υπουργικό να επιλέξει και να διορίσει, μετά από έρευνα του Υπουργού Οικονομικών, Έφορο Φορολογίας για το νεοσύστατο τότε Τμήμα Φορολογίας. Επιλογή, μάλιστα, που έγινε χωρίς να προηγηθεί προκήρυξη της θέσης με τα προσδιοριζόμενα απαραίτητα προσόντα. Προκήρυξη που θα επέτρεπε, κατ’ ίση μεταχείριση, να την διεκδικήσουν όσοι επιθυμούσαν και κατείχαν τα προσόντα. Μια νομοθεσία που αντιστρατευόταν προκλητικά τη διάκριση των εξουσιών και ανέτρεπε αντισυνταγματικά την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΔΥ για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας. Τελικά, παρά τις εξ αρχής αμφισβητήσεις της συνταγματικότητας της εν λόγω νομοθετικής πρόβλεψης, που βρισκόταν προφανώς πέραν και έξω από τις αρμοδιότητες του Υπουργικού Συμβουλίου, χρειάστηκε για τον εν λόγω διορισμό του Έφορου του 2016, πέντε ολόκληρα χρόνια για να υπάρξει η περί την αντισυνταγματικότητα τελική κρίση του Εφετείου! Αυτό προς δόξαν της έννοιας του Κράτους Δικαίου, που με συνενοχή της Βουλής, δόθηκε η δυνατότητα, αντίθετα στο Σύνταγμα, να διορίζει η Εκτελεστική Εξουσία έξω από νόμιμες διαδικασίες, όποιον ήθελε!

Τούτο μάλιστα παρά τη διεθνή σύμβαση που έχουμε υιοθετήσει με Νομοθεσία, που προβλέπει ότι κάθε θέση του Δημοσίου πρέπει να προκηρύσσεται για να είναι ανοικτή, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει διορισμό σ’ αυτήν, καθένας που επιθυμεί τούτο και κατέχει τα απαραίτητα προσόντα. Μια σαφής μορφή διασφάλισης ίσης μεταχείρισης που επιτρέπει (με την ύπαρξη πολλών υποψηφίων) την επιλογή του εκάστοτε, πραγματικά, καταλληλότερου με βάση την προσωπική αξία εκάστου.

Όπως ήδη υπέδειξα και με προηγούμενη παρέμβασή μου, προφανώς δεν θα είναι μέλη της δημοσιοϋπαλληλικής υπηρεσίας, οι λεγόμενοι «Συνεργάτες». Η δε πρόθεση, να επιλέγονται ανεξέλεγκτα και έξω από τις αρχές του δημόσιου δικαίου από τον κάθε Υπουργό, με επιλογή που θα ρυθμίζεται -όπως αναφέρθηκε- από ιδιωτική σύμβαση εργοδότησης και η οποία απλώς θα προβλέπει κάποιες απλές προϋποθέσεις περί τα ελάχιστα προσόντα, ηλικία, συγγένεια κ.λπ. Άρα ιδιωτικοί «Συνεργάτες» που διακρίνονται από τους δημόσιους υπαλλήλους! Οπότε και θα υπάγονται στην «πολιτική εξουσία» και όχι στη διοικητική λειτουργία. Το Σύνταγμα, όμως, είναι σαφέστατο ως τονίστηκε από τη Νομολογία:

«Η αρμοδιότητα για διορισμό σε δημόσιες θέσεις ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ως ανεξάρτητο όργανο. Τελούν, έτσι, οι διορισμοί, εκτός της επιρροής της πολιτικής εξουσίας, της οποίας απαγορεύεται οποιαδήποτε ανάμειξη στη διοικητική λειτουργία του κράτους».

Αλήθεια, πού σταματά η δυνατότητα επιλογής «εμπίστου» από έναν πολιτικό αξιωματούχο, ώστε να καταστεί «συνεργάτης» του; Μήπως θα έχουμε και ιδιωτική φρουρά; Ιδιωτικό γραμματέα κ.λπ. βάσει ιδιωτικών συμβάσεων με ισχύ μέχρι πέντε χρόνια; Σαφέστατη υποβάθμιση του κύρους, αλλά και της δημοσιοϋπαλληλικής πίστης με ανατροπή της υπάρχουσας δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας.

Τα κακώς έχοντα, που έπρεπε να εγκαταλειφθούν, είναι η για χρόνια πελατειακή σχέση διορισμών ή προαγωγών που επεκτείνει διαχρονικά το στίγμα της μη Χρηστής Διοίκησης. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που ποτέ στο παρελθόν δεν έγινε προσπάθεια για νομοθετική ρύθμιση του θέματος ως αντιβαίνουσα στη διάκριση των εξουσιών.