Το Κούγκι της ΕΟΚΑ

Συμπληρώνονται αύριο 65 Χρόνια από τη μαύρη μέρα της έκρηξης στα Κούρδαλι, όταν το φτωχικό σπίτι του ήρωα Αντρέα Πατσαλίδη μετατράπηκε σε Κούγκι της ΕΟΚΑ από φοβερή έκρηξη βόμβας και βρήκαν τραγικό θάνατο τέσσερεις αγωνιστές, ο Αλέκος Κωνσταντίνου, από την Κακοπετριά, ο Κώστας Αναξαγόρα, από τα Σπήλια, ο Αντρέας Πατσαλίδης, από τα Κούρδαλι και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης, από τα Λειβάδια Πιτσιλιάς. Οι τέσσερεις ήρωες έγιναν κυριολεκτικά ολοκαύτωμα στον ιερό βωμό της πατρίδας, όταν βόμβα μεγάλης ισχύος, που περιεργάζονταν, έκανε έκρηξη κάτω από άγνωστές συνθήκες. Το πλήγμα για την ΕΟΚΑ ήταν βαρύτατο. Δυο καταζητούμενοι αντάρτες, ο Αλέκος Κωνσταντίνου και ο Παναγιώτης Γεωργιάδης, και δυο τοπικοί υπεύθυνοι της Οργάνωσης, ο Κώστας Αναξαγόρα των Σπηλιών κι ο Αντρέας Πατσαλίδης των Κουρδάλων, βρήκαν ένα τόσο τραγικό θάνατο, βυθίζοντας τις οικογένειές τους, τους συναγωνιστές τους και σύμπαντα τον Κυπριακό Ελληνισμό στο πένθος.

Ήμουν τότε στην τέταρτη τάξη του Γυμνασίου Σολέας και, αν δεν κάνω λάθος, δίναμε το τελευταίο μάθημα των γραπτών εξετάσεων του δευτέρου εξαμήνου, όταν έφθασε σ’ εμάς στην Ευρύχου το φοβερό το μήνυμα. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαμε να προσηλωθούμε στο θέμα της εξέτασης. Ο νους μας πετούσε στο φτωχόσπιτο όπου έγινε η φοβερή έκρηξη, στα Κούρδαλι. Ήταν αδύνατο να συγκεντρωθούμε. Όσοι μαθητές ανήκαμε στην οργάνωση τελειώσαμε όπως-όπως το γραπτό μας και μερικοί από εμάς αποφασίσαμε να πάμε στα Κούρδαλι. Εγώ με τον αείμνηστο φίλο και συναγωνιστή μου Λέαντρο Οδυσσέως ξεκινήσαμε περπατητοί για το χωριό μας, την Κακοπετριά, με τελικό προορισμό τα Κούρδαλι. Διερχόμενο αυτοκίνητο μάς μετέφερε στο χωριό μας, όπου βρήκαμε αρκετούς κατοίκους συγκεντρωμένους στην πλατεία. Μια ομάδα αγωνιστών με προτροπή του τοπικού υπευθύνου της ΕΟΚΑ, αείμνηστου Αντρέα Παπαδόπουλου, άρχισε να οργανώνει τιμητική υποδοχή των ηρώων, που θα μεταφέρονταν από τη Λευκωσία, μέσω Κακοπετριάς, στα Σπήλια. Δεν πέρασε πολλή ώρα και η μεγάλη πλατεία γέμισε από κόσμο. Οι νέοι και οι νέες της ΑΝΕ άρχισαν να οργανώνουν υποδοχή στους ήρωες. Κατέβηκαν στους ποταμούς, έκοψαν κλαριά δάφνης και μυρτιάς και τα σκόρπισαν στον δρόμο από την είσοδο μέχρι την έξοδο του χωριού, απ’ όπου θα περνούσαν τ’ αυτοκίνητα με τις σορούς των ηρώων, που είχαν προορισμό τα Σπήλια. Οι νέες μάζεψαν λουλούδια κι έφτιαξαν στεφάνια και ανθοδέσμες.

Ενώ γίνονταν οι πυρετώδεις προετοιμασίες για την υποδοχή των ηρώων, έφθασε η είδηση ότι οι Βρετανοί την άλλη μέρα θα παρέδιναν στους δικούς τους τις σορούς των ηρώων. Το πρωί της άλλης ημέρας και πάλι η Κακοπετριά βρέθηκε στο πόδι, χωρίς στο μεταξύ κανένας να γνωρίζει ότι ανάμεσα στους τέσσερεις ήρωες ήταν και το βλαστάρι του χωριού τους. Ο Αλέκος Κωνσταντίνου. Σ’ εμένα είχε ανατεθεί από την επιτροπή που είχε συσταθεί, μ’ επικεφαλής τον αείμνηστο Παπανεόφυτο Ιωάννου, η ευθύνη της υποδοχής και η εκφώνηση εγκωμιαστικού λόγου στους ήρωες. Στο μεταξύ, όσο η ώρα περνούσε, τόσο πύκνωνε το πλήθος που είχε κατακλύσει τη μεγάλη πλατεία της Κακοπετριάς. Γύρω στις τέσσερεις η ώρα το απόγευμα όλο το χωριό ήταν συγκεντρωμένο στην πλατεία, ενώ η καμπάνα κτυπούσε πένθιμα ασταμάτητα και οι κοπέλες της ΑΝΕ κρατούσαν στεφάνια δάφνης και λουλουδιών, ανθοδέσμες και κάνιστρα με ροδοπέταλα για να ράνουν τα φέρετρα των ηρώων.

Η εναγώνια αναμονή κράτησε πάνω από δυο ώρες. Οι Βρετανοί καθυστερούσαν ξεπίτηδες τη νεκρική πομπή, διότι πίστευαν ότι η καθυστέρηση θα ανάγκαζε τον κόσμο, που ήταν συγκεντρωμένος, να διαλυθεί. Κόντευε να νυχτώσει, όταν έφθασε η ιερή στιγμή. Τ’ αυτοκίνητα με τις σορούς των ηρώων έφθασαν στην Κακοπετριά, συνοδευόμενα από ένοπλους στρατιώτες. Ο κόσμος μπήκε στο δρόμο και τ’ αυτοκίνητα σταμάτησαν. Οι στρατιώτες μάταια προσπάθησαν ν’ απωθήσουν τον κόσμο για ν’ ανοίξει ο δρόμος. Τα χειροκροτήματα, οι ουρανομήκεις ζητωκραυγές και η ιαχή «Ζήτω οι ήρωές μας - Αθάνατοι» δονούσαν την ατμόσφαιρα. Και οι ένοπλοι στρατιώτες παρακολουθούσαν σαν χαμένοι. Συγκλονισμένος από τις ζητωκραυγές και την ιαχή «Ζήτω οι ήρωές μας - Αθάνατοι» και με τις κοπέλες να καταθέτουν δάφνινα στεφάνια και να σκορπούν ροδοπέταλα πήρα τον λόγο κατασυγκινημένος. Έτρεμα ολόκληρος και η φωνή μου πνιγόταν. Άρχισα την προσφώνησή μου με τους στίχους:

«Κι άλλοι λεβέντες πέθαναν

Κι άλλοι λεβέντες σβήσαν

Το δέντρο της ελευθεριάς

Με το αίμα τους ποτίσαν…».

Έστρεψα μια ματιά γύρω και είδα όλων τα μάτια να δακρύζουν. Δεν άντεξα κι άρχισα κι εγώ το κλάμα. Έτσι κλαίοντας τέλειωσα με πνιγμένη φωνή και διακοπές τη σύντομη προσφώνησή μου, που κατέληγε με τον όρκο, τον οποίο επαναλάμβανε και το πλήθος, μπροστά στα μάτια των ένοπλων Βρετανών, που είχαν μείνει εμβρόντητοι από την ιερή εκείνη μυσταγωγία που ξανοιγόταν μπροστά τους. Και ο όρκος ήταν ότι θα συνεχίζαμε ανυποχώρητοι και ακατάβλητοι τον αγώνα που άφησαν μισοτελειωμένο οι ήρωές μας, μέχρι την τελική νίκη, που δεν ήταν άλλη από την Ένωση της Κύπρου μας με τη Μητέρα Ελλάδα.

Η ιερή συγκίνηση που κυρίεψε όλους μας ήταν τόση και τέτοια, που όλοι οι παριστάμενοι έμειναν για λίγο αμίλητοι κλαίοντας. Και μετά, εντελώς ξαφνικά και αυθόρμητα, αρχίσαμε να ψάλλουμε τον Εθνικό μας Ύμνο με παλλόμενη φωνή, δείγμα της αποφασιστικότητάς μας για συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα. Και οι ένοπλοι Βρετανοί που συνόδευαν την πομπή παρακολουθούσαν με ανοικτό το στόμα.

Η κηδεία των τριών

Μετά τη συγκλονιστική αυτή μυσταγωγία, η νεκρική πομπή συνέχισε τον προορισμό της, που ήταν τα Σπήλια. Μαζί της ενώθηκαν και λεωφορεία γεμάτα κόσμο από την Κακοπετριά. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν η πομπή έφτασε στα Σπήλια. Στην είσοδο του χωριού γονατιστοί οι κάτοικοι των κοινοτήτων Σπηλιών - Κουρδάλων και πολλοί από τα γύρω χωριά, περίμεναν τη νεκρική πομπή. Μόλις τα αυτοκίνητα σταμάτησαν, το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές υπέρ των ηρώων. Νέες σκορπούσαν λουλούδια και φύλλα δάφνης στα τέσσερα φέρετρα με τις σορούς των ηρώων. Νέοι περιτύλιξαν τα φέρετρα μ’ ελληνικές σημαίες. Απ’ εκεί η πομπή κατέληξε στον ιερό ναό Αγίου Αντωνίου για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Τόσος πολύς κόσμο πρώτη φορά είχε συγκεντρωθεί στο μικρό χωριό των Σπηλιών. Η εκκλησία και η αυλή της μέχρι τον δρόμο ήταν γεμάτες κόσμο.

Η νεκρώσιμη ακολουθία άρχισε, αλλά ο παπάς δεν ήξερε τις ταυτότητες και των τεσσάρων Δεν είχαν αναγνωριστεί μέχρι τη στιγμή εκείνη. Ενώ συνεχιζόταν η ακολουθία, είχαν καταφθάσει από τα Λειβάδια Πιτσιλιάς οι δικοί του Παναγιώτη Γεωργιάδη, για να παραλάβουν τον αγαπημένο τους νεκρό. Ο τέταρτος, όμως, ποιος ήταν; Και ο παπάς μνημόνευσε δυο διαφορετικά ονόματα. Το ένα Αχιλλέας και το άλλο Αλέξανδρος. Εκ των υστέρων θα φανεί ότι το Αλέξανδρος ήταν το όνομα του ήρωα, του Αλέκου Κωνσταντίνου.

Μετά την ακολουθία οι δικοί του Παναγιώτη Γεωργιάδη τον μετέφεραν στο χωριό τους, όπου σύσσωμη η κοινότητα τον κήδεψε με τις πρέπουσες τιμές. Τον Κώστα Αναξαγόρα, τον Αντρέα Πατσαλίδη και τον «άγνωστο» ήρωα τούς έθαψαν στο κοιμητήριο Σπηλιών - Κουρδάλων. Ο Αλέκος, όμως, έμελλε να ταλαιπωρηθεί κι άλλο, έτσι νεκρός και καρβουνιασμένος όπως ήταν. Όταν διαπιστώθηκε ότι αυτός ήταν ο τέταρτος «Άγνωστος» νεκρός, άρχισε η διαδικασία της εκταφής και μεταφοράς του στην Αμμόχωστο για ταφή, διότι εκεί έμενε από μικρός με τη μάνα του, την Κακοπετρίτισσα Ελπινίκη. Πήγε στην Κακοπετριά η χαροκαμένη μάνα και ζήτησε από δικούς της βοήθεια για την εκταφή του Αλέκου και μετακομιδή του για ταφή στην Αμμόχωστο. Όπως αφηγήθηκε η μάνα του, «Παρασκευή σκοτώθηκε ο Αλέκος μου, Σάββατο τάφηκε και Δευτέρα πήρα το μήνυμα ότι ο άγνωστος νεκρός στην έκρηξη των Κουρδάλων ήταν ο μοναχογιός μου». Μετά από πολλές ταλαιπωρίες έγινε η αναγνώριση από σημάδι που είχε στη μασχάλη. Το τραύμα είχε προκληθεί από πτώση του Αλέκου από σκάλα, όταν εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος. Άλλο σημάδι ήταν ένα δοντάκι, πάνω από τα άλλα ψηλά στην πάνω σιαγόνα.

Έχουν περάσει από τότε 67 χρόνια και ο αγώνας που άφησαν μισοτελειωμένος, όχι μόνο δεν συνεχίστηκε, όπως τους είχαμε υποσχεθεί, αλλά έμεινε ανεκμετάλλευτος από τις ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδας. Μακάριος και Καραμανλής ξέθαψαν την Ένωση, για να δεχθούν μια συμφωνία, που καθιστούσε την τουρκοκυπριακή μειονότητα κοινότητα με υπερπρονόμια και την Τουρκία εγγυήτρια της Κύπρου, με ζωντανή παρουσία στρατού της στην Κύπρο. Και από τότε, απανωτά ολέθρια λάθη της Αθήνας και της Λευκωσίας οδηγούσαν το εθνικό μας θέμα από το κακό στο χειρότερο. Και τα λάθη αυτά έφεραν την εισβολή του Αττίλα και τη δημιουργία τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους.

Έχουν περάσει 67 ολόκληρα χρόνια από τότε και ο Ελληνισμός, αντί να αγωνίζεται και να διεκδικεί πραγμάτωση των εθνικών του δικαίων και δικαιωμάτων, δέχεται τις προσβολές και τα πλήγματα των νεοσουλτάνων της Άγκυρας, που ξεδιάντροπα ζητούν, εκτός από την κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, τμήμα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Τα βασανιστικά ερωτήματα που εγείρονται είναι: Πότε θα αρθούν στο ύψος των κρίσιμων περιστάσεων Ελλάδα και Κύπρος; Πότε θα ορθώσουν ανάστημα μπροστά στο νεοσουλτανικό επεκτατικό τέρας, που μας απειλεί απροκάλυπτα; Πότε θα πουν το δικό τους «ΟΧΙ» σε κάθε τουρκική αξίωση σε βάρος του Ελληνισμού και θα διεκδικήσουν τα δικά μας δίκαια και απαράγραπτα εθνικά δίκαια και δικαιώματα;