Τομή στο Δίκαιό μας ή σφάλμα το Νομοσχέδιο περί τη Νομική Υπηρεσία;

Οι υπηρετούντες στη Νομική Υπηρεσία ως δικηγόροι όπως και το υπόλοιπο προσωπικό της διορίζονται, κατά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και προάγονται αποκλειστικά από το ανεξάρτητο και αρμόδιο περί τούτου όργανο, που είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Τούτο, άλλωστε, όπως και όλοι οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι.

Οι διορισμοί, οι προαγωγές και ό,τι άλλο αφορά στην υπηρεσιακή σταδιοδρομία υπηρετούντων στη Δημόσια Υπηρεσία είναι, όπως τονίστηκε κατ’ επανάληψιν από το Ανώτατο Δικαστήριο, αρμοδιότητα εκτός της επιρροής ή και της ανάμειξης της Πολιτικής Εξουσίας. Τούτο γιατί η όποια ανάμειξη στη διοικητική λειτουργία απαγορεύεται ως αντισυνταγματική και αντίθετη στη διάκριση των εξουσιών.

Καμία Υπηρεσία ή Τμήμα η άλλο Γραφείο ανεξάρτητο, υπαγόμενο στη δημόσια υπηρεσία δεν δικαιούται να έχει και να χρησιμοποιεί λειτουργούς που να διακρίνονται από τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους σε σχέση με τον διορισμό, προαγωγή, πειθαρχική ευθύνη και τους λοιπούς όρους της υπηρεσίας τους. Τούτο, γιατί ο Νόμος ως υπεράνω όλων, εφαρμόζεται κατ’ ίση μεταχείριση σ’ όλους ανεξαιρέτως τους υπηρετούντες στη δημόσια υπηρεσία.

Το σχετικό Νομοσχέδιο, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης «ανεξαρτητοποίησης» της Νομικής Υπηρεσίας, προβλέπει «Εισαγγελικό Συμβούλιο», υπέρ του οποίου προβλέφθηκε εξουσία όχι μόνο για διορισμούς / προαγωγές κ.λ.π. αλλά και για κατάρτιση ακόμη και των Σχεδίων Υπηρεσίας, τα οποία θα εγκρίνονται από τον Υπουργό Οικονομικών, έξω από την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας. Τούτο μάλιστα ενώ είναι καλά γνωστή αρχή δικαίου ότι η κανονιστική (δευτερογενής νομοθετική) εξουσία ανήκει στο Υπουργικό [(Άρθρο 54(ζ) του Συντάγματος]. Όταν δε αποφασιστεί, κατατίθεται στη Βουλή, με επακόλουθη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα. Προβλέφθηκε να είναι ένα πενταμελές «Εισαγγελικό Συμβούλιο», που το απαρτίζουν κατά τις πρόνοιες του Νομοσχεδίου ο Γενικός Εισαγγελέας (ως Πρόεδρος), ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και οι τρεις αρχαιότεροι στην Ιεραρχία της Εισαγγελίας.

Στο πλαίσιο επίσης της επιδιωκόμενης «ανεξαρτητοποίησης» της Νομικής Υπηρεσίας, το σχετικό Νομοσχέδιο προβλέπει και δημιουργεί θέση Γενικού Διευθυντή και επίσης Προϊσταμένου Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης. Παράλληλα προβλέφθηκε και άλλο συλλογικό όργανο, «Επιτροπή Προσωπικού» (πενταμελής και πάλι), που έχει αρμοδιότητα για ό,τι αφορά το άλλο προσωπικό, μεταξύ του οποίου και τον Γενικό Διευθυντή και Προϊστάμενο Χρηματοοικονομικής Διαχείρισης που θα υπηρετούν στην «ανεξάρτητη» Νομική Υπηρεσία. Υπάρχει δε και ο «Ελέγχων Λειτουργός» ως αυτός προβλέπεται από τον σχετικό Νόμο (περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμων).

Σαφέστατη διαφοροποίηση της συνταγματικής προβλεπόμενης διάρθρωσης και διάκρισης της δημόσιας υπηρεσίας.

Το μέγα ερώτημα, όμως, έξω και πέρα από τις συνταγματικές πρόνοιες και τη σχετική Νομολογία (όπου κρίθηκαν άκυρες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Νόμος στέρησε από την ΕΔΥ αρμοδιότητες), δεν είναι μόνο η γενική θεώρηση περί μίας δημόσιας υπηρεσίας αλλά και το εάν θα μπορεί, κατ’ ίδιο λόγο ή αίτημα, γενικότερα, να αναζητήσουν Νομοθετικά την ίδια «ανεξαρτησία» και άλλα Τμήματα ή Υπηρεσίες του Κράτους!