Αντρέας Νέστορος - «Σκουφάς»

Ένας κορυφαίος αγωνιστής της ΕΟΚΑ, που αδικήθηκε από την Πολιτεία

Ένας από τους κορυφαίους, αλλά και πιο λησμονημένους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, που είχε την ατυχία να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όχι στο Μέλαθρο Αγωνιστών, αλλά σε οίκο ευγηρίας, ήταν ο Αντρέας Νέστορος, από την κάτω Μονή. Ο αγωνιστής που είχε διατελέσει σωματοφύλακας του Διγενή, τομεάρχης Σολέας, βοηθός τομεάρχη Πιτσιλιάς - Τροόδους και αρχικατασκευαστής βομβών στο εργαστήριο της ΕΟΚΑ στον Πολύστυπο. Ήταν ο αείμνηστος «Σκουφάς» μια αγωνιστική μορφή, που αδικήθηκε, όσο ελάχιστοι τιμημένοι αγωνιστές από την Πολιτεία. Ποτέ όμως δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει για την πλούσια προσφορά του στον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για την αχαριστία του κράτους απέναντί του.

14.6 σκουφας.png

Ο Αντρέας Νέστορος -ο «Σκουφάς» της ΕΟΚΑ- προτού αρχίσει ο Απελευθερωτικός Αγώνας ήταν επίλεκτο μέλος των ομάδων της ΚΑΡΗ (Κύπριοι Αγωνιστές Ριψοκίνδυνοι Ηγέτες), την οποία είχε ιδρύσει ο εθνικός αγωνιστής, πολιτικός εξόριστος, γιατρός στην Αθήνα, Ιωάννης Ιωαννίδης- Χατζηπαύλου, αδελφός του εξόριστου των Οκτωβριανών του 1931 δικηγόρου Χριστόδουλου Χατζηπαύλου. Ο Ιωαννίδης ήταν μεν μόνιμος κάτοικος Αθηνών, αλλά η ΚΑΡΗ είχε ιδρυθεί στην Κύπρο από το 1931, μετά το κίνημα των Οκτωβριανών, και επαναδραστηριοποιήθηκε το φθινόπωρο του 1954 στην Αθήνα, για να προετοιμάσει τους Κύπριους φοιτητές για ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα απελευθέρωσης της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Υπεύθυνος της ΚΑΡΗ στην Κύπρο ήταν ο φλογερός Παπασταύρος, που προετοίμαζε για αγώνα τους νέους της ΟΧΕΝ, προτού ακόμη συναντηθεί με τον Διγενή και του αναθέσει καθήκοντα στρατολόγου της ΕΟΚΑ.

Για τους Κύπριους φοιτητές της ΚΑΡΗ και τον «Σκουφά» γράφει ο Ρένος Κυριακίδης: «Ομάδα Κυπρίων φοιτητών της ΕΦΕΚ στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1954 αποφάσισε να οργανώσει επαναστατικό αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε να εξευρεθούν πρώτα οι φοιτητές που θα αναλάμβαναν τον αγώνα και ύστερα να οργανωθεί η εκπαίδευσή τους.

»Μεταξύ των φοιτητών που συμμετείχαν ενεργά στις εκδηλώσεις της ΕΦΕΚ ήταν και ο Αντρέας Νέστορος, πρωτοετής της Ιατρικής Σχολής. Τον πλησίασαν οι παλαιότεροι φοιτητές και τον ρώτησαν αν θέλει να λάβει μέρος στην Οργάνωση Επαναστατικού Αγώνος για την Κύπρο. Με πολλή χαρά και ενθουσιασμό άκουσε την πρόσκληση και με μεγάλη προθυμία εντάχθηκε στην οργάνωση ΚΑΡΗ, που προετοίμαζε τους φοιτητές για τον Αγώνα. Πάντοτε με ενθουσιασμό συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητες της Οργάνωσης και, σαν ήλθε η ώρα της κλήσης, πρόθυμα εγκατέλειψε τις σπουδές του και εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ, στην Κύπρο. Με χαρά άκουσε τον διορισμό του ως βοηθού τομεάρχη στον Τομέα Πιτσιλιάς-Αμιάντου».

Τέλη Ιουνίου 1955 έφτασε στον Αμίαντο και εντάχθηκε στη δύναμη του Τομέα. Έμεινε μαζί με τον τομεάρχη «Ρωμανό» και προχώρησαν οι δύο στην οργάνωση του Τομέα. Εργαζόταν με τον «Ρωμανό» με ενθουσιασμό και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Έδινε παντού και πάντοτε το αγωνιστικό «παρών» του. Προς το τέλος Ιουλίου ο Αρχηγός Διγενής, που βρισκόταν στην Κυπερούντα, κάλεσε τον Γρηγόρη Γρηγορά από την Κακοπετριά να αναλάβει καθήκοντα υπασπιστή του και διορίζει τον «Σκουφά» τομεάρχη στην περιοχή Κακοπετριάς-Σολιάς. Στα τέλη του Σεπτέμβρη η Οργάνωση μεταθέτει τον «Σκουφά» πίσω στην Πιτσιλιά και του αναθέτει την ευθύνη της λειτουργίας του εργαστηρίου κατασκευής βομβών τύπου υδροσωλήνα. Ο «Σκουφάς» κρίθηκε ως ο καταλληλότερος για το πόστο αυτό, διότι, προτού κατέλθει στην Κύπρο από την Αθήνα, είχε τύχει εντατικής εκπαίδευσης στην κατασκευή βομβών και τη χρήση εκρηκτικών υλών. Κατέβαλε από τη νέα του θέση μια υπέροχη προσπάθεια, που είχε ως αποτέλεσμα τον εφοδιασμό όλης σχεδόν της Κύπρου με χειροβομβίδες.

Στις 28 Αυγούστου 1955 ο «Σκουφάς» πληροφορούσε με αναφορά του τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ ότι είχε έτοιμες 100 χειροβομβίδες και τον βεβαίωνε πως μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα είχε έτοιμες άλλες 750, ποσότητα που φανέρωνε το εντυπωσιακό έργο που επιτελούσε ο «Σκουφάς» με τους συνεργάτες του. Στην ίδια αναφορά του δίνει στον Αρχηγό την ακόλουθη εικόνα για τις ομάδες σαμποτέρ που είχε οργανώσει και εκπαιδεύσει, καθώς και τις ζώνες δράσης τους:

  1. Αμιάντου: Πελένδρι - Σαϊττάς- Καρβουνάς
  2. Κυπερούντας: Αμίαντος - Καρβουνάς
  3. Σπηλιών: Σπήλια - Πλατάνια
  4. Πολυστύπου: Πολύστυπος - Χανδριά
  5. Λαγουδερών: Λαγουδερά - Ξυλιάτος
  6. Άλωνας: Άλωνα - Πολύστυπος
  7. Παλαιχωρίου: Απλίκι - Άγιος Θεόδωρος
  8. Αγίου Θεοδώρου: Ζωοπηγή - Άγιος Θεόδωρος
  9. Ζωοπηγής: Ζωοπηγή - Καλό Χωριό
  10. Καλού Χωριού: Γεράσα - Καλό Χωριό
  11. Ποταμίτισσας: Ποταμίτισσα - Κάτω Μύλος
  12. Αγριδιών: Χανδριά - Αγρίδια
  13. Χανδριών: Χανδριά - Καρβουνάς
  14. Ενισχυτική ομάδα (εφεδρική)

Συνεργάτες του στο εργαστήρι κατασκευής των βομβών ήταν οι αγωνιστές Πολύδωρος Σάββα, Αγάπιος Τσιάρτας, Κυριάκος Ξενοφώντος, Ανδρέας Κανάρης, Κλεόπας Οικονόμου, Αχιλλέας Ασκώτης, Μιχαλάκης Ελευθερίου, Αντρέας Στυλιανού, Χρίστος Τσιάρτας, Αντρέας Παναγιώτου, Αντρέας Τσιάρτας, Ειρήνη Χίππη και άλλοι. Για τη μεταφορά των χειροβομβίδων ορίστηκαν οι μετέπειτα ήρωες Χρίστος Τσιάρτας και Αντρέας Παναγιώτου.

Για τα επιτεύγματα του εργαστηρίου των χειροβομβίδων αναφέρει ο Αρχηγός Διγενής στο «Χρονικό του Αγώνα: «Ο Ρένος Κυριακίδης με τον Αντρέα - ‘‘Σκουφά’’ κατόρθωσαν επιπλέον να κατασκευάσουν χειροβομβίδες, διά των οποίων εφοδιάσθησαν οι ανταρτικές ομάδες του Τομέως (Πιτσιλιάς-Τροόδους) και αι τοιαύται του Κύκκου, ως και οι τομείς Λευκωσίας και Λεμεσού…». Ο «Σκουφάς» με τον «Ρωμανό» και τους αγωνιστές συνεργάτες τους εργάζονταν με ένθεο ζήλο, ακούραστα μέρα και νύχτα, για να φέρουν σε πέρας τη μεγάλη αποστολή που τους εμπιστεύτηκε ο Αρχηγός.

Κάποτε, όμως, ενώ όλα πήγαιναν τόσο καλά, ήρθε το μεγάλο κακό. Η αγρυπνία, η σκληρή δουλειά και η συνεχής εκπαίδευση αγωνιστών στα χωριά της Πιτσιλιάς, όπου πήγαινε πάντοτε πεζός, τσάκισαν την υγεία του χαλκέντερου αγωνιστή. Γράφει ο Ρένος Κυριακίδης: ‘‘Στις 18 Αυγούστου ο Διγενής διατάζει τον «Ρωμανό» να οργανώσει την επιχείρηση «ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ», ενώ στον «Σκουφά» αναθέτει να οργανώσει και να εκπαιδεύσει τις ομάδες των χωριών, αυτές που θα συμμετείχαν στη νέα αυτή επιχείρηση. Με πολύ ζήλο ανέλαβε την αποστολή. Γυρίζει στα χωριά και οργανώνει την εκπαίδευση των ομάδων των χωριών. Ορκίζει νέους αγωνιστές και σκορπά ενθουσιασμό στο πέρασμά του. Τότε ακριβώς ήρθε το κακό. Η ΕΟΚΑ δέχθηκε βαρύ πλήγμα. Ο «Σκουφάς», ο ακούραστος και ένθερμος αγωνιστής, το καλό παράδειγμα για όλους, έπαθε υπερκόπωση και αρρώστησε σοβαρά.. Τα νεύρα του δεν άντεξαν. Η Οργάνωση έκανε ό,τι μπορούσε για τη θεραπεία του, αλλά στάθηκε αδύνατο να ξαναγυρίσει στη θέση του. Μεγάλη λύπη πλάκωσε το «Ρωμανό», που στερήθηκε τον άξιο συναγωνιστή και στενό φίλο. Τέτοιο κακό δεν το περίμενε. Ο αγώνας, όμως, έπρεπε να συνεχιστεί. Πολύ σημαντικά γεγονότα ακολούθησαν και ο «Σκουφάς» ξεχάστηκε…’’.

Ο Αγώνας έληξε, ο ξεχασμένος «Σκουφάς» ξαναβρήκε την υγεία του, αλλά η Πολιτεία τον άφησε στους «αζήτητους». Τον φοιτητή που διέκοψε τις ιατρικές του σπουδές για να διαθέσει τον εαυτό του στις υπηρεσίες της αγωνιζόμενης για την ελευθερία ιδιαίτερης πατρίδας, τον αγωνιστή που είχε γράψει τη δική του ιστορία, τον αγωνιστή που αρρώστησε σοβαρά τον είχε ξεγράψει από τους καταλόγους των αγωνιστών, που έπρεπε να εργοδοτηθούν ή να βοηθηθούν διαφορετικά. Ο «Σκουφάς είχε καταντήσει περιπλανώμενος Ιουδαίος. Τελικά εδέησε με ενέργειες μερικών συναγωνιστών του να εγγραφεί αστυνομικός. Τα χρόνια περνούσαν, τα γαλόνια και οι αστέρες μοιράζονταν σε άκαπνους και αμέτοχους στον Αγώνα και ο «Σκουφάς» της ΕΟΚΑ παρέμενε στάσιμος και παραγκωνισμένος, σε σημείο που αναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση και να ριχτεί στη βιοπάλη, διότι έπρεπε να συντηρεί και την οικογένεια, που στο μεταξύ απέκτησε. Τελικά, όταν ο αείμνηστος Νίκος Σαμψών πληροφορήθηκε για την αδικία της Πολιτείας και την αχαριστία της, προσέλαβε τον Σκουφά ως αγγελιοφόρο στο τυπογραφείο του και ιδιαίτερα στις εφημερίδες του «Μάχη» και «Θάρρος», όπου είχα εργοδοτηθεί κι εγώ, όταν το Ζυριχικό καθεστώς μού είχε κηρύξει οικονομικό πόλεμο.

Η γνωριμία μου με τον «Σκουφά»

Με τον «Σκουφά» είχαμε γνωριστεί χωρίς να ιδωθούμε. Όταν το καλοκαίρι του 1955 είχε έρθει στην Κακοπετριά ν’ αναλάβει καθήκοντα τομεάρχη και υπασπιστή του Διγενή, είχε συναντηθεί σ’ ένα ακατοίκητο γειτονικό σπίτι με το δικό μου, με τους αγωνιστές Γρηγόρη Γρηγορά, Χαράλαμπο Καμπούρη και Χριστάκη Μασωνίδη. Εκεί έγιναν κατά λάθος αντιληπτοί από μια ξαδέρφη μου, η οποία τους είχε εκλάβει ως κλέφτες και ζήτησε βοήθεια από τις γειτόνισσες. Η μεγάλη μου αδελφή Ελένη, που είχε αντιληφθεί περί τίνος επρόκειτο, κάλεσε την ξαδέρφη μας να σιωπήσει και ν’ αποχωρήσει από το σπίτι. Στο μεταξύ, στις φωνές της ξαδέρφης μας έτρεξαν οι γειτόνισσες για να «πιάσουν τους κλέφτες». Κατά τύχη περνούσα από το σπίτι για να δω τους δικούς μου και η αδελφή μου ανήσυχη μού έδειξε τις γυναίκες που ήταν έτοιμες να κάνουν έφοδο στο σπίτι όπου κρύβονταν οι αγωνιστές. Ενημέρωσα τον πνευματικό μου πατέρα, Αντρέα Παπαδόπουλο, που ήταν υπεύθυνος της ΕΟΚΑ στο χωριό, και μου παρήγγειλε να πω και στην αδελφή μου να επιτηρούμε τις κινήσεις στον δρόμο και, αν αντιληφθούμε κάτι ύποπτο, να τρέξω στο σπίτι και να οδηγήσω τους αγωνιστές στα περβόλια. Τελικά με την αδελφή μου μείναμε άγρυπνοι φρουροί μέχρι τα μεσάνυχτα που ήρθαν αγωνιστές της Κακοπετριάς και απομάκρυναν τους … «κλέφτες».

Όταν συναντηθήκαμε με τον «Σκουφά στη «Mάχη» τού ανέφερα το περιστατικό και γίναμε στενοί φίλοι. Όμως μας χώρισε ο πόλεμος. Ο «Σκουφάς» έφυγε στο εξωτερικό, αλλά εγώ εξακολουθούσα να εργάζομαι στη «Μάχη», όπου με επισκεφτόταν κάθε φορά που ερχόταν στην Κύπρο. Μετά έχασα τα ίχνη του, τον αναζήτησα και με μεγάλη μου λύπη έμαθα στις αρχές Ιουνίου 2009 ότι ο σεμνός αγωνιστής, ο χαλκέντερος «Σκουφάς», βρισκόταν σε οίκο ευγηρίας. Τον επισκέφτηκα και η συνάντησή μας ήταν πολύ συγκινητική. Δεν με περίμενε. Πήγα απροειδοποίητα και, όταν βρέθηκα κοντά του, με κοίταζε με απορία. Προσπαθούσε να με αναγνωρίσει. Μόνον όταν του μίλησα και άκουσε τη φωνή μου, είπε: «Μα είσαι ο Χαμπής;». Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και μιλήσαμε για τα περασμένα. Του μίλησα και για το βιβλίο που ετοίμαζα και ειδοποίησε τον γαμπρό του και μου έφερε φωτογραφίες για να τις χρησιμοποιήσω. Φεύγοντας, του υποσχέθηκα ότι θα τον επισκεφτόμουν συχνά. Στην επόμενη συνάντησή μας μου έδωσε και τις φωτογραφίες για το βιβλίο. Πήγαινα συχνά και τον έβλεπα και δεν μου απέκρυψε την πικρία του για τη στάση της Πολιτείας απέναντί του. Επίσης, μου ανέφερε ότι, όταν ο φίλος του «Ρωμανός» εισηγήθηκε στους Συνδέσμους Αγωνιστών να βοηθήσουν τον γιο του που σπούδαζε στην Αμερική, αρνήθηκαν με τη δικαιολογία ότι τα χρήματα που απαιτούνταν ήταν πολλά και το ποσό που διέθετε η Επιτροπή των Συνδέσμων ήταν πολύ μικρό.

Την τελευταία φορά που πήγα να τον δω οι υπεύθυνοι του οίκου ευγηρίας μού ανέφεραν ότι ο φίλος και συναγωνιστής μου, ο χαλκέντερος «Σκουφάς» της ΕΟΚΑ, μας άφησε χρόνια. Πέθανε αδικημένος, λησμονημένος, απόκληρος. Η πατρίδα τον είχε ξεγραμμένο.